Eίμαι σε μόνιμη καφκαστολή, μην κάνουμε πως δεν το ξέρουμε. Ξέρω πόσο θέλεις να μάθεις τί ακριβώς έγινε και πώς,, εεε μάλλον πονούσαν οι αρθρώσεις μου και δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη, ω ναι αυτό είναι, οι λέξεις μου είχαν αρθρίτιδα, εγώ μάλλον όχι ευτυχώς. Πέρασαν οι μήνες της μούγγας λοιπον, κι ήρθαν οι άλλοι, αυτοί που εγώ ξεστομίζω, εσύ έρχεσαι και φεύγεις, εγώ παθαίνω εμμονές με φράουλες, μέλισσες, μαργαρίτες, εσύ με γιαούρτι στο πρωινό, εγώ με όλους τους δυστυχισμένους, εσύ για πες μου, διαβάζεις δυστυχισμένους; εγώ με Laurer and Hardy, εσύ με ταινίες που δεν τελειώνουν ποτέ γιατί μετά που τις βλέπεις διαβάζεις δέκα χρόνια γι' αυτές, εγώ θα μπορούσα ν' αγοράσω σπίτι βλέποντας μόνο μία φωτογραφία, εσύ δε θ' αγόραζες ούτε στυλό χωρίς να διαβάσεις τί έχει γραφτεί γι' αυτό από το 1998, εγώ θα μπορούσα να μείνω με το μαγιό και την άμμο μέσα στο βρακί δέκα μέρες κι εσύ δεν αντέχεις ούτε μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο, η αγάπη πονάει την καρδιά σαν χίλιες μέδουσες, η μοναξιά δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι, είναι πιο μέσα απ΄όσο φαντάζεσαι, κι εσύ φοβάσαι το ξέρω, το λες ναι, αλλά φοβόμαστε αλλιώς, σαν κάπως εσένα να σε παίρνει γιατί πάντα έχεις αυτή τη δύναμη, εμένα δε με παίρνει, αυτό πόσες φορές το είπα ε; πόσες φορές το έχω πεί. Συμβαίνει κάτι συνηθισμένο τώρα. Εσύ κοιμάσαι κι εγώ γράφω. Εσύ κοιμάσαι κι εγώ σου γράφω. Εσύ κοιμάσαι κι εγώ σ' αγαπάω μόνη μου, όχι επειδή εσύ δε μ' αγαπάς, αλλά επειδή εγώ μόνη μου τα κάνω όλα σαν κωλόπαιδο, αυτός ο κωλοσυνδυασμός μου, το πιο φοβισμένο κωλόπαιδο από πάντα. Όλα από φόβο ξεκινούν όμως. Έμαθα να πλένω τον κώλο μου μόνη μου από μωρό γιατί φοβόμουν μη μου βάλει κωλοδάχτυλο ο γιατρός, έμαθα να ντύνομαι μόνη μου γιατι φοβόμουν οτι η μαμά θα μου φορέσει τη μουσταρδί φόρμα, έμαθα να οδηγάω μόνη μου γιατί φοβόμουν οτι κανείς δε θα με πάει εκεί που θέλω να πάω, είμαι η πιο αυτοδίδακτη, τα έμαθα όλα μόνη μου και τα κάνω όλα μόνη μου. Είμαι η πιο αυτοδίδακτη αλλά εσύ αγάπα με και μην έχεις παράπονο γιατί με σένα λέω όλο και πιο σπάνια "μόνημου, μόνημου". Κατα τ' άλλα, όλα είναι ίδια. Η σιχαμάρα μου για κάθε τί ανθρώπινο, η ερωτολατρεία μου για κάθε τί ζωένιο. Προσπαθώ να υπάρξω μέσα στον κανονικό κόσμο, ποτέ δε μου ήταν τόσο άκαρδα δύσκολο, δέκα μήνες πονάνε όλα σπλαχνικά, και σα να μην έφταναν αυτά, τσουπ τα χειρουργεία, τσουπ οι αντιβιώσεις, τσουπ οι μυκητιάσεις, τσουπ τα αυχενικά, τσουπ και τα σκουπίδια. Η γνωστή άγνωστη εμμονική κουράδα να βρωμίζει τον τόπο. Πιτογυρομούνες παντού, κάθε χνάρι που αφήνουν, βρωμερή τυρένια λαδιά, θα της κλωτσούσα ευχαρίστως το μουνί