B.σ.ΗΗΩτ.ψ

είναι αυτό το όνειρο που βλέπω οτι τα κλειδιά είναι στην πόρτα κι εγώ ξεκλειδώνω να γλιτώσω, και γυρίζω αργά την κλειδαριά κι εκεί που είμαι έτοιμη να ανοίξω βλέπω τα τρία αυτά μεγάλα ζώα να πλησιάζουν. Έχουν χρώμα μαύρο και σκούρο καφέ και είναι τεράστια και καταλαβαίνω πως δεν υπάρχει διαφυγή. Ξυπνάω τρομαγμένη, όχι δε θα γλιτώσω. Δε θα γλιτώσω από τη βία.  Είναι οι πληγές στο κεφάλι. Τα τέρατα στο σχολείο που μου τραβούσαν όλα εκείνα που είχα στερεώσει στο μέρος που κάποτε ήταν μαλλιά, για να μη φαίνονται οι τρύπες. Λουλούδια και κορδέλες και διάφορα μικρά πράγματα καρφιτσωμένα μεθοδικά με αμέτρητα τσιμπιδάκια, πιαστράκια, λαστιχάκια, σε ελάχιστες αδύναμες τόσες δα τριχούλες. Μου έπαιρνε όλο το πρωινό να ασφαλίσω το κεφάλι μου. Εγώ με τα άπειρα μαλλιά μέχρι τον κώλο, εγώ που η γιαγιά μου τα έπλεκε και μου έλεγε πωω παιδί μου τί πλεξούδα χοντρή είναι αυτή σαν κουράδα και γελούσαμε. Εγώ με την πρώην πλεξούδα κουράδα, να πολεμάω να κρύψω τ' άκρυφτα μέσα στην κουραδία του σχολείου. Του μεγαλύτερου βασανιστηρίου. Αστείο, πόσο αστείο. Έτρεχα στις τουαλέτες, προσπαθούσα μέσα στην κατουρλίλα  να τα ξαναστερεώσω. Μάταια. Ήμουν ταραγμένη και τρομαγμένη, ήθελα μόνο να φύγω. Γύριζα σπίτι μα ούτε εκεί τολμούσα να βγάλω τα στολίδια από το κεφάλι. Έτσουζε, είχε πληγές και αίμα, και το πρωί που ξυπνούσα η γκρί μοκέτα πάλι γεμάτη τρίχες. Καθημερινό βασανιστήριο. Αστείο, γελάστε μαλακισμένα, τραβήξτε μου το κεφάλι και γελάστε. Αυτή ήταν η πρώτη βαριά, κανονική, χειρωνακτική, ανερυθρίαστη, ωμή και κουραδένια βία που μου ασκήθηκε. Έξι ολόκληρα χρόνια, από τότε που άρχισε ο τραβηγμός μέχρι που τελείωσα το σιχαμένο σχολείο. Έξι χρόνια δε βαρέθηκαν τα κουράδια να γελάνε με το ματωμένο μου κεφάλι που άδειαζε και άδειαζε και άδειαζε. Δεν αντιδρούσα σχεδόν ποτέ. Όχι άμεσα. Είχα βρεί άλλον τρόπο ν' αντιδρώ. Προστάτευα τους "σανεμένα". Έριχνα ξύλο σε όποιον πείραζε τον Τασούλη, τον Στέργιο. Μία φορά άνοιξα τη μύτη της Τ. Ο διευθυντής φώναξε τον μπαμπά μου και τη μαμά της. Περιέργως η μαμά της ζήτησε συγνώμη. Η Τ. συνέχισε να κοροϊδεύει μέχρι που της συνέβη κάτι τραγικό μετά το σχολείο, κι έπαψε να κοροϊδεύει τα πάντα. Αναρωτιέμαι συχνά αν με σκέφτεται. Δεν μπορεί να μη με σκέφτεται μετά απ' αυτό που έπαθε. Όταν έμαθα τί συνέβη χάρηκα, είπα ναι πάρτα τώρα μωρη καριόλα να δείς πώς είναι να σε δείχνουν, να σε κοροϊδεύουν. Πολύ σύντομα μου πέρασε. Δεν την ήθελα τη βία. Την ασκούσα συστηματικά στον εαυτό μου. Η βία είναι πειρασμός. Η βία είναι σαν τη σοκολάτα στο ντουλάπι. Ξέρεις οτι είναι εκεί και θέλει δύναμη να μην τη φας. Εγώ αντιστέκομαι. Μπορώ να έχω σοκολάτες στο ντουλάπι και να μην τις αγγίζω. Βία και βία και βία. Σαν εκείνης της Παρασκευής. Έτσι στα καλά καθούμενα. Έτσι γιατί πήγαινα στη δουλειά γιατί περίμενα σαν μαλάκας να παρκάρω, γιατί ο ψηλός με το βαρύ χέρι και ρολόι ήθελε να μου αστράψει μία, έτσι ήθελε να μου κοκκινήσει το ζυγωματικό γιατί έτσι, γιατί μπορούσε, γιατί δεν αντιστέκεται στις σοκολάτες, έτσι όπως δεν αντιστέκονται κι άλλοι κι άλλες. Κανονική σφαλιαρομπουνιά κι εγώ να τρέμω στη δουλειά κι όσοι μ' αγαπάνε να τρέχουν να μου βάλουν πάγο να τρέχουν να τον βρουν να του γαμήσουν οτι έχει και δεν έχει, κι εγώ πάλι σοκαρισμένη και τρανταγμένη να προσπαθώ να στρίψω ένα τσιγάρο με τα κομπρεσερίστικα χέρια μου. Το άναψα και σκεφτόμουν ξανά κάθε βία που έχω υποστεί. Κάθε φορά, κάθε καινούργια προστίθεται στην παλιά, έτσι πάνε οι βίες. Η μία πάνω στην άλλη και κάθε φορά έχω λιγότερη αντοχή και περισσότερο φόβο. Εκεί μέσα στο ψοφόκρυο, με τους ώμους έξω καπνίζοντας σκεφτόμουν όλες τις βίες που ξέρω. Πόσες άπειρες μορφές, σαν τις γεύσεις της σοκολάτας κάπως, ο καθένας έχει την προτίμησή του μα όλοι τις αγαπούν. Εγώ ως γνωστόν δεν είμαι και μεγάλη θαυμάστρια γι' αυτό με λες εξωγήινη. Η βία στο σχολείο, η βία στη δουλειά η βία αυτής που εδώ και δέκα χρόνια αποφάσισε πως δεν έχει με τί άλλο ν' ασχοληθεί. Κι εγώ τόσο έμπειρη πια να μπορώ να την αναγνωρίζω παντού. Έτσι όπως πριν λίγο καιρό που χάζευα κι έπεσε το μάτι μου σε μια πλάτη με κάτι γράμματα. Και αυτή η πλάτη κάτι μου θύμισε, αυτή η πλάτη είναι της Α, μα η πλάτη που αντίκρυσα δεν ανήκε στην Α. Και τότε έτσι μέσα στο κεφάλι μου ξετυλίχτηκε ένα ολόκληρο κουβάρι, ναι η Α. ήταν θύμα βίας και ναι την έψαξα και τη βρήκα και της είπα πρόσεχε Α.κι η Α τρόμαξε όπως τρομάζω κι εγώ και επιβεβαίωσε τη βεβαιότητά μου για τη βία που έβλεπα να της ασκείται. Ναι μια πλάτη που της έχει φορτωθεί στην πλάτη μια δεκαετία τώρα. Εγώ και η Α. έχουμε μια ολόιδια βίαιη ιστορία. Από εκείνες της βίες που δε φαίνονται. Όχι μπουνιά στη μέση του δρόμου. Δεν αφήνει σημάδια στα ζυγωματικά, ούτε αίματα στο κεφάλι. Είναι συνεχόμενη, μεθοδευμένη, επικίνδυνη βία, μια συνεχόμενη σαπίλα που δε σταματάει, φτααααάνει, πόση σοκολάτα θα φάτε, δε λιγωθήκατε; Κάθε βδομάδα ψυχοθεραπεύομαι δωρεάν στη δημοτική ψυχοθεραπεία για φτωχάτζες, Είμαι μια φτωχάτζα που πρέπει να ψυχοθεραπευθεί επειδή οι "βιαστές" δεν κάνουν τον κόπο. Κάθε βδομάδα τρία χιλιόμετρα με τα πόδια, κάθε βδομάδα φοβισμένη και ζουινσανιάρα κατηφορίζω και φτάνω πάντα και σαραντατέσσερα κι έχω 16 ολόκληρα λεπτά να καπνίσω πριν μπω μέσα αλλά πριν τελειώσουν τα έξι έχω ήδη καπνίσει. Περίμενα όλο το καλοκαίρι να έρθουν εκείνες οι πέντε μέρες της μεταμόρφωσης σε αμφίβιο. Είχα μαζί μου μόνο σαγιονάρες και θαλασσόρουχα και τελικά χρειάστηκα ζακέτες και ομπρέλες και τέλειωσαν όλα τα ρούχα και τα μαγιό άθικτα. Καλά που πήρα εννιά βρακιά για πέντε μέρες γιατί πάντα έχω άγχος με τα βρακιά και πάντα παίρνω πολλά παραπάνω γιατί έτσι ποιός ξέρει αλλά δεν είχε σημασία αυτή τη φορά αα και δε λούστηκα κι έμεινα με αλμυρά μαλλιά όλες τις μέρες, και πάλι δεν πειράζει. Και δεν πείράζει που δεν έπαιξα το αγαπημένο μου παιχνίδι που λέγεται "θασεσώσω", θα το παίξω αλλού εκεί στα καμμένα, χελώνα θα σε σώσω, λαγέ θα σε σώσω, αλεπού θα σε σώσω, δεντράκια θα σας σώσω, δε σώζεται τίποτα κι εγώ επιμένω να σώσω τ' ασωστα. Πάντα έτσι θα κάνω αυτό ας το αποφασίσουμε να το ξέρουμε σε κάθε εβδομαδιαίο κατηφόρισμα ναι; Σεπτεμβρίασε κι εγώ ακόμα θάλασσα και θάλασσα και μαλλιά θάλασσας και μαυροτσουκαλίδου μέχρι το επόμενο καλοκαίρι να πρέπει να φοράω το ίδιο μαγιό να πατήσουν τα κορδόνια στα παλιά άσπρα σημάδια, ναι έχω 365 μέρες τον χρόνο σημάδια από το μαγιό, έχω 365 μέρες άσπρο κώλο και βυζιά, έχω 365 μέρες τον χρόνο κάθε χρόνο σημάδια από τη βία, αυτά όλα τα παίρνω μαζί μου κάθε που κατηφορίζω να θεραπευτώ, ναι δωρεάν είπαμε. Πρόβες και δουλειά και τσουπ αναπάντεχα  live από 'δω κι απο 'κεί. Να μαζεύονται λεφτά να στειρωθεί ο Τζότζο, μετά ο Μίξας, μετά ποιός ξέρει αφού και στο σπίτι το αγαπημένο μου παιχνίδι είναι πάλι το "θασεσώσω" που όταν το παίζεις πολύ καιρό χωρίς αποτέλεσμα μετά αναγκάζεσαι να παίξεις το άλλο που λέγεται " θασεγαμήσω", αλλά σ' αυτό δεν κερδίζω γιατί δεν μπορώ να γίνω βιάστρια. 12 Σεπτέμβρη ακούω Ταρτίνι μαζί με το κλάμα της Αλούφ. Είναι η πρώτη φορά που γράφω χωρίς τη Μερσούλα. Νόμιζα δε θα μπορέσω να ξαναγράψω χωρίς τη Μερσούλα αλλά έτσι νόμιζα κι όταν έχασα τη Ζαΐρα. Κατάφερα να ζήσω χωρίς τον Λούη, χωρίς τη Ζαΐρα και τώρα χωρίς τη Μερσούλα. Ο πόνος δε σταματάει ποτέ. Δεν κατάφερα να σώσω τα πιο αγαπημένα μου πλάσματα, εκεί μέσα στα καμμένα είπα όλο αυτό το ρημαγμένο τοπίο είναι ολόιδιο με το μέσα μου. Κατάμαυρο καμμένο ασφυκτικό, μια απελπισία παντού αλλά ο κατηφορισμός κάθε βδομάδα δε μ' αφήνει να το βάλω κάτω, και νααα κάτι μεγάλες βόλτες, κάτι φθινοπωρινά κολύμπια μέσα στα κύματα, κάτι κομμάτια πίτσα με 987509845094 κιλα πιπεριές μέσα στην απελπιστική πείνα, κάτι πρρρρρ του Μίξα, κάτι χάδια στα μπούτια μου, λίγος Ταρτίνι το μεσημέρι, σαν μικρά και μεγάλα πουλιά που επιστρέφουν στην καμμένη Δαδιά να φάνε.

 

 

 

56728

    Τουρτουρίζω. Τα χέρια άρχισαν πάλι να μην κρατάνε. Αν μ' έβλεπες με τους κουβάδες το πρωί θα με μάλωνες. Τί κάνεις ρε Λίνα είπαμε όχι βάρος. Ναι αλλά όλα τα νερά είναι παγωμένα τί θα πιούν τα γατάκια στους δρόμους; Ξύπνησα μέσα στην αγωνία. Σ' έψαχνα. Δεν ήσουν εδώ. Άνοιξα τα παντζούρια το πρωί με το μουδιασμένο δεξί χέρι, χρρ χρρ χρρ, έτρεξαν όλες μαζί στο παράθυρο, βγήκα έξω ακατούρητη μόνο με μια ζακέτα, αν μ' έβλεπες θα με μάλωνες, τί κάνεις ρε Λίνα είπαμε να ντύνεσαι. Ναι αλλά με περιμένουν να φάνε. Έσπασα τον πάγο από το νερό τους, έτσουξε το χέρι μου, κοκκίνησε, μπήκα μέσα ξεπαγιασμένη, η Μερσούλα περίμενε να της ετοιμάσω το φαγητό, της έβαλα να φάει και ήσυχη πήγα για κατούρημα. Την άκουγα να τρώει όσο κατουράω ή με άκουγε να κατουράω όσο έτρωγε δεν έχει σημασία. Aυτό κάνουμε κάθε πρωί, κ αυτό κάναμε και σήμερα κι όλα έμοιαζαν ωραία και ήρεμα  ώσπου το αριστερό χέρι έκανε τη μαλακία του και πάει το βάζο με τη ζάχαρη και πάρε κλάματα πάλι. Ξέρω οτι δεν κλαίω για τη ζάχαρη μα δεν έχει πια σημασία. Σημασία έχει που όλα είναι στο όριο μέσα μου και με την παραμικρή αφορμή  ξεσπούν. Αναπολώ τον καιρό που είχα στεγνωτίτιδα κι ακλαψία, όχι δεν ξέρω αν τον αναπολώ γιατί είχα και ανοιωθία, δε γαμιέται ας κλαίω, τώρα που έμαθα να φυσάω και τη μύτη μου ας κλαίω, χαλάλι. Μάζεψα τη ζάχαρη από τον πάγκο κι η Μερσούλα τελείωσε το φαγητό της κι ήταν ήδη στη φλοκάτη και περίμενε. Ξεμουδιάζω τα χέρια μου στην ανάσκελη κοιλιά της κάθε πρωί κι εκείνη κάνει  prrrrrrr και κάπως αυτή η δόνηση ξέρω οτι μου τα γιατρεύει. Θυμάσαι  που κι εσύ λίγο παραπονέθηκες για τα χέρια σου; σε σκέφτομαι να τα ξεμουδιάζεις στην κοιλιά μου κάθε πρωί, δεν υπόσχομαι οτι θα απαντήσω με τα υπέροχα  prrrrr της Μερσούλας αλλά το μονίμως νηστικό μου στομάχι κάτι θα κάνει. Συνέχισα να ετοιμάζω τον καφέ μου σα να μη συνέβη τίποτα, κάπως πιο ήρεμη και πιο σίγουρη κάθισα με τον  Malher στο forever repeat και θυμήθηκα τις εποχές που τα χέρια μου έκαναν θαύματα.      
    Τότε που τα έπλενα πιο συχνά από ποτέ, εκεί στο υπόγειο που πέρασα δέκα χρόνια να ξεσκονίζω και να μετράω βίδες. Βίδες όλων των ειδών και όλες τις λασκαρισμένες του μπαμπά. Εκείνος στην καρέκλα με τα ροδάκια, εγώ στην από αριστερά με το τρίγωνο γυάλινο τασάκι μπροστά μου. Με το κασετόφωνο αυτοκινήτου στερεωμένο με τσέρκι κάτω απο το ράφι να παίζει πότε Τα Π της αγάπης ( όταν κέρδιζα) πότε Λαϊκοί Βάρδοι ( όταν κέρδιζε). Εκεί ανάμεσα στο τρίτο και το δεύτερο 92.0 κι 90.0. Εκείνος να παίζει Κυψέλες, εγώ με βιβλία, μία να μιλάμε μία να μη μιλάμε. Με τη σόμπα αλογόννου να γυρνάει , να καίει το αριστερό μπούτι του μπαμπά, κί ύστερα να ξαναγυρνάει από την άλλη, να καίει το δεξί δικό μου, που όποτε έφτανε στο τέρμα κι έπρεπε να αλλάξει κατεύθυνση έκανε εκείνο το τρίξιμο το γλυκό πάνω στο κασόνι που ήταν πάνω στον μουσαμά που είχαμε αλλάξει τρείς φορές, που ήταν πάνω στην ξύλινη μικρή εξέδρα, που ήταν πίσω από τον γκρι καυσαερί πάγκο. Εκεί στο υπόγειο που ήταν πιο μπουτίκ απο μπουτίκ. Όλα ψυχαναγκαστικά τοποθετημένα. Όλα σε σειρά, τέλεια σειρά εκεί ευτυχισμένοι κι οι δυό μέσα στην αρρωστουλίτσα μας. Καθισμένοι με τα κόκκινα και μπλε και πράσινα κουτιά μπροστά μας. Όταν καθόμουν σταυροπόδι στερεωνόμουν πάνω στο κόκιννο κουτί ρακόρ 18άρι, κι αν καμιά φορά το έσπρωχνα λίγο προς τα μέσα το διόρθωνα αμέσως να ευθυγραμμιστεί με τα υπόλοιπα. Πίσω μας τα μπλε κουτιά με τις γωνίες και τις μούφες. Λίγο πιο πάνω τα τρυπάνια και δίπλα τα κατσαβίδια. Αριστερά μου ο πύργος με τα τεράστια τρυπάνια, δεξιά μου το αλφάδι  laser. Όλα με ταμπελάκια καθαρογραμμένα, με μυστικά σύμβολα που ξέραμε μόνο εγώ κι ο μπαμπάς για να θυμόμαστε πότε τα αγοράσαμε. Η ταμειακή πάνω στον γκρί καυσαερί πάγκο με ένα μεγάλο αυτοκόλλητο. Τ.Κ: 56728. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έπρεπε να έχουμε τον Τ.Κ σε αυτοκόλλητο πάνω στην ταμειακή, αλλά δε ρώτησα. 
    Μερικές φορές είχαμε την τέλεια ησυχία μέσα στο μαγαζί. Μιλούσαμε λίγο με τον μπαμπά, δε χρειαζόταν να λέμε πολλά. Κι άν άνοιγε η πόρτα να μπεί πελάτης κάπως σα να μας χαλούσε την ησυχία, σα να μη θέλαμε πελάτες. Σηκωνόμασταν ανόρεχτοι κάπως, εξυπηρετούσαμε κι όταν ο πελάτης έφευγε ξαναπιάναμε τις θέσεις μας έτσι ήσυχοι πάλι. Καμιά φορά άνοιγε η πόρτα για να έρθουν εμπορεύματα. Θα μπορούσαμε να είμαστε πιο ήσυχοι καθώς θα τα τακτοποιούσαμε όποτε θέλαμε εμείς, αλλά εμείς δεν είμαστε έτσι φτιαγμένοι. Ψυχαναγκαστικοί και οι δύο έπρεπε να τα τακτοποιήσουμε την ίδια στιγμή. Εγώ η καλυτεροτερότερη όλων, τα έβαζα όλα στην υπερσωστή τους θέση,  καρτελάκια μπροστά, ευθυγραμμσμένα ευλαβικά, αλφαδιασμένα όλα. Το καλύτερο laser εγώ. Τα τακτοποιουσαμε όλα κι ύστερα πάλι ήσυχοι στις θέσεις μας. Τί υπέροχη τάξη ενώ το χάος έβραζε μέσα μας. Μερικές φορές ανοίγαμε κουβέντες. Τα γνωστά, τα του σπιτιού ή άλλα άγνωστα του κόσμου, μα πάλι επιστρέφαμε στην ηρεμία μας. Το χειρότερο όταν άνοιγε η πόρτα να μπεί κανένας χασομέρης γείτονας που ήθελε παρέα. Κοιταζόμασταν με τον μπαμπά, τα μάτια μας έκαναν πφφφ. Μια ο κυρ Αργύρης, την άλλη ο κυρ Σάββας συνταξιούχοι όλοι, προίκα του πρώην ιδιοκτήτη κυρ Χρήστου. Ο μπαμπάς τους λυπόταν, τους κάναμε παρέα τους κυρ-ηδες. Εγώ παραχωρούσα την καρέκλα μου να κάτσει ο εκάστοτε κυρ και πήγαινα προς τα μέσα να μαστορέψω ή να καθαρίσω πάλι. Ξανατακτοποιούσα τα τακτοποιημένα όσο άκουγα κυρ-ιστορίες ή ανυπόφορες κλισέ κουβένετες επικαιρότητας.  Έτσι περνούσαν τα απογεύματά μας. Πέντε με οχτώμιση Δευτέρα με Παρασκευή. Σχεδόν καθημερινά μας περίμενε έξω από το μαγαζί ο Λάκης ο γιός του κυρ Χρήστου, προίκα κι αυτός. Σχιζοφρενής που μιλούσε μόνος του με μια κυρία που ποτέ δε μάθαμε ποιά ήταν ή με την παναγία. Όταν ερχόταν ο Λάκης βάζαμε μία ακόμα λίγο κρυμμένη σπαστή καρέκλα για να κάθεται ( μετά την ξανακρύβαμε για να μην κάθονται οι χασομέρηδες κυρ) μερικές φορές μοιραζόμασταν το ίδιο τρίγωνο γυάλινο τασάκι, άλλες πάλι ο Λάκης είχε το δικό του. Συστηνόταν Σοφοκλής, ήταν γύρω στα πενήντα, μικροκαμωμένος με μια μεγάλη μύτη και πανέξυπνα σχιζοφρενικά μάτια, τόσο γλυκά μάτια, είχε άπειρη αγάπη μέσα του ο Λάκης για μας. Τον Λάκη δεν τον λυπόμασταν, τον αγαπούσαμε και νευριαζόμασταν με όσους τον  κοίταζαν με λύπηση. Καθόταν εκεί και δε μας χάλασε ποτέ την ησυχία μας. Μερικές φορές τραγουδούσε δυνατά, -αγααααάπη μου επικίνδυνη, μερικές μόνο μουρμουρομιλούσε, κι ένα απόγευμα αξέχαστο, τον ακούσαμε να λέει, -μήπως φταίει  παναγία μου που δε γαμάω; ωωωχ συγνώμη κυρία ήθελα να πω. Γελάσαμε με τον μπαμπά κι ακόμα γελάμε και γέλασε κι ο Λάκης κι είμασταν κάπως τρείς ευτυχισμένοι άρρωστοι που συμπληρωνόμασταν τέλεια και δε θέλαμε τίποτα. Ούτε πελάτες, ούτε χασομέρηδες. 