αλλά σιχαίνομαι ν' ακουμπήσει η μπότα μου το βρωμιάρικο αγάμητο μουνί της. Εσύ μου λες να ηρεμήσω, με φοβάσαι όταν με πιάνει η βία, αλλά εγώ αυτή τη βία έμαθα να μεταμορφώνω. Είναι τέχνη να εφευρίσκω βρισιές για την κουράδα, γελάμε με τα κακόμοιρα αγγλικά της, γελάω με όλες τις κακομοίρες και όλους τους κακομοΊρους αυτού του κόσμου που δεν τον ξέρω, δε θα τον μάθω και δε θέλω να τον μάθω ποτέ. Γι' αυτό κουβαλάω τον Cheburashka στα νοσοκομεία μαζί μου, γι' αυτό φτιάχνω πλεκτές φράουλες, γι' αυτό μαζεύω αγριοκάστανα σα χαζή από τον δρόμο, γι' αυτό βάφω τα νύχια μου ασορτί με το δίχτυ της γάζας,, γι' αυτό τραγουδάω ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά, γι' αυτό όλα όσα δεν καταλαβαίνεις. Ξύπνησα με πόνο στο χέρι, στο μουνί, στα βυζιά, στον λαιμό, σχεδόν γελάω με το πόσο πονάνε όλα, είμαι τρελό ραμόλι και κάνουμε πλάκα, αλλά χειρουργημένο ξεχειρουργημένο το χέρι πάει ροδάνι και φαντάσου να βγουν τα ράμματα. Ναι ξέρω, να μη χαίρομαι πολύ γιατί θα έχει κι άλλα σε λίγο, σημασία έχει οτι είμαι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου, πάντα στα μέτρα μου, και λίγο χαρούμενη (όσο μου το επιτρέπει η κατασκευή μου) που δε θέλησα ποτέ άλλα μέτρα, δεν προσπάθησα να ξηλωθώ ή να ξηλώσω, δεν ξεχείλωσα και δεν έμπασα., κι αν μπορούμε να υπάρχουμε έτσι ζηλευτά μαζί, είναι γιατί δεν τράβηξες καμία περισσευούμενη κλωστίτσα, καθόλου ποτέ, μέχρι πριν δέκα μήνες που λίγο πήγες να τραβήξεις μία, κι εγώ είδες πώς κλώτσησα σα χαζή; Κλώτσα κι εσύ σου λέω, συνέρχομαι με κλωτσίδια εγώ, μη φοβάσαι. Εσύ φοβάσαι και όλο θέλεις να με συνεφέρεις με αγάπη, όχι εμείς τα κακομαθημένα δε συνερχόμαστε έτσι, εσύ επιμένεις όμως και δώστου αγάπη και δώστου κι άλλη αγάπη, θα κάνεις μπαμ μια μέρα στο λέω και το φοβάμαι, κι εσύ μου λες το ίδιο και φοβόμαστε κι οι δύο τα ίδια. Εσύ φοβάσαι οτι εγώ θα πάθω πάλι μόνη μου, μόνη μου, κι εγώ οτι θα πάθεις σιχτήρ μωρή άντε μόνη σου. Τώρα θα ήταν τόσο πιο κανονικά όλα αν ήσουν εδώ, κρατούσες τη γάζα, και μετά μου ξέβαφες τα νύχια για να τα ξαναβάψω στο ίδιο χρώμα με το δίχτυ που φοράω από πάνω γιατί δε μπορώ να φορέχω κανονικές γάζες όπως οι άλλοι άνθρωποι, γιατί έχω κι αυτό το δέρμα που όλα τα παίρνει προσωπικά και όλα τα αποθηκεύει κάπου πάνω του και γι' αυτό είναι γεμάτο χάρτες με πόλεις και ποτάμια και βουνά κι εσύ το αγαπάς κι εγώ περιμένω κι άλλα. Κι άλλα φιλιά, κι άλλα σάλια, κι άλλους πόνους, κι άλλα ράμματα κι άλλα σημάδια, κι άλλες γάζες, κι ο χάρτης μεγαλώνει και μεγαλώνει, κι άλλες πόλεις κι άλλα ποτάμια κι άλλα βουνά...
Δεν υπάρχουν σύνορα σου λέω,
τα έχουμε καταργήσει όλα εμείς,
όλα,
εκτός από εκείνο που ενώνει το ........ με το .......