    Δευτέρα με Παρασκευή πέντε με οχτώμιση, ώσπου είπαμε με τον μπαμπά να μοιράσουμε τις βάρδιες. Εκείνος το πρωί, εγώ πέντε με οχτώμιση. Κι έφτανα πάντα πέντε και ένα πέντε και δύο κι ο Λάκης πάντα απ' έξω. Ξεκλείδωνα κι έμπαινε πρώτος και κατέβαινε τα τρία σκαλιά και ξεκινούσε να μιλάει - τί κάνεις Λινούλα, ο μπαμπάς, η μαμά, η Σ, ο Η, ο Σ, οι θείοι σου, τα ξαδέρφια σου, κι εγώ απαντούσα -όλοι καλά έιναι Λάκη μου. Κι όταν χώρισα με τον Σ, ο Λάκης έλεγε - τί κάνεις Λινούλα, ο μπαμπάς, η μαμά, η Σ, ο Η, οοοο... ( και κόμπιαζε λίγο), οι θείοι σου, τα ξαδέρφια σου, κι εγώ απαντούσα -όλοι καλά έιναι Λάκη μου. Λίγο καιρό μόνο του πήρε να συνηθίσει πως Σ δεν υπάρχει πια και τον αφαίρεσε από τη λίστα. Καθόταν στην αριστερή θέση κι εγώ σ' αυτήν με τα ροδάκια και τώρα το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο τρίτο και μόνο τα Π της Αγάπης, και ξεκινούσα το διάβασμα, κι η σόμπα έκανε τον θόρυβό της, κι ο Λάκης έφευγε νωρίς κι έμενα μόνη και πατούσα το κουμπί της σόμπας να καίει μόνο εμένα πια,  μα μόνο από τ' αριστερά. Κι άνοιγε η πόρτα κι έμπαινε πελάτης και έψαχνε τον μπαμπά  κι έλεγα ο μπαμπάς έρχεται μόνο το πρωί κι ο πελάτης έφευγε λέγοντας καλά θα 'ρθω το πρωί. Κι ερχόταν το πρωί κι έλεγε στον μπαμπά -ήρθα χτες κι ήταν η κόρη σου, κι ο μπαμπάς απαντούσε -η κόρη μου ξέρει όσα κι εγώ, άλλη φορά να τη ρωτάς. Κι ερχόταν πάλι και δειλά ζητούσε αυτό που ήθελε κι εγώ έτρεχα και τσουπ οτι ήθελε ο κάθε πελάτης κι έμενε λίγο άφωνος ο κάθε πελάτης, όντως τα ήξερα κι ο κάθε πελάτης ήταν χαρούμενος, και πάντα υπήρχαν εκείνοι που έφευγαν γιατί ήθελαν να έρθουν το πρωί. 
     Σάββατο το πρωί όλα άλλαζαν γιατί δουλεύαμε πάλι μαζί με τον μπαμπά μα δεν ήταν ήσυχα. Τρέχαμε σαν παλαβιάρηδες μέσα στους διαδρόμους, τον περίμενα να φύγει από τον μεσαίο διάδρομο που έψαχνε γυαλόχαρτα, για να μπω εγώ να δώσω στριφώνια, με περίμενε να βγάλω τα πλαστικά από τον αναδευτήρα για να βάλει τα υδροχρώματα, βζουν βζουν σαν μουρλέγκοι, κι είχαμε κάτι μικρά διαλείμματα κάπου κάπου, εγώ αμέσως τασάκι, εκείνος δε θυμάμαι κι ερχόταν και κανας πελάτης να με παινέψει,- ναι ήρθα η κόρη σου μου το έδωσε, ναι ήξερε, κι ο μπαμπάς περήφανος φουσκωνιάρης -ε σου το είπα κυρ τέτοιε, -ναι κυρ τέτοιε μ' έχει ξεπεράσει η Λινούλα, κι ερχόταν πάλι η Δευτέρα κι εγώ η καλυτεροτερότερη πάλι, εμπαιναν κι έβγαιναν οι κυρ, έφευγαν όλοι ευχαριστημένοι, κι εγώ τους ψάρωνα, ναι αν θέλεις καλό στυλιάρι να πάρεις πουρνάρι,  και μερικές φορές έμπαιναν και κρατούσαν κάτι στα χέρια, κι ήξερα τί θέλουν, κι έμπαιναν υδραυλικοί, οικοδόμοι, εργολάβοι, κυρ, όλοι έμπαιναν και μια φορά μπήκε εκείνος ο αχώνευτος που ερχόταν μόνο πρωί αλλά δεν είχε άλλη επιλογη γιατί είχε πάθει ζημιά. Κρατούσε ένα λευκό κομμάτι τουμπόραμα 18άρι, μου λέει θέλω ρακόρ 15άρια κι ένα ίδιο τέτοιο κομμάτι ενενήντα πόντους, πριν καν πλησιάσει του λέω αυτό είναι 18άρι, όχι μου λέει, βγάζω ένα 15άρι να το φορέσω στη μαλακία που κρατούσε βλέπει δεν ταιριάζει, βγάζω κι ένα 18άρι τσουπ γαντάκι, το βουλώνει ο αχώνευτος, -ε μπερδεύτηκα μου λέει, -δεν πειράζει λέω εγώ,  (δεν μπερδεύτηκες έχεις κοντή ψωλή), -κόψε κι ένα κομμάτι ενενήντα πόντους, -είναι αριθμημένο το τουμπόραμα κυρ μαλάκα, θα κόψω ένα μέτρο και μετά αν θέλεις θα σου αφαιρέσω δέκα πόντους, πάλι δυσπιστία ο κυρ μαλάκας, -για τον ηλιακό το θέλω, -μαύρο θα πάρεις τότε κυρ μαλάκα μου, το μαύρο είναι για υψηλές θερμοκρασίες είναι ελάχιστα πιο ακριβό, πάλι δυσπιστία ο κυρ μαλάκας αλλά δεν έχει άλλη επιλογη, τα πληρώνει ανόρεχτα, μου πετάει τα λεφτά με αγένεια, του δίνω πίσω ρέστα και απόδειξη με ευγένεια, φεύγει κι έρχεται το Σάββατο και λέει την ιστορία στον μπαμπά, κι εγώ είμαι πίσω και κάνει υποτιθέμενες ερωτήσεις, κι ο μπαμπάς του επιβεβαιώνει οτι το τουμπόραμα είναι αριθμημένο και πως το μαύρο ειναι αγια υψηλες θερμοκρασίες και το βουλώνει κι εγώ χαίρομαι πίσω στον διάδρομο, πάρτα κυρ μαλάκα, πάρτα κυρ αρχίδι, πάρτα κυρ δύσπιστε, κι έτσι κάθε Σάββατο όλοι οι κυρ μαλάκες, κυρ αρχίδια, κυρ αντρίλες, κυρ σκατένοι, κυρ κοντοψώληδες, κυρ ηγυναικαστηνκουζίνα, κυρ σαςγαμωτοναντρισμό, κυρ πηγαινεναπλύνειςκαναπιατο, έφευγαν με βουλωμένα στόματα ώσπου κάποιοι μεταμορφώθηκαν με τα χρόνια, κι έγινα το κοριτσάκι τους, το καμάρι τους, -τί κάνει το κορίτσι μας το καλό και μου πιαναν και την κουβέντα κι αν τύχαινε να μπει κανας καινούργιος δύσπιστος ήταν οι πρώτοι υπερασπιστές μου, κάτσε κάτσε εδώ το κορίτσι μας τα ξέρει όλα, κι έλεγαν λέξεις παλιές, με έλεγαν, τσακάλι, ξεφτέρι, σπίρτο, καπάτσα κι όλο πάλι από την αρχή, κι ύστερα έμπαιναν οι προμηθευτές και ξενέρωναν κι αυτοί γιατί νόμιζαν οτι πρέπει να κουβαλήσουν τα δεκαπεντάκιλα και τα εικοσάκιλα και τα τσιμέντα και τους στόκους και τα σακιά κι ύστερα ηρέμησαν κι αυτοί όταν μ' έβλεπαν να σηκώνω ένα δεκαπεντάκιλο τσιμεντόχρωμα σε κάθε χέρι, τα άφηναν στην πόρτα κι έφευγαν, κι εγώ τα έκανα όλα μ' αυτά τα χέρια που ήταν δυνατά και σήκωναν τα πάντα κι η μέση μου δεν πόνεσε ούτε μια φορά ούτε ποτέ θα πονέσει, κι η πλάτη μου δεν πόνεσε ούτε μία φορά ούτε θα πονέσει, κι ήμουν δυνατό κορίτσι με δυνατά χέρια  και μπλε ποδιά γεμάτη χρώματα και την έβγαζα Δευτέρα με Παρασκευή οχτώ και εικοσιπέντε και πήγαινα σπίτι κι έτριβα τα χέρια να φύγουν τα χρώματα και ντυνόμουν κορίτσι και πήγαινα να τραγουδήσω και φορούσα δώδεκα πόντους να κάνω το 1.65, 1.77 και το βράδυ επέστρεφα κατάκοπη κι έβγαζα τα κοριτσίστικα και την άλλη μέρα πάλι ποδιά κι ο μπαμπάς καμάρωνε κάθε Σάββατο μέχρι που ήρθε ο κυρ λιγούρης να με κουτουπώσει εκεί δίπλα στους δίσκους κοπής Dronco, κι εγώ τραβήχτηκα πίσω κι άκουσε ο μπαμπάς να λέω- τι κάνεις ρε μαλάκα και θυμήθηκα οτι αυτός ήταν ο ίδιος μαλάκας που πριν έναν χρόνο την ώρα που έπαιρνα τσιγάρα από το περίπτερο ήρθε πίσω μου να μου ψιθυρίσει τι ωραία κωλάρα έχω κι είχα γυρίσει στο μαγαζί σιχτιρίζοντας, και αυτός ήταν τον θυμήθηκα, -η κόρη σου είναι ανώμαλη είπε ο ποντικομούρης κι έτρεξα να συγκρατήσω τον μπαμπά μην του κόψει κανα αρχίδι με τον Dronco  που κόβαμε τα μπουριά, έφυγε ο κυρ σαλιοσκουπίδης κι ο μπαμπάς σε υστερία, εκεί που πριν ήμουν το σουπερ κορίτσι του, το καμάρι το ξεφτέρι, το τσακάλι, το δυνατο κορίτσι που τα ξέρει όλα, -όλα τα ξέρει η Λινούλα, καλύτερα απο μένα η Λινούλα, δε μασάει τίποτα η Λινούλα, έγινε ξαφνικά ανήμπορη παρθένα η Λινούλα, ντάξει μπαμπά δεν μου τον ακούμπησε, χαλάρωσε τον έχω, τους έχω τέτοιους μαλάκες μπαμπά, τους ξέρω μπαμπά, μετά θα πάω να τραγουδήσω και θα έχει κι άλλους τέτοιους μπαμπά μη φοβάσαι είμαι δυνατό κορίτσι, κόβω κι εγώ αρχίδια μπαμπά και χωρίς Dronco, έχω άλλον τρόπο να κόβω εγώ μπαμπά σαν τότε που ερχόταν ο υδραυλικός κι όλο έδειχνε τόσο θέλω είκοσι πόντους σωλήνα κι έλεγα αυτό που δείχνεις είναι δώδεκα, κι έλεγε έελα που το ξέρεις κι άνοιγα το μέτρο κι ήταν όσο έλεγα και σοκ κάθε φορά και μια φορά ήθελε τριάντα πόντους και έκοψα κατευθείαν ε πού το ξέρεις μου λέει, -τόσο τον έχει ο γκόμενός μου, ναι υπάρχουν πολλοί τρόποι να κόβεις αρχίδια μπαμπά, ήρέμησε λίγο ο μπαμπάς γύρισε στις Κυψέλες του, εγώ στο τασάκι μου, η σόμπα έτριζε, η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Λάκης, -γειά σου Παύλο γειά σου Λινούλα, τί κάνει η Λ.η Σ. ο Η οι θείοι, τα ξαδέρφια, τ'αδέρφια τ' ανήψια; όλα ήταν πάλι ήρεμα, ο Λάκης είχε προσαρμόσει την ερώτηση, δε μπεδευόταν πια, εμείς απαντήσαμε όλοι καλά Λάκη αλλά τα χειλάκια του μπαμπά  ήταν σφιγμένα, από μέσα του έκοβε τ' αρχίδια του κυρ σίχαμα, εγώ δε θυμάμαι. Αν κλείσω τώρα τα μάτια θυμάμαι μόνο τα δυνατά μου χέρια, τα θέλω πίσω.
     Αν έρθεις μια μέρα να με πάρεις με ένα αυτοκινητόσπιτο να μου πείς έλα πάμε να διασχίσουμε τον  Kolyma highway, τα χέρια μου θα ξαναγίνουν δυνατά σαν τότε στο υπόγειο, θα ξεχιονίζω το αυτοκινητόσπιτο, θα ξεθολώνω τα τζάμια, θα σπάω πάγο, θα κουβαλάω δεκαπεντάκιλα τσάι, θα ζυμώσω έναν σκασκό κουλουράκια κανέλας, θα τρίψω έξι κιλά καρότα για να φτιάξω κέικ, και θα στρίβω τσιγάρα χωρίς διαλείμματα. Θα είμαι ήσυχη όπως τότε στο υπόγειο. Θα ακούμε οτι μπορούμε. Μόνο με το κατούρημα δεν έχω βρεί λύση ακόμα αλλά θα βρω.