κατάλαβες γιατί δεν πρόκειται να καφκαστραφούμε;
ℴ Kafka κατάλαβε πολύ πριν από μένα το όχι νόημα. Μπορεί κι εκείνος να έκλεινε τις πόρτες στη μούρη του μόνος του, δεν ξέρω. Τουλάχιστον μπορεί να μην ξέμενε από τσιγάρα. Τουλάχιστον έμενε στην Πράγα. Τουλάχιστον δε φοβόταν τις κατσαρίδες. Κάτι πάει πολύ λάθος και εκείνος το ήξερε τόσο καλά. Τουλάχιστον ήξερε να χρησιμοποιεί τις λέξεις, κάτι που πασχίζω να μάθω απο τον προηγούμενο αιώνα χωρίς καμία επιτυχία. Πάνω που θέλω να τους δώσω τη βαρύτητα που λένε όλοι οτι έχουν, πετάνε σαν σκασμένα μπαλόνια φρρρρ κι αφήνουν μόνο σάλια. Μια φορά στο αυτοκίνητο τις είχα δεί όλες μία μία να μπαίνουν μέσα από το μισάνοιχτό μου παράθυρο με τη φωνή σου, να κάθονται στο κάθισμα του συνοδηγού, και να κάνουν κάτι σχέδια που μου έπαιρναν το κεφάλι. Τέλειες, όμορφες, μια υπέροχη αρμονία, αγάπη, έρωτας, μουνί, μαζί, αχ, ουφφ, εμείς, εκείκάτω. Όλες με τη φωνή σου, θυμάσαι; λίγο πριν καταστραφεί το στομάχι σου, εσύ ήσουν άρρωστος κι εγώ νόμιζα πως δε με θέλεις, και κάθε φορά που το νόμιζα φρρρ οι λέξεις πετούσαν, κι εγώ να μένω με σάλια μέσα στον κύκλο της θρησκείας που λέγεται δυσπιστία και είναι δική μου εφεύρεση. Θα περάσει η ζωή και δεν θα θυμάμαι αν τελικά πίστευα ή δεν πίστευα στις λέξεις. Θα περάσει η ζωή και δεν θα έχω καταλάβει αν τις μισώ ή είναι το πιο πολύτιμό μου όπλο. Θα περάσει η ζωή και η λέξη που θα μείνει θα είναι μόνο μία και θα αρχίζει απο -δ και θα τελειώνει σε -ή, γιατί δεν γνωρίζω τίποτα που δεν μπορεί να διαταραχθεί και τίποτα που δεν είναι διαταραγμένο. Θα ήμουν ευτυχισμένη με ένα μεγάλο παράθυρο κι ένα πιάνο δίπλα λες; Αν είχα περίοδο όπως όλες οι γυναίκες, όποτε πρέπει κι όπως πρέπει; Άν δεν φαγουριζόμουν σαν θεόμουρλη κάθε μιάμιση με δύο μέρες; Άν φορούσαν όλοι για πάντα μάσκες να μη βλέπω τα άσχημα στόματά τους; Άν οι Άγγλοι μπορούσαν να προφέρουν σωστά το όνομά μου; Άν πίστευα πως όλα θα πάνε καλά; Άν δεν πίστευα οτι όλα είναι πιο σκοτεινά απ' όσο δείχνουν; Άν μπορούσα να μείνω για πάντα στον βορρά; Ονειρεύτηκα πολλές φορές οτι σε συναντώ σε έναν βόρειο σταθμό. Έχει κρύο και φοράω το πιο ωραίο φουστάνι του κόσμου και το πιο ωραίο σάλι του κόσμου, κι εσύ με περιμένεις, και τα πράγματά μας είναι λίγα, έχουμε σπίτι με πράσινη πόρτα και κανέναν γείτονα. Σηκώνομαι στις μύτες κάθε μέρα και μυρίζω τον λαιμό σου και είναι αυτό το πρωινό μου, και δεν μας ξέρει κανείς, εγώ φοράω πάντα τις κάλτσες δύο-δύο για να σε δυσκολεύω όταν με γδύνεις και να ισοφαρίσω που δε φοράω βρακί. Πλένω πάντα εγώ τα πιάτα γιατί υπάρχει μια ανώμαλη καύλα μέσα μου όταν το κάνω γι΄αυτό επιμένω να τα πλένω πάντα εγώ. Γιατί πάντα περνάει από το μυαλό μου οτι έρχεσαι πίσω μου και σηκώνεις το φουστάνι μου και με κάνεις να χύνω και γεμίζουν τα από μέσα μπούτια, κι έτσι μπορεί να περάσει η ζωή μου στον πάγκο της κουζίνας, αλλά προχτές το πρωί που έπλενα το ξεραμένο ταψί της πίτσας νομίζω δεν σκέφτηκα οργασμό, μόνο να τελειώνω για να πιω καφέ. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν έτρωγα πίτσα κάθε μέρα λες; Άν σε ξυπνούσα κάθε φορά που σε χρειάζομαι; Άν έβρισκα με την πρώτη το σωστό νήμα για να μην ξηλώνω; Άν κάθε λέξη που μου λες την πίστευα; Κι εσύ; Ας μιλήσουμε για σένα. Έλα να πούμε για σένα, όλο για μένα λέμε. Έλα πες. Θα ήσουν ευτυχισμένος αν είχαμε πράσινη πόρτα; Άν σου έπαιζα πιάνο; Άν μύριζα τον λαιμό σου για πρωινό κι είχα οργασμό όποτε έπλενα τα πιάτα; Άν κάθε λέξη που μου λες την πίστευα; Αν όλο γελούσα; Άν έπαιζα πιάνο δίπλα στο παράθυρο; Όχι πάρε εσύ το παράθυρο, ναι εντάξει, αν είχες εσύ το παράθυρο; Τί σκατά θα σ' έκανε ευτυχισμένο, πες. Πες κι εγώ θα το κάνω.
Свиданий наших каждое мгновенье
Мы праздновали, как богоявленье,
Одни на целом свете. Ты была
Смелей и легче птичьего крыла,
По лестнице, как головокруженье,
Через ступень сбегала и вела
Сквозь влажную сирень в свои владенья
С той стороны зеркального стекла.
Когда настала ночь, была мне милость
Дарована, алтарные врата
Отворены, и в темноте светилась
И медленно клонилась нагота,
И, просыпаясь: «Будь благословенна!» —
Я говорил и знал, что дерзновенно
Мое благословенье: ты спала,
И тронуть веки синевой вселенной
К тебе сирень тянулась со стола,
И синевою тронутые веки
Спокойны были, и рука тепла.
А в хрустале пульсировали реки,
Дымились горы, брезжили моря,
И ты держала сферу на ладони
Хрустальную, и ты спала на троне,
И — боже правый! — ты была моя.
Ты пробудилась и преобразила
Вседневный человеческий словарь,
И речь по горло полнозвучной силой
Наполнилась, и слово ты раскрыло
Свой новый смысл и означало царь.
На свете все преобразилось, даже
Простые вещи — таз, кувшин,- когда
Стояла между нами, как на страже,
Слоистая и твердая вода.
Нас повело неведомо куда.
Пред нами расступались, как миражи,
Построенные чудом города,
Сама ложилась мята нам под ноги,
И птицам с нами было по дороге,
И рыбы подымались по реке,
И небо развернулось пред глазами…
Когда судьба по следу шла за нами,
Как сумасшедший с бритвою в руке.
Πρίν έρθεις περίμενα τα ξύλα στην αυλή με τον μπαμπά κι έπρεπε να ακούω τη φωνή του βλάκα ξυλά. Πήγαινα για τσιγάρα μόνο με το αυτοκίνητο γιατί τα πόδια μου δεν ήξεραν πώς να περπατάνε μέχρι την πλατεία και πίσω. Τα παντζούρια δεν άνοιγαν ποτέ πάνω από τη μέση. Έλειπαν 3 κουμπιά από το λάπτοπ και το σαλόνι είχε σκούρες κουρτίνες. Πρίν έρθεις, μερικές φορές έβαφα τα νύχια μου και άλλα χρώματα. Δεν είχα μαλλιά να λούσω, ούτε σωσμένους τους κωδικούς μου. Δεν είχα κάλυμμα για το πάπλωμα, ούτε πάπλωμα. Το τυφλό δωμάτιο δεν είχε παράθυρο (ούτε τώρα έχει, αλλά έχει). Μαγείρευα κριθαράκι κι έμενε 4 μέρες, και στο ψυγείο δεν είχε ποτέ χυμό. Δεν χρειαζόμουν γυαλιά για να γράψω, ούτε για να ράψω. Schubert άκουγα μόνο στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο και δεν περπατούσα δίπλα σε ελάφια. Δεν άφηνα κανέναν να χαϊδέψει τα πόδια μου για τόσες ώρες. Δεν είχα αθλητικά παπούτσια, ούτε φόρμες. Δεν είχα πράσινο φουστάνι, κι ούτε μία άσπρη τρίχα στα φρύδια μου. Ακολουθούσα την ίδια διαδρομή για την Αγ.Δημητρίου και δεν είχα φάει ποτέ πατάτες il gusto. Έπινα 4 μπουκάλια την εβδομάδα κι έτρωγα μέρα παρά μέρα. Κάπνιζα 40 τσιγάρα και έκανα αντιγραφή-επικόλληση με τον πιο ποντιακό τρόπο. Πριν έρθεις δεν υπήρχαν φλυτζάνια με πιατάκι στο ντουλάπι, κι ούτε είχα εθισμό στο sanctuary. Δεν κυκλοφορούσα ποτέ στη γειτονιά πριν να πέσει η νύχτα και δεν αφαιρούσα ποτέ τα χιλιάδες μεταλλικά πράγματα που κρατούσαν σφιχτά δεμένο το κεφάλι μου. Η ζωή είναι κακάσχημη, και θα συνεχίσει να είναι πάντα και για πάντα. Εμείς μετράμε τα λιγοστά λεφτά μας, υπολογίζουμε τί φτάνει, τί δεν φτάνει, αν μας φτάνουν αν δεν μας φτάνουν, ποτέ δεν μας φτάνουν. Κάποτε λίγο μας έφταναν. Τότε που φόρεσα το καλό μου φουστάνι και το μικροσκοπικό καπελάκι στο κεφάλι και ήρθα να σε πάρω από την 329-339 Putney Bridge Rd, κι άκουγα τις αρλούμπες που έλεγε το ιρλανδέζικο πουστρο-αφεντικό σου κι ήταν μόλις πεντέμιση το απόγευμα και βαθειά νύχτα, και Τρίτη, και 4 Δεκεμβρίου, και το τρένο δικό μας, και το μπαλκόνι του Southbank Center δικό μας, και ο βήχας του κόσμου δε μας τρόμαζε, μόνο μας έσπαγε τα νεύρα, και τα δικά μας και της Mitsuko. Τότε που δεν σε είχα πιάσει ακόμα από τον λαιμό και η φωνή μου δεν είχε χαλάσει, γιατί δεν είχε χρειαστεί να φωνάξω τόσο που να πονέσω. Τότε που είχαμε ραντεβού έξω από το Bartek μετά τη δουλειά σου, και φορούσες εκείνα τα γάντια που ζέσταιναν τα δικά μου δάχτυλα. Που η ομπρέλα σου ήταν πάντα πιο αποτελεσματική από τη δική μου. Πριν έρθεις τίποτα δεν ήταν αποτελεσματικό. Ήρθες και αποτελεσματιάστηκαν όλα γιατί εσύ δεν το βάζεις κάτω σαν εμένα. Εγώ όλο κάτω το έχω βαλμένο, κι εσύ το παίρνεις απο 'κει και το βάζεις πάνω και το κάνεις αποτελεσματικό. Ναι! το κάθε τί. Εγώ μένω να κοιτάω και να μουρμουράω αα κι αυτό το κατάφερε, αα κι αυτό, άα κι αυτό. Κι όσο εσύ καταφέρνεις, εγώ αποτραβιέμαι από κάθε τί ανθρωπινένιο γιατί όπως όλοι ξέρουμε πια, εγώ κι αυτό το είδος έχουμε τελειώσει. Δεν έχω παρτίδες γιατί δεν το αντέχω πια και με κουράζει. Όλα του με κουράζουν, τα εγωλουλάκια, η οίηση κι ο κομπασμός, η ανημποριά κι η κακομοιριά και όλα και όλα. Κι εσύ μένεις να με αντέχεις κι ας κατάντησα αποτραβηγμένη και τρελοπαρμένη. Να με βλέπεις να μιλάω σε δέντρα και πουλιά και γάτες και σκύλους και είναι το φυσικό μου να είμαι εκεί κοντά, κι έχεις αρχίσει να καταλαβαίνεις οτι είναι το φυσικό μου, το απόλυτα φυσικό μου και λες σου πάει η φύση, κι όσες φορές είμαστε ανάμεσα