Justice


 Eίδα στον ύπνο μου κόκκινα σκυλιά να με ξεσκίζουν. Θυμάσαι εκείνο το όνειρο με τον παππού να πετάει πεθαμένα ζώα δεξιά κι αριστερά; Τότε που έβλεπα κόκκινα ζώα να πετάνε σαν πουλιά; Ναι πάλι είδα κόκκινα ζώα αλλά τώρα με έκαναν κομμάτια και είδα και την πιο ωραία πράσινη κουβέρτα στο σπίτι που δεν κατάφερα να νοικιάσω τελικά, αλλά ξάπλωσα πάνω της και μετά η μαμά αρρώστησε γιατί η πράσινη κουβέρτα είχε μια κατσαρίδα που ήταν μολυσμένη. Ναι στον ύπνο μου βλέπω πράσινες κουβέρτες κόκκινα ζώα και κατσαρίδες. Με ρωτούσες την ώρα που προσπαθούσα να κάνω δύο ίδιες γραμμές στα μάτια μου πώς λέγεται αυτός που αηδιάζει με όλους. Σου απάντησα κανονικός και σε άκουγα να γελάς από την κουζίνα, και λίγο νομίζω γέλασα κι εγώ και μου'φυγε η γραμμή στο αριστερό μάτι. Το Σάββατο θα βάψω τις άσπρες τρίχες μαύρες, και θα ΄ρθω μετά να κοκκορεύομαι πως είμαι μαυρομάλλα. Καθάρισα τις γαρίδες πολύ προσεκτικά και αφαίρεσα όλα τα έντερα κι από κάτω κι από πάνω και κράτησα τα κεφάλια και τα πέταξα στο τηγάνι και τα είδα να γίνονται κόκκινα κι αυτά, κι ύστερα τα 'βαλα σ' εκείνο το παλιοτάπερ και βγήκα έξω με τα μουρλά μαλλιά έτσι πάνω πιασμένα όπως-όπως κι έσκυβα στη γωνία και φώναζα τις γάτες και ήρθαν και τους μιλούσα κι ήμουν σχεδόν ξυπόλητη αλλά δεν είχε πια ζέστη και ήμουν και σαν ημίγυμνη λίγο και πέρασε το κοριτσάκι με τη μαμά του και είδε μια μουρλέγκω με μουρλά μαλλιά να μιλάει με μουρλή φωνή και να λέει μουρλά λόγια και με κοίταξε με τρόμο, όπως κοιτούσα εγώ εκείνη την κυρία με το σπίτι με τις γυαλιστερές πέτρες που φορούσε εκείνο το κόκκινο κραγιόν και τα μάγουλά της ήταν κι εκείνα κόκκινα και τα μαλλιά της κατάμαυρα ψεύτικα κατάμαυρα σαν τα δικά μου που από μέσα είναι κάτασπρα. Η πρεσβυωπία μου έχει ξεκωλιάσει τα πάντα. Είμαι θεότυφλη πια και πώς να βάψω τα μάτια μου; γερνάω θεόμουρλα και πρέπει όλοι να με προσέχετε μη βγω έξω με κανένα κόκκινο μάγουλο και κανένα στραβό μάτι και καλύτερα να μη βάφομαι. Βάφομαι μόνο στη δουλειά και βάζω τα γυαλιά και βλέπω και μετά τα βγάζω και ξαναβάφω και μετά τα ξαναβάζω και βλέπω τα αίσχη που έκανα στα μάτια μου αλλά τα μάτια μου είναι αίσχη από τα αίσχη που βλέπουν όπως το αίσχος στομάχι από τις αηδίες που αηδιάζουν ε ναι κανονικός πώς θέλεις να ονομάζεται.  Δεκατέσσερις Νοεμβρίου το καλοριφέρ έκανε γκρρρρρ επιτέλους γιατί είχανε παγώσει όλα και η συμφωνία ήταν να ανάψει όταν πέσει άλλο μισό βαθμό η θερμοκρασία κι εγώ περνούσα μπροστά από τον θερμοστάτη και κοιτούσα κι εκείνο το κόμμαπέντε μου την έδινε στα νεύρα κι ένοιωθα σαν τα παιδάκια στο Novosibirsk που στον δρόμο για το σχολείο κοιτούσαν τα θερμόμετρα και παρακαλούσαν το μείον σαρανταεννιά κόμμαπέντε να γίνει μείον πενήντα για να κλείσει το σχολείο κι όσο μου έλεγε η Νίνα  την αγωνία της αυτή, ένοιωθα ακριβώς το ίδιο και πέρασα σήμερα από το χωλ και είδα πάλι το κόμμαπέντε κι έτσι μου ερχόταν να πάρω την ξεκοιλιασμένη βεντάλια να φυσάω τον θερμοστάση να φύγει το κόμμαπέντε για να κάνει γκρρρ το καλοριφέρ και ναι έγινε το μικρό θαύμα επιτέλους και τώρα μπορώ και γράφω γιατί τα δάχτυλα δεν είναι παγωμένα, μόνο κατεστραμμένα. Τσάμπα τόση ταλαιπωρία, τόσο Παπαγεωργίου, άχρηστα τα χέρια, τσάμπα ο πόνος, τσάμπα η εκπαίδευση να μάθω να σκουπίζομαι με το αριστερό χέρι, τσάμπα τόσες γάζες και άντε να τελειώσω το δεύτερο τερλίκι τώρα μ' αυτά τα άχρηστα χέρια. Θα το τελειώσω και μετά πάλι δε θα κοιμάμαι γιατί δεν θα ξέρω που να βάλω τα χέρια μου. Έτσι κάνω με όλα. Όλα βιαστικά στα άκρα με όλη τη δύναμη κι ύστερα δεν ξέρω που να τα βάλω όλα και τα βάζω στον κώλο μου και όλα πονάνε και πώς να εξηγώ, τί να πρωτοεξηγήσω, όλα πονάνε αλλά δεν είναι πόνος κανονικός, είναι πόνος παντού, μεγάλος και δυνατός και δεν ξέρω που να βάλω τί. Ένα παζλ η ζωή μου και κάθε που νομίζω οτι θα χωρέσει ένα κομμάτι κάπου το αρχικό σχέδιο αλλάζει. Δεν ταιριάζουν τα χρώματα, τα σχήματα, κάθε που πιάνω να χωρέσω κάτι κάπου, αλλάζει σχήμα, όχι εγώ είμαι που αλλάζω, κάθε φορά που προσπαθώ να χωρέσω κάπου, κάπως, έστω στριμωγμένα, όχι δε χωράω, μένει το κεφάλι έξω να προσπαθεί να πάρει ανάσα, δεν έχει αέρα πουθενά, ναι μη ρωτάς γιατί δε γράφω. Δε γράφω γιατί κλαίω σαν μαλάκας όποτε γράφω, είναι γελοίο, είμαι γελοία και τρέχω εκεί στο χωλ πίσω από την πόρτα του μπάνιου, ναι εκεί στο  crying point του σπιτιού και κλαίω και γεμίζω μύξες και καίει ο λαιμός μου από την ακατάσχετη κατάποση πραγμάτων που δε χωράνε κι εγώ τα καταπίνω ή τα βάζω στον κώλο μου, όπως θες πες το δεν έχει σημασία. Βλέπω εφιάλτες συνέχεια, και προχτές έβλεπα λευκούς ανθρώπους που περπατάνε οριζόντια κάπως σαν σαύρες στους τοίχους, ναι είναι η σκουπιδιάρα που μου προκαλεί εφιάλτες στον ύπνο και τον ξύπνιο. Είναι ο τρόμος και η ανημποριά μου απέναντι στο θράσος. Δεν θα καταφέρω ποτέ να τα βάλω με το θράσος και το ψέμα. Θα με νικάνε πάντα. Ψέμα και αλήθεια. Σκέφτομαι τις περίπου 8 δισ αλήθειες. Όσοι και οι δίποδοι ε; Τόσες είναι. Είμαι 45 ετών με πρεσβυωπία και υπερμετρωπία, με χάος και πόνους, με κρισάρα και καταθλιψάρα με τρείς τραπεζικές κάρτες, με χαλάρωση και συμπλέγματα, με αφεντικό και συναδέλφους και λογιστή και τώρα χαα προσωπικό δικηγόρο. Νόμιζα οτι οι δικηγόροι παίζουν μόνο στις ταινίες αλλά όχι παίζουν και στη ζωή όταν ο παραλογισμός ξεπερνάει τα σαχλοσενάρια. Και ναι οι εφιάλτες κάπως μαλακώνουν γιατί κάθε πρωί που κάνω καφέ ξέρω πως μπορώ να πάω στο κτίριο που λέγεται ασφάλεια εκεί που μέσα υπάρχει εκείνη η πόρτα που γράφει δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος. Πρώτα να γίνω καλά. Πρώτα να είμαι καλά. Έχει άλλη γεύση ο καφές όταν ξέρω οτι όποτε το αποφασίσω, σήμερα, αύριο, του χρόνου, μπορώ να πάω στο κτίριο. Οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν μέσα σε χρονικό πλαίσιο πάντα με άγχωναν, αλλά τώρα έχω το ελεύθερο. Όποιο πρωί, μεσημέρι , απόγευμα. Ένα τηλέφωνο στον προσωπικό μου δικηγόρο και πάμε στο κτίριο. Είμαι 45 και πρώτη φορά έχω δικηγόρο που μου μαθαίνει λέξεις. Ποινικό αδίκημα. Μα έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα εις βάρος σου, δεν θα κάνεις κάτι; Ναι θα κάνω, φυσικά θα κάνω αλλά άσε με να αποφασίσω πότε θέλω να το κάνω. Ναι θα έχει και μικρόφωνο η αίθουσα είμαι εντάξει με τα μικρόφωνα, αποκλείεται να είναι χειρότερα απ' αυτά που έχω για να τραγουδάω. Ναι δεν πειράζουν οι πολύποδες στις χορδές, δεν μας ενοχλεί τίποτα στην αίθουσα, έχουμε τα αποδεικτικά για το ποινικό αδίκημα. Ναι μας αρκούν καλέ μου δικηγόρε, ναι είπα καλέ δικηγόρε ναι δεν ταιριάζει αυτό το επίθετο μ' αυτό το ουσιαστικό αλλά δε με νοιάζει γιατί επιτέλους τώρα όλα ταιριάζουν. Ναι τί άλλο; και αστικό; και συκοφαντική δυσφήμιση; και ασφαλιστικά; ναι ναι σε όλα, αχ δεν ξέρω πότε άσε με, θέλω έτσι αυθόρμητα να σηκωθώ ένα πρωί και να πω ναι τώρα πάμε στο κτίριο. Και μετά στα άλλα κτίρια που λέγονται δικαστήρια. Δικαστήρια και δικαιοσύνη,  Justice χαα, έλα να δούμε τί είναι  Justice όταν δημοσιοποιείς προσωπικά δεδομένα άλλου ανθρώπου, ειδικά εκείνο το σημείο για τον άνθρωπο που με τρόμαξε, στο γιατί και πώς  πήγα μαζί του, πώς το είπες αυτό καλέ μου δικηγόρε; έκθεση της σεξουαλικής μου ζωής; αχ πες μου πάλι την ποινή, αχ ναι ναι. Ναι σου λέω δεν θα το αφήσω αλλά θέλω έτσι να υπάρχει μέσα στο κεφάλι μου η όποτεθέλωεγώ απόφαση. Να γίνω καλά πρώτα, να γίνουν οι γάτες μου καλά και μετά. Αα αυτό είναι το εξώδικο; δεν το ήξερα, όχι δεν το θέλω αυτό, θα πάμε κατευθείαν στο κτίριο, ναι και μετά στην αίθουσα. Έχω πάει κι άλλη φορά σε αίθουσα, ναι ήθελα να γίνω διαζευγμένη και ήθελε κι ο άλλος ήταν εύκολο και βαρετό. Δεν είχε μικρόφωνα άλλα τώρα θα έχει, ναι σου λέω ξέρω από μικρόφωνα. Αν δεν ήταν η Α, μπορεί να μην το έκανα, αλλά υπάρχει η Α. και θα πάω στα μικρόφωνα για μένα και για την Α, και για την κάθε Α, που υποφέρει από σκουπιδιάρες. Είναι τρομακτικό. Εγώ και η μικρή μου φίλη Α. Το μόνο κορίτσι που θαύμασα μέσα στην κουραδία, που υπήρξα άδικη μαζί του. Είναι όμορφη η Α, και έξυπνη πολύ και κάνει χαα ( νομίζω το κάνει με ένα -α, δεν έχει σημασία), και ναι θα πάω στο κτίριο για μένα και για την Α. κάπως της το χρωστάω. Ναι την είπα φίλη μου, δεν είναι φίλη μου αλλά είναι η μοναδική που ξέρει τί σημαίνει αυτή η παράνοια. Τη ζεί καθημερινά όσα χρόνια τη ζω κι εγώ σχεδόν. Ξέρει και δεν είναι ανάγκη να πούμε πολλά γιατί ξέρουμε, αλλά λέμε πολλά τελικά γιατί δεν μπορούμε να πούμε λίγα γιατί πνιγόμαστε ολόιδια και επιτέλους κάποιος είπε ναι δε χρειάζεται να είσαι υπεράνω, ναι το είπε η υπερΆ_ _ _. Το κτίριο, να πω για το κτίριο. Τα κτίρια δεν έχουν σημασία, σημασία έχει σε ποιά πόρτα πας. Στο ίδιο κτίριο υπάρχει η πόρτα διαβατήρια, ω πήγα εκεί, πήγα ναι τότε που μετανάστευσα στη χώρα της Λονδινίας, ναι πού να ήξερα οτι το ίδιο κτίριο υπάρχει πόρτα Δίωξη, πιό ωραία ακούγεται αυτή η πόρτα και πας χωρίς ραντεβού. Όχι δε θέλω διαβατήριο αυτή τη φορά. Αλήθεια θέλω αυτή τη φορά. Η όρασή μου είναι θολή, η αντίληψή μου όχι ακόμα, ναι το βλέπω το αερόστατο γιατρέ, όχι τώρα δεν το βλέπω, τώρα πάλι το βλέπω, πρεσβυωπία 2.75 μωρεμπράβο η 45άρα, θα πάρω και δεύτερο ζευγάρι γυαλιά, όχι δε θα έχουν φράουλες εντάξει θα πάρω λίγο πιο σαρανταπεντάρικα ναι ξέρω, ε τι άλλο να κάνω. Πέντε λεπτά υπόθεση το λέηζερ κι ένα πράσινο φωτάκι κάνει φφφφλασ και μετά πάλι μάτι αετού ναι ευχαριστώ πολύ ωραία λύση μου ακούγεται αυτή αλλά τώρα τα χρήματα θα πάνε στα μικρόφωνα και στην αλήθεια. Μην με ξαναρωτήσετε γιατρέ, ναι θα το κάνουμε αλλά όχι τώρα, μην με ξαναρωτήσεις καλέμου δικηγόρε, θα το κάνουμε  ναι δεν θα την αφήσουμε αλλά όχι τώρα. Ίσως ένα πρωί που θα ξυπνήσω και δεν θα πετύχω τον καφέ μου, ίσως ένα πρωί μετά από τη δουλειά, ναι να σβήσω το φαγητό και πάμε στο κτίριο. Αα όχι κάτι ιδιαίτερο, φακές είναι.


E.e,m,l,D/p/p

 
















Nαι ποιά είσαι; Ποιά είσαι; Ποιά είμαι; Τί είσαι; Τί είμαι; Αυτή που σιχαίνεται το αίμα της, ναι αυτή είμαι, αυτή που κρατάει αντίχειρες για να αποκοιμηθεί, αυτή που φοβάται τις κατσαρίδες αλλά τις λυπάται, που φέρεται απαίσια στους τέλειους και τέλεια στους απαίσιους, που δεν αφήνει ποτέ τα νύχια της να μεγαλώσουν αλλά μία φορά τα άφησε, αυτή που την ξέρουν τα περιστέρια των νοσοκομείων, αυτή που την αγαπούν τα χειρουργεία, ναι αυτή είμαι. Αυτή που ο κώλος της είναι πιο μεγάλος από τις καρέκλες, αυτή που ακούει Malher τρείς εβδομάδες τώρα και ψάχνει τί σκατά είναι ο μπενθαμισμός στις τέσσερις το πρωί, ναι αυτή είμαι. Αυτή που  πέρασε περίπου 14 ώρες να σου αγοράσει ένα  View-Master, αυτή που τρίβει τα μπούτια της με μανία και φοράει βαράκια στα χέρια όταν ξεσκονίζει τα ψηλά ράφια. Αυτή που κατουράει ξεδιάντροπα όλη τη θάλασσα χωρίς καμία προειδοποίηση και που κατουράει και τα πόδια της και τις σαγιονάρες της γιατί της φοράει παντού, στο βουνό, στη θάλασσα, στην πόλη, στις εξόδους, στις εισόδους, στις σκάλες, στις μεγάλες βόλτες, ναι αυτή είμαι. Αυτή που σπρώχνει τις μέδουσες να πάνε πιο μέσα, ναι αυτή είμαι. Αυτή που δεν πιστεύει στη χαρα αλλά χοροπηδάει σαν μουρλή μαϊμού όταν χαίρεται. Αυτή που δεν πιστεύει στην αγάπη αλλά αναπνέει σε θεση αραμπέσκ όταν αγαπάει. Αυτή που είχε πολλά μαύρα μαλλιά, μετά λίγα μαύρα, μετά πάλι πολλά, αλλά άσπρα. Αυτή που θέλει να την παίρνεις από πίσω, που χύνει και γαμάει τα σεντόνια, αυτή που κολυμπάει με τον Cheburashka και κάνει τα παιδάκια να ζηλευόυν, αυτή που τα θέλει όλα σε γεύση φράουλα, αυτή που τυλίγει τα φαγητά της σε μαρουλόφυλλα, αυτή που έχει δύσπνοιες, αυτή είμαι, ναι αυτή είμαι. Αυτή που θα ήθελε να έχει περάσει τα νιάτα της σε βρώμικα σπίτια του κέντρου με πολλούς φίλους που τρώνε πίτσες από το πάτωμα και φοράνε μωβ βρακιά, και δεν τους νοιάζει να μαζέψουν τις τρίχες από τις γάτες τους, και πίνουν μπύρες και ρεύονται, ναι αυτή που θα ήθελε να έχει περάσει τα νιάτα της ξέφρενα μα τα πέρασε μόνη να καθαρίζει, να σκουπίζει, να αδιεξοδίζεται, να ζορίζεται να έρθει σε επαφή με ανθρώπους, να ντρέπεται να φοβάται μα να τους γαμεί την μπαναγίτσα, αυτή που θυμώνει με όλα, αυτή που τη θέλουν όλοι για φίλη τους αλλά αυτή δεν θέλει κανέναν κι όσους θέλει πάλι τους φοβάται, ναι αυτή είμαι. Αυτή που μάτωνε το κεφάλι της απο έξω γιατί τραβούσε τα μαλλιά της, αυτή που το ματώνει τώρα από μέσα γιατί τραβάει το διάολό της. Αυτή που παλεύει με τα τέρατα που η ίδια έχει δημιουργήσει, η χαζή δονκιχώτισσα που κοπανιέται πάνω στους προσωπικούς και οικογενειακούς ανεμόμυλους, η ταλαίπωρη σαρανταπεντάρα που έχει πρεσβυωπία και δε βλέπει να φάει λίγο ρύζι, η ξεμαλλιάρα που δεν ξέρει να φυσάει τη μύτη της, αυτή είμαι. Αυτή που σε ρωτάει τί χρώμα να βάψει τα νύχια της, που δεν έχει υπομονή να τα περιμένει να στεγνώσουν και όλο ρίχνει καντήλια, που δεν έχει υπομονή έτσι κι αλλιώς, που στέλνει μηνύματα στην Kinder να της στείλουν μια χελώνα, που δεν ξεμένει ποτέ από καπνό και θυμό, ναι αυτή που βλέπει καρτούν γιατί νοιώθει καρτούν, αυτή που χτυπάει η καρδιά της από άγχος όταν χτυπάει το τηλέφωνο, αυτή με τα χίλια σύνδρομα ναι μια συνδρομήτρια, ενδομήτρια, ωω μια χαζή ξυλάρμενη που συγκροτείται μόνο με τα δικά της, αυτή, αυτή που ξεβρώμισε όλο το Furzedown, αυτή που βήχει σαν φάλαινα χωρίς να ξέρει αν βήχουν οι φάλαινες, αυτή που φοβάται τις μαύρες τρύπες και το μαύρο των ωκεανών, αυτή που αν πει δυό τρία όχι μαζεμένα παθαίνει επιθετικό ενοχισμό, αυτή που το στομάχι της είναι πιο εύθραστο από χνούδι λεύκας, αυτή που νομίζει οτι ο εγκέφαλος είναι έτσι από μέσα γιατι στην πραγματικότητα είναι ένα στουμπωμένο κωλάντερο, αυτή που δε μπορεί να πάρει αποφάσεις γιατί ποιός αποφασίζει χρησιμοποιώντας ένα στουμπωμένο κωλάντερο, αυτή που δε μπορεί να πάρει αποφάσεις γιατί τις παίρνει το κωλάντερό της γι' αυτήν και δεν τρώει και είναι η αυτοκράτειρα της διάρροιας και του στομαχόπονου, αυτή η αυτοκράτειρα της αλλεργιας αυτή είμαι, ναι αυτή είμαι. Αυτή που έχει αλλεργία σε όλα, που πλέκει με ενάμισο χέρι, που στρίβει τσιγάρα με ένα, ναι αυτή που ξυπνάει απο γενική αναισθησία και ανάβει τσιγάρο ναι αυτή είμαι, αυτή, αυτή που τσιμπάει με δύναμη το άνω χείλος της όταν έχει άγχος και τραβάει τις βλεφαρίδες της όταν νυστάζει, ναι αυτή που κάνει τα αυτιστικά αυτά που κάνουν τα σκατόμωρα, αυτή που δεν απέβαλε τα σκατομωρίστικα χούγια, αυτή που θέλει να την ξυπνάς με φιλιά το πρωί αλλά μετά χρειάζεται μία ώρα μέχρι να μπορέσει να σου μιλήσει κανονικά, αυτή η υδατοεξαρτώμενη αμφίβια που μπορεί να καθίσει σε θέση οκλαδόν για ώρες χωρίς να νοιώσει την παραμικρή ενόχληση, αυτή που θέλει να ζωγραφίσει πιάνα πάνω στα πόδια σου, στην πλάτη σου, στην κοιλιά σου, αυτή που δεν μπορεί να καθίσει σε ταβέρνα χωρίς να ταΐσει όποιο ζωντανό περάσει από μπροστά, αυτή που δεν μπορεί να πιεί ποτέ ένα όλόκληρο ποτήρι αναψυκτικό, αυτή που δεν αντέχει να έχει κανέναν από τα δεξιά της όταν περπατάει, κοιμάται ή κάθεται, αυτή που άντεξε να μπεί παράκεντρη μπαλκονόπορτα στο σαλόνι, κι αντέχει την ανάποδη κλειδαριά της αυλόπορτας και το ανάποδο ψυγείο, αλλά δεν αντέχει η γωνία του τραπεζιού να μην ευθυγραμμίζεται με το κέντρο του στρογγυλού σταχτοδοχείου, αυτή που ξέρει οτι αν διαβάσει Κάφκα θα γίνει σκατά αλλά διαβάζει, αυτή που ξέρει οτι αν ακούσει  Malher θα γίνει σκατά αλλά ακούει, αυτή που ξέρει πως αν μείνει νηστική θα ζαλίζεται αλλά μένει, αυτή που ξέρει πως αν περπατήσει δέκα χιλιόμετρα με τις σαγιονάρες θα πρηστεί το μεταλλικό της πόδι, αλλά δεν βάζει παπούτσια, αυτή που ξέρει πως αν συνεχίσει να αυτοκοπανιέται στους ανεμόμυλους θα τη διαλύσουν, αλλά συνεχίζει, αυτή είμαι, ναι αυτή, αυτή, η αυτοδημιούργητα κατεστραμμένη, η αυτοκαταστροφικά δημιουργημένη-δημιουργική αυτοδημιουργία, ναι αυτή, αυτή η κορτιζονούχα ανοσοκατεσταλμένη κι ανοσοκατεστραμμένη, αυτή που ψάχνει για βαθειές ανάσες μέσα στην κουραδία, αυτή η κατάκοπη που όλο κάτι ψάχνει, κι όλο κάτι έψαχνε, αυτή που πέφτει να κοιμηθεί άλλη και ξυπνάει άλλη, αυτή που κανονίζει να κάνει τετρακόσσιεςχιλιάδεςτριάνταεκατομμύριαδύο πράγματα και τελικά κάνει περίπου κανένα, αυτή που συνειδητοποίησε πόσο δυστυχισμένης πάστας κουράδα είναι, ένα απόγευμα μέσα στο ΚΤΕΛ Πελοποννήσου, βλέποντας τους πορτοκαλεώνες να περνούν κι ακούγοντας  Bernstein, ναι αυτό το πρώτο κλάμα δυστυχοσυνειδητοποίησης, και νααα το δάκρυ κορόμηλο, κορόμηλο στους πορτοκαλεώνες, ναι αυτή, αυτή που τότε είπε στον εαυτό της ναι εσύ θα είσαι πάντα μαλακισμένη τέτοια, ναι αυτή, αυτή το είπε, οι πορτοκαλεώνες το είπαν, αυτή είμαι, ναι αυτή, αυτή, ναι, εγώ είμαι, εγώ. Θέλε με κι αγάπα με.

I live out the secret of my seed to the very end

 

Eίμαι σε μόνιμη καφκαστολή, μην κάνουμε πως δεν το ξέρουμε. Ξέρω πόσο θέλεις να μάθεις τί ακριβώς έγινε και πώς,, εεε μάλλον πονούσαν οι αρθρώσεις μου και δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη, ω ναι αυτό είναι, οι λέξεις μου είχαν αρθρίτιδα, εγώ μάλλον όχι ευτυχώς. Πέρασαν οι μήνες της μούγγας λοιπον, κι ήρθαν οι άλλοι, αυτοί που εγώ ξεστομίζω, εσύ έρχεσαι και φεύγεις, εγώ παθαίνω εμμονές με φράουλες, μέλισσες, μαργαρίτες, εσύ με γιαούρτι στο πρωινό, εγώ με όλους τους δυστυχισμένους, εσύ για πες μου, διαβάζεις δυστυχισμένους; εγώ με Laurer and Hardy, εσύ με ταινίες που δεν τελειώνουν ποτέ γιατί μετά που τις βλέπεις διαβάζεις δέκα χρόνια γι' αυτές, εγώ θα μπορούσα ν' αγοράσω σπίτι βλέποντας μόνο μία φωτογραφία, εσύ δε θ' αγόραζες ούτε στυλό χωρίς να διαβάσεις τί έχει γραφτεί γι' αυτό από το 1998, εγώ θα μπορούσα να μείνω με το μαγιό και την άμμο  μέσα στο βρακί δέκα μέρες κι εσύ δεν αντέχεις ούτε μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο, η αγάπη πονάει την καρδιά σαν χίλιες μέδουσες, η μοναξιά δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι, είναι πιο μέσα απ΄όσο φαντάζεσαι, κι εσύ φοβάσαι το ξέρω, το λες ναι, αλλά φοβόμαστε αλλιώς, σαν κάπως εσένα να σε παίρνει γιατί πάντα έχεις αυτή τη δύναμη, εμένα δε με παίρνει, αυτό πόσες φορές το είπα ε; πόσες φορές το έχω πεί. Συμβαίνει κάτι συνηθισμένο τώρα. Εσύ κοιμάσαι κι εγώ γράφω. Εσύ κοιμάσαι κι εγώ σου γράφω. Εσύ κοιμάσαι κι εγώ σ' αγαπάω μόνη μου, όχι επειδή εσύ δε μ' αγαπάς, αλλά επειδή εγώ μόνη μου τα κάνω όλα σαν κωλόπαιδο, αυτός ο κωλοσυνδυασμός μου, το πιο φοβισμένο κωλόπαιδο από πάντα. Όλα από φόβο ξεκινούν όμως. Έμαθα να πλένω τον κώλο μου μόνη μου από μωρό γιατί φοβόμουν μη μου βάλει κωλοδάχτυλο ο γιατρός, έμαθα να ντύνομαι μόνη μου γιατι φοβόμουν οτι η μαμά θα μου φορέσει τη μουσταρδί φόρμα, έμαθα να οδηγάω μόνη μου γιατί φοβόμουν οτι κανείς δε θα με  πάει εκεί που θέλω να πάω, είμαι η πιο αυτοδίδακτη, τα έμαθα όλα μόνη μου και τα κάνω όλα μόνη μου. Είμαι η πιο αυτοδίδακτη αλλά εσύ αγάπα με και μην έχεις παράπονο γιατί με σένα λέω όλο και πιο σπάνια "μόνημου, μόνημου". Κατα τ' άλλα, όλα είναι ίδια. Η σιχαμάρα μου για κάθε τί ανθρώπινο, η ερωτολατρεία μου για κάθε τί ζωένιο. Προσπαθώ να υπάρξω μέσα στον κανονικό κόσμο, ποτέ δε μου ήταν τόσο άκαρδα δύσκολο, δέκα μήνες πονάνε όλα σπλαχνικά, και σα να μην έφταναν αυτά, τσουπ τα χειρουργεία, τσουπ οι αντιβιώσεις, τσουπ οι μυκητιάσεις, τσουπ τα αυχενικά, τσουπ και τα σκουπίδια. Η γνωστή άγνωστη εμμονική κουράδα να βρωμίζει τον τόπο. Πιτογυρομούνες παντού, κάθε χνάρι που αφήνουν, βρωμερή τυρένια λαδιά, θα της κλωτσούσα ευχαρίστως το μουνί αλλά σιχαίνομαι ν' ακουμπήσει η μπότα μου το βρωμιάρικο αγάμητο μουνί της. Εσύ μου λες να ηρεμήσω, με φοβάσαι όταν με πιάνει η βία, αλλά εγώ αυτή τη βία έμαθα να μεταμορφώνω. Είναι τέχνη να εφευρίσκω βρισιές για την κουράδα, γελάμε με τα κακόμοιρα αγγλικά της, γελάω με όλες τις κακομοίρες και όλους τους κακομοΊρους αυτού του κόσμου που δεν τον ξέρω, δε θα τον μάθω και δε θέλω να τον μάθω ποτέ. Γι' αυτό κουβαλάω τον Cheburashka  στα νοσοκομεία μαζί μου, γι' αυτό φτιάχνω πλεκτές φράουλες, γι' αυτό μαζεύω αγριοκάστανα σα χαζή από τον δρόμο, γι' αυτό βάφω τα νύχια μου ασορτί με το δίχτυ της γάζας,, γι' αυτό τραγουδάω ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά, γι' αυτό όλα όσα δεν καταλαβαίνεις. Ξύπνησα με πόνο στο χέρι, στο μουνί, στα βυζιά, στον λαιμό, σχεδόν γελάω με το πόσο πονάνε όλα, είμαι τρελό ραμόλι και κάνουμε πλάκα, αλλά χειρουργημένο ξεχειρουργημένο το χέρι πάει ροδάνι και φαντάσου να βγουν τα ράμματα. Ναι ξέρω, να μη χαίρομαι πολύ γιατί θα έχει κι άλλα σε λίγο, σημασία έχει οτι είμαι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου, πάντα στα μέτρα μου, και λίγο χαρούμενη (όσο μου το επιτρέπει η κατασκευή μου) που δε θέλησα ποτέ άλλα μέτρα, δεν προσπάθησα να ξηλωθώ ή να ξηλώσω, δεν ξεχείλωσα και δεν έμπασα., κι αν μπορούμε να υπάρχουμε έτσι ζηλευτά μαζί, είναι γιατί δεν τράβηξες καμία περισσευούμενη κλωστίτσα, καθόλου ποτέ, μέχρι πριν δέκα μήνες που λίγο πήγες να τραβήξεις μία, κι εγώ είδες πώς κλώτσησα σα χαζή; Κλώτσα κι εσύ σου λέω, συνέρχομαι με κλωτσίδια εγώ, μη φοβάσαι. Εσύ φοβάσαι και όλο θέλεις να με συνεφέρεις με αγάπη, όχι εμείς τα κακομαθημένα  δε συνερχόμαστε έτσι, εσύ επιμένεις όμως και δώστου αγάπη και δώστου κι άλλη αγάπη, θα κάνεις μπαμ μια μέρα στο λέω και το φοβάμαι, κι εσύ μου λες το ίδιο και φοβόμαστε κι οι δύο τα ίδια. Εσύ φοβάσαι οτι εγώ θα πάθω πάλι μόνη μου, μόνη μου, κι εγώ οτι θα πάθεις σιχτήρ μωρή άντε μόνη σου.  Τώρα θα ήταν τόσο πιο κανονικά όλα αν ήσουν εδώ, κρατούσες τη γάζα, και μετά μου ξέβαφες τα νύχια για να τα ξαναβάψω στο ίδιο χρώμα με το δίχτυ  που φοράω από πάνω γιατί δε μπορώ να φορέχω κανονικές γάζες όπως οι άλλοι  άνθρωποι, γιατί έχω κι αυτό το δέρμα που όλα τα παίρνει προσωπικά και όλα τα αποθηκεύει κάπου πάνω του και γι' αυτό είναι γεμάτο χάρτες  με πόλεις και ποτάμια και βουνά κι εσύ το αγαπάς κι εγώ περιμένω κι άλλα. Κι άλλα φιλιά, κι άλλα σάλια, κι άλλους πόνους, κι άλλα ράμματα κι άλλα σημάδια, κι άλλες γάζες, κι ο χάρτης μεγαλώνει και μεγαλώνει, κι άλλες πόλεις κι άλλα ποτάμια κι άλλα βουνά... 

 

Δεν υπάρχουν σύνορα σου λέω,  

τα έχουμε καταργήσει όλα εμείς, 

όλα,

εκτός από εκείνο που ενώνει το ........  με το .......

κατάλαβες γιατί δεν πρόκειται να καφκαστραφούμε;

the knife I turn inside myself/ 28-2=0

 

 

  Kafka κατάλαβε πολύ πριν από μένα το όχι νόημα. Μπορεί κι εκείνος να έκλεινε τις πόρτες στη μούρη του μόνος του, δεν ξέρω. Τουλάχιστον μπορεί να μην ξέμενε από τσιγάρα. Τουλάχιστον έμενε στην Πράγα. Τουλάχιστον δε φοβόταν τις κατσαρίδες. Κάτι πάει πολύ λάθος και εκείνος το ήξερε τόσο καλά. Τουλάχιστον ήξερε να χρησιμοποιεί τις λέξεις, κάτι που πασχίζω να μάθω απο τον προηγούμενο αιώνα χωρίς καμία επιτυχία. Πάνω που θέλω να τους δώσω τη βαρύτητα που λένε όλοι οτι έχουν, πετάνε σαν σκασμένα μπαλόνια φρρρρ κι αφήνουν μόνο σάλια. Μια φορά στο αυτοκίνητο τις είχα δεί όλες μία μία να μπαίνουν μέσα από το μισάνοιχτό μου παράθυρο με τη φωνή σου, να κάθονται στο κάθισμα του συνοδηγού, και να κάνουν κάτι σχέδια που μου έπαιρναν το κεφάλι. Τέλειες, όμορφες, μια υπέροχη αρμονία, αγάπη, έρωτας, μουνί, μαζί, αχ, ουφφ, εμείς, εκείκάτω. Όλες με τη φωνή σου, θυμάσαι; λίγο πριν καταστραφεί το στομάχι σου, εσύ ήσουν άρρωστος κι εγώ νόμιζα πως δε με θέλεις, και κάθε φορά που το νόμιζα φρρρ οι λέξεις πετούσαν, κι εγώ να μένω με σάλια μέσα στον κύκλο της θρησκείας που λέγεται δυσπιστία και είναι δική μου εφεύρεση. Θα περάσει η ζωή και δεν θα θυμάμαι αν τελικά πίστευα ή δεν πίστευα στις λέξεις. Θα περάσει η ζωή και δεν θα έχω καταλάβει αν τις μισώ ή είναι το πιο πολύτιμό μου όπλο. Θα περάσει η ζωή και η λέξη που θα μείνει θα είναι μόνο μία και θα αρχίζει απο -δ και θα τελειώνει σε -ή, γιατί δεν γνωρίζω τίποτα που δεν μπορεί να διαταραχθεί και τίποτα που δεν είναι διαταραγμένο. Θα ήμουν ευτυχισμένη με ένα μεγάλο παράθυρο κι ένα πιάνο δίπλα λες; Αν είχα περίοδο όπως όλες οι γυναίκες, όποτε πρέπει κι όπως πρέπει; Άν δεν φαγουριζόμουν σαν θεόμουρλη κάθε μιάμιση με δύο μέρες; Άν φορούσαν όλοι για πάντα μάσκες να μη βλέπω τα άσχημα στόματά τους; Άν οι Άγγλοι μπορούσαν να προφέρουν σωστά το όνομά μου; Άν πίστευα πως όλα θα πάνε καλά; Άν δεν πίστευα οτι όλα  είναι πιο σκοτεινά απ' όσο δείχνουν; Άν μπορούσα να μείνω για πάντα στον βορρά; Ονειρεύτηκα πολλές φορές οτι σε συναντώ σε έναν βόρειο σταθμό. Έχει κρύο και φοράω το πιο ωραίο  φουστάνι του κόσμου και το πιο ωραίο σάλι του κόσμου, κι εσύ με περιμένεις, και τα πράγματά μας είναι λίγα, έχουμε σπίτι με πράσινη πόρτα και κανέναν γείτονα. Σηκώνομαι στις μύτες κάθε μέρα και μυρίζω τον λαιμό σου και είναι αυτό το πρωινό μου, και δεν μας ξέρει κανείς, εγώ φοράω πάντα τις κάλτσες δύο-δύο για να σε δυσκολεύω όταν με γδύνεις και να ισοφαρίσω που δε φοράω βρακί. Πλένω πάντα εγώ τα πιάτα γιατί υπάρχει μια ανώμαλη καύλα μέσα μου όταν το κάνω γι΄αυτό επιμένω να τα πλένω πάντα εγώ. Γιατί πάντα περνάει από το μυαλό μου οτι έρχεσαι πίσω μου και σηκώνεις το φουστάνι μου και με κάνεις να χύνω και γεμίζουν τα από μέσα μπούτια, κι έτσι μπορεί να περάσει η ζωή μου στον πάγκο της κουζίνας, αλλά προχτές το πρωί που έπλενα το ξεραμένο ταψί της πίτσας νομίζω δεν σκέφτηκα οργασμό, μόνο να τελειώνω για να πιω καφέ. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν έτρωγα πίτσα κάθε μέρα λες; Άν σε ξυπνούσα κάθε φορά που σε χρειάζομαι; Άν έβρισκα με την πρώτη το σωστό νήμα για να μην ξηλώνω; Άν κάθε λέξη που μου λες την πίστευα; Κι εσύ; Ας μιλήσουμε για σένα. Έλα να πούμε για σένα, όλο για μένα λέμε. Έλα πες. Θα ήσουν ευτυχισμένος αν είχαμε πράσινη πόρτα; Άν σου έπαιζα πιάνο; Άν μύριζα τον λαιμό σου για πρωινό κι είχα οργασμό όποτε έπλενα τα πιάτα; Άν κάθε λέξη που μου λες την πίστευα;  Αν όλο γελούσα; Άν έπαιζα πιάνο δίπλα στο παράθυρο; Όχι πάρε εσύ το παράθυρο, ναι εντάξει, αν είχες εσύ το παράθυρο; Τί σκατά θα σ' έκανε ευτυχισμένο, πες. Πες κι εγώ θα το κάνω.  

12 1616



Арсений Тарковский
Первые свидания

Свиданий наших каждое мгновенье
Мы праздновали, как богоявленье,
Одни на целом свете. Ты была
Смелей и легче птичьего крыла,
По лестнице, как головокруженье,
Через ступень сбегала и вела
Сквозь влажную сирень в свои владенья
С той стороны зеркального стекла.

Когда настала ночь, была мне милость
Дарована, алтарные врата
Отворены, и в темноте светилась
И медленно клонилась нагота,
И, просыпаясь: «Будь благословенна!» —
Я говорил и знал, что дерзновенно
Мое благословенье: ты спала,
И тронуть веки синевой вселенной
К тебе сирень тянулась со стола,
И синевою тронутые веки
Спокойны были, и рука тепла.

А в хрустале пульсировали реки,
Дымились горы, брезжили моря,
И ты держала сферу на ладони
Хрустальную, и ты спала на троне,
И — боже правый! — ты была моя.

Ты пробудилась и преобразила
Вседневный человеческий словарь,
И речь по горло полнозвучной силой
Наполнилась, и слово ты раскрыло
Свой новый смысл и означало царь.

На свете все преобразилось, даже
Простые вещи — таз, кувшин,- когда
Стояла между нами, как на страже,
Слоистая и твердая вода.

Нас повело неведомо куда.
Пред нами расступались, как миражи,
Построенные чудом города,
Сама ложилась мята нам под ноги,
И птицам с нами было по дороге,
И рыбы подымались по реке,
И небо развернулось пред глазами…

Когда судьба по следу шла за нами,
Как сумасшедший с бритвою в руке.