σε δέντρα και δίπλα σε ποτάμια, εσύ λες σου πάει η φύση και ναι πώς να μη μου πάει, η φύση είναι το φυσικό μου. Βρίσκω τους ανθρώπους ανησυχητικά άσχημους και τη φύση ανησυχητικά όμορφη, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που το βάζω κάτω και πριν έρθεις, πάλι τα είχα βάλει όλα κάτω, κι εγώ καθόμουν λίγο πιο πάνω, όχι πολύ, κάτω με είχα βάλει κι εμένα, και κοιτούσα τα κάτω και ξεδιάλεγα, και όλα είχαν το ίδιο χρώμα, και οι άνθρωποι την ίδια ασχήμια. Κι ήρθες και έμαθα κάπως να κοιτάω από λίγο πιο ψηλά, όχι πολύ αλλά σα να είμαι στο 270 για την Putney Βridge, πάντα στο πάνω ντεκ, ή στο 57 Kingston τότε που πηγαίναμε στο St. George's να επισκευάσουμε τους νεφρούς μου κι έπρεπε να κατουρήσω στον πιο ηλίθιο γιουκέη ουροσυλλέκτη, κι εσύ περίμενες έξω υπομονετικά κρατώντας το πανωφόρι μου και το κασκώλ μου και την τσάντα μου και τα γάντια μου, ή όπως τότε που επιστρέφαμε από το Richmond και είμασταν πάλι στο 57 Clapham Park, και πρώτη φορά έβλεπα τόσες ανηφόρες στο Λονδίνο γιατί μέχρι τότε ήξερα μόνο τί γίνεται στο σπίτι μας που δεν είχε καμία ανηφόρα, ε όχι δεν θα αποκαλέσω τον δρόμο για το St. Leonard's ανηφόρα, όχι, όχι, από τα Μετέωρα είμαι, δε γίνεται να το αποκαλέσω ανηφόρα αυτό. Πριν έρθεις εγώ κατάπινα έναν σωρό χάπια. Ήρθες, κι εξακολουθώ να καταπίνω. Κι εκείνο το απόγευμα 4 Δεκεμβρίου είχα καταπιεί προληπτικά, κι ας ήξερα οτι δεν τα χρειάζομαι. Κι όταν η γλυκιά Μitsuko με το γαλάζιο σελοφάν της, άρχισε να παίζει το andantino D 959, όλα τα χάπια που είχα καταπιεί μέχρι τότε, όλα τα ένοιωθα να βγαίνουν από μέσα μου, να ξεκαταπίνονται. Ένα σε κάθε πλήκτρο του πιάνου, κι όταν η γλυκιά Mitsuko με το γαλάζιο σελοφάν πατούσε πολλά πλήκτρα μαζί, τότε τα χάπια που είχα καταπιεί, τα άγχη που είχα καταπιεί, όλα όσα είχα καταπιεί έβγαιναν και χάνονταν από μέσα μου, κι εγώ ήμουν επιτέλους ψηλά και δεν τα είχα βάλει κάτω, γιατί εσύ με είχες βάλει πάνω και πιο πάνω απ' όλα, και ήσουν στ' αριστερά μου και το κασκώλ σου έπεφτε στο πλάι σου κι εγώ σε είδα αλλά εσύ δε με είδες και είπα μέσα μου ααα κι αυτό το κατάφερε. Κι ύστερα φεύγοντας μέσα στη βροχή, βλέπαμε τον βρεγμένο Τάμεση να βρέχεται από την Waterloo Bridge και ήρθε το 59 Telford Avenue και μπήκαμε και ανεβήκαμε στο πάνω ντεκ και είχε μόνο μία θέση, και πάλι μ' έβαλες να κάτσω εκεί πάνω γιατί πάντα με βάζεις πάνω απ' όλα, και αλλάξαμε στη στάση Rush Common, πήραμε το 333 Τooting Broadway και κάτσαμε πάλι στο πάνω ντεκ μαζί, κι ήταν όλα βρεγμένα και θολά και δε βλέπαμε την τύφλα μας, κι εσύ κοιτούσες ευθεία στο θολό τζάμι κι εγώ σκεφτόμουν μα τί κοιτάει και γύρισα και σε είδα και πάλι το κασκώλ σου έπεφτε στο πλάι σου και ξαναγύρισα μπροστά και όλα είχαν ξεθολώσει και απλωνόταν μπροστά μας όλος ο Streatham Highway κι είπα πάλι μέσα μου, ααα κι αυτό το κατάφερε.