Th.a 9



Πρίν έρθεις περίμενα τα ξύλα στην αυλή με τον μπαμπά κι έπρεπε να ακούω τη φωνή του βλάκα ξυλά. Πήγαινα για τσιγάρα μόνο με το αυτοκίνητο γιατί τα πόδια μου δεν ήξεραν πώς να περπατάνε μέχρι την πλατεία και πίσω. Τα παντζούρια δεν άνοιγαν ποτέ πάνω από τη μέση. Έλειπαν 3 κουμπιά από το λάπτοπ και το σαλόνι είχε σκούρες κουρτίνες. Πρίν έρθεις, μερικές φορές έβαφα τα νύχια μου και άλλα χρώματα. Δεν είχα μαλλιά να λούσω, ούτε σωσμένους τους κωδικούς μου. Δεν είχα κάλυμμα για το πάπλωμα, ούτε πάπλωμα. Το τυφλό δωμάτιο δεν είχε παράθυρο (ούτε τώρα έχει, αλλά έχει). Μαγείρευα κριθαράκι κι έμενε 4 μέρες, και στο ψυγείο δεν είχε ποτέ χυμό. Δεν χρειαζόμουν γυαλιά για να γράψω, ούτε για να ράψω. Schubert άκουγα μόνο στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο και δεν περπατούσα δίπλα σε ελάφια. Δεν άφηνα κανέναν να χαϊδέψει τα πόδια μου για τόσες ώρες. Δεν είχα αθλητικά παπούτσια, ούτε φόρμες. Δεν είχα πράσινο φουστάνι, κι ούτε μία άσπρη τρίχα στα φρύδια μου. Ακολουθούσα την ίδια διαδρομή για την Αγ.Δημητρίου και δεν είχα φάει ποτέ πατάτες il gusto. Έπινα 4 μπουκάλια την εβδομάδα κι έτρωγα μέρα παρά μέρα. Κάπνιζα 40 τσιγάρα και έκανα αντιγραφή-επικόλληση με τον πιο ποντιακό τρόπο. Πριν έρθεις δεν υπήρχαν φλυτζάνια με πιατάκι στο ντουλάπι, κι ούτε είχα εθισμό στο sanctuary. Δεν κυκλοφορούσα ποτέ στη γειτονιά πριν να πέσει η νύχτα και δεν αφαιρούσα ποτέ τα χιλιάδες μεταλλικά πράγματα που κρατούσαν σφιχτά δεμένο το κεφάλι μου. Η ζωή είναι κακάσχημη, και θα συνεχίσει να είναι πάντα και για πάντα. Εμείς μετράμε τα λιγοστά λεφτά μας, υπολογίζουμε τί φτάνει, τί δεν φτάνει, αν μας φτάνουν αν δεν μας φτάνουν, ποτέ δεν μας φτάνουν. Κάποτε λίγο μας έφταναν.  Τότε που φόρεσα το καλό μου φουστάνι και το μικροσκοπικό καπελάκι στο κεφάλι και ήρθα να σε πάρω από την 329-339 Putney Bridge Rd, κι άκουγα τις αρλούμπες που έλεγε το ιρλανδέζικο πουστρο-αφεντικό σου  κι ήταν μόλις πεντέμιση το απόγευμα και βαθειά νύχτα, και Τρίτη, και 4 Δεκεμβρίου, και το τρένο δικό μας, και το μπαλκόνι του  Southbank Center δικό μας, και ο βήχας του κόσμου δε μας τρόμαζε, μόνο μας έσπαγε τα νεύρα, και τα δικά μας και της Mitsuko. Τότε που δεν σε είχα πιάσει ακόμα από τον λαιμό και η φωνή μου δεν είχε χαλάσει, γιατί δεν είχε χρειαστεί να φωνάξω τόσο που να πονέσω. Τότε που είχαμε ραντεβού έξω από το Bartek μετά τη δουλειά σου, και φορούσες εκείνα τα γάντια που ζέσταιναν τα δικά μου δάχτυλα. Που η ομπρέλα σου ήταν  πάντα πιο αποτελεσματική από τη δική μου. Πριν έρθεις τίποτα δεν ήταν αποτελεσματικό. Ήρθες και αποτελεσματιάστηκαν όλα γιατί εσύ δεν το βάζεις κάτω σαν εμένα. Εγώ όλο κάτω το έχω βαλμένο, κι εσύ το παίρνεις απο 'κει και το βάζεις πάνω και το κάνεις αποτελεσματικό. Ναι! το κάθε τί. Εγώ μένω να κοιτάω και να μουρμουράω αα κι αυτό το κατάφερε, αα κι αυτό, άα κι αυτό. Κι όσο εσύ καταφέρνεις, εγώ αποτραβιέμαι από κάθε τί ανθρωπινένιο γιατί όπως όλοι ξέρουμε πια, εγώ κι αυτό το είδος έχουμε τελειώσει. Δεν έχω παρτίδες γιατί δεν το αντέχω πια και με κουράζει. Όλα του με κουράζουν, τα εγωλουλάκια, η οίηση κι ο κομπασμός, η ανημποριά κι η κακομοιριά και όλα και όλα. Κι εσύ μένεις να με αντέχεις κι ας κατάντησα αποτραβηγμένη και τρελοπαρμένη. Να με βλέπεις να μιλάω σε δέντρα και πουλιά και γάτες και σκύλους και είναι το φυσικό μου να είμαι εκεί κοντά, κι έχεις αρχίσει να καταλαβαίνεις οτι είναι το φυσικό μου, το απόλυτα φυσικό μου και λες σου πάει η φύση, κι όσες φορές είμαστε ανάμεσα σε δέντρα και δίπλα σε ποτάμια, εσύ λες σου πάει η φύση και ναι πώς να μη μου πάει, η φύση είναι το φυσικό μου. Βρίσκω τους ανθρώπους ανησυχητικά άσχημους και τη φύση ανησυχητικά όμορφη, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που το βάζω κάτω και πριν έρθεις, πάλι τα είχα βάλει όλα κάτω, κι εγώ καθόμουν λίγο πιο πάνω, όχι πολύ, κάτω με είχα βάλει κι εμένα, και κοιτούσα τα κάτω και ξεδιάλεγα, και όλα είχαν το ίδιο χρώμα, και οι άνθρωποι την ίδια ασχήμια. Κι ήρθες και έμαθα κάπως να κοιτάω από λίγο πιο ψηλά, όχι πολύ αλλά σα να είμαι στο 270 για την Putney Βridge, πάντα στο πάνω ντεκ, ή στο 57 Kingston τότε που πηγαίναμε στο St. George's να επισκευάσουμε τους νεφρούς μου κι έπρεπε να κατουρήσω στον πιο ηλίθιο γιουκέη ουροσυλλέκτη, κι εσύ περίμενες έξω υπομονετικά κρατώντας το πανωφόρι μου και το κασκώλ μου και την τσάντα μου και τα γάντια μου, ή όπως τότε που επιστρέφαμε από το Richmond και είμασταν πάλι στο 57 Clapham Park, και πρώτη φορά έβλεπα τόσες ανηφόρες στο Λονδίνο γιατί μέχρι τότε ήξερα μόνο τί γίνεται στο σπίτι μας που δεν είχε καμία ανηφόρα, ε όχι δεν θα αποκαλέσω τον δρόμο για το St. Leonard's ανηφόρα, όχι, όχι, από τα Μετέωρα είμαι, δε γίνεται να το αποκαλέσω ανηφόρα αυτό. Πριν έρθεις εγώ κατάπινα έναν σωρό χάπια. Ήρθες, κι εξακολουθώ να καταπίνω. Κι εκείνο το απόγευμα 4 Δεκεμβρίου είχα καταπιεί προληπτικά, κι ας ήξερα οτι δεν τα χρειάζομαι. Κι όταν η  γλυκιά Μitsuko με το γαλάζιο σελοφάν της, άρχισε να παίζει το  andantino D 959, όλα τα χάπια που είχα καταπιεί μέχρι τότε, όλα τα ένοιωθα να βγαίνουν από μέσα μου, να ξεκαταπίνονται. Ένα σε κάθε πλήκτρο του πιάνου, κι όταν η γλυκιά Mitsuko με το γαλάζιο σελοφάν πατούσε πολλά πλήκτρα μαζί, τότε τα χάπια που είχα καταπιεί, τα άγχη που είχα καταπιεί, όλα όσα είχα καταπιεί έβγαιναν και χάνονταν από μέσα μου, κι εγώ ήμουν επιτέλους ψηλά και δεν τα είχα βάλει κάτω, γιατί εσύ με είχες βάλει πάνω και πιο πάνω απ' όλα, και ήσουν στ' αριστερά μου και το κασκώλ σου έπεφτε στο πλάι σου κι εγώ σε είδα αλλά εσύ δε με είδες και είπα μέσα μου ααα κι αυτό το κατάφερε. Κι ύστερα φεύγοντας μέσα στη βροχή, βλέπαμε τον βρεγμένο Τάμεση να βρέχεται από την  Waterloo Bridge και ήρθε το 59 Telford Avenue και μπήκαμε και ανεβήκαμε στο πάνω ντεκ και είχε μόνο μία θέση, και πάλι μ' έβαλες να κάτσω εκεί πάνω γιατί πάντα με βάζεις πάνω απ' όλα, και αλλάξαμε στη στάση Rush Common, πήραμε το  333 Τooting Broadway και κάτσαμε πάλι στο πάνω ντεκ μαζί, κι ήταν όλα βρεγμένα και θολά και δε βλέπαμε την τύφλα μας, κι εσύ κοιτούσες ευθεία  στο θολό τζάμι κι εγώ σκεφτόμουν μα τί κοιτάει και γύρισα και σε είδα και πάλι το κασκώλ σου έπεφτε στο πλάι σου και ξαναγύρισα μπροστά και όλα είχαν ξεθολώσει και απλωνόταν μπροστά μας όλος ο  Streatham Highway  κι είπα πάλι μέσα μου, ααα κι αυτό το κατάφερε. 

m3958


 Γενάρης, δε γελιέμαι. 13. Ημέρα Κυριακή και κρύο ξυριστικό. Παραλίγο να δούλευα αλλά ευτυχώς η τρελλή Βουλγάρα με τη ζήλια της με έσωσε. Πήραμε το 249 και κατεβήκαμε στη στάση Crystal Palace Park. Φορούσα εκείνο το μπουφάν που στην αρχή δεν κούμπωνε και μετά κούμπωνε. Εσύ φορούσες αυτό που από πάντα κούμπωνε. Συμφωνήσαμε κι οι δυό οτι τέτοια κατηφόρα δεν περιμέναμε να δούμε ποτέ στο Λονδίνο. Εγώ λίγο χαιρόμουν που έχει και το Λονδίνο κατηφόρες. Τόσο χαζή. Λες και μετά δε θα έτρωγα την ανηφόρα στη μάπα. 

Περπατούσαμε μέσα στο πάρκο και ρουφούσαμε τις μύτες μας. Εκεί έμαθα πως πρέπει να κυκλοφορώ παντού με ένα πακέτο χαρτομάντηλα όπως εσύ. Εσύ λίγο κορόιδεψες αλλά δεν πειράζει γιατί εγώ σε έχω κοροϊδέψει πιο πολλές φορές. 

Περπατούσαμε στο πάρκο και ρουφούσαμε τις στεναχώριες μας. Εκεί έμαθα πως πρέπει να κυκλοφορώ παντού με υπομονή όπως εσύ. Εσύ δεν κορόιδεψες γιατί κανείς μας δεν κοροϊδεύει για τέτοια. 

Περπατούσαμε στο πάρκο και ρουφούσαμε την πίεση, την απόγνωση, την ανάγκη για λίγη χαρά, την ελπίδα οτι μια μέρα θα είναι καλύτερα. Εκεί έμαθα οτι πρέπει να κυκλοφορώ παντού με σένα όπως εσύ. Εσύ δεν το κατάλαβες αλλά εγώ με κορόιδεψα που άργησα τόσο πολύ να το μάθω.

Καθίσαμε στο παγκάκι Maggie 21.02.1956 - 30.09.2009. Πρώτη εγώ. Έστριψα τσιγάρο, εσύ όρθιος μπροστά μου και πίσω σου εκείνο το λονδρέζικο δέντρο, που τα κλαδιά του έμοιαζαν με ρίζες κι ήταν σα να είναι ανάποδα στο χώμα. Με έβγαλες φωτογραφία, και μετά εγώ εσένα. Κάθισες δίπλα μου και τρέμαμε από το κρύο και φιληθήκαμε και οι μύτες μας ήταν παγωμένες, και τα μάγουλά μας το ίδιο, και τρίψαμε τα πρόσωπά μας και προχωρήσαμε στον λαβύρινθο, κι εσύ πάλι με δέντρα πίσω και μπροστά σου, κι εγώ με τη γόπα του τσιγάρου, που πάλι δεν είχα πού να την πετάξω και την κουβάλησα μέχρι το σπίτι.

Περπατούσαμε ανάμεσα στους πέτρινους δεινόσαυρους, και κρατιόμασταν (παγωμένο) χέρι - (παγωμένο) χέρι. Εσύ μου μάθαινες, εγώ άκουγα σαν παιδί, κί ύστερα ήρθε εκείνο. Ποιός δεν έχει δεί το   Jurassic Park, κι ύστερα γίναμε λίγο πιο χαρούμενοι. Μία μικρή απόφαση μας έκανε χαρούμενους και ούτε καταλάβαμε την ανηφόρα του Anerley, κι εκείνο το απόγευμα 13 του Γενάρη και ημέρα Κυριακή, κλειστήκαμε στο ακόμα καθαρό απο Πολώνους και  bed bugs δωμάτιό μας, κι ευτυχήσαμε για λίγο, με πατάτες και πολύ αλάτι  κι ας ξημερώνει Δευτέρα αύριο, κι ας πρέπει να σηκωθώ από τις 0600, κι ας πρέπει να καθαρίσω όλα τα σκατά του κόσμου, κι ας πρέπει να σερβίρω τον κάθε βλάκα ή όχι βλάκα, κι ας πρέπει να πάρεις το 270, κι ας πρέπει να πας στον μαλάκα, κι ας πρέπει να και να.

 Θα έρθει μια Κυριακή κι εμείς πάλι θα ευτυχήσουμε με αλάτι ή χωρίς, με πατάτες ή χωρίς, με δεινόσαυρους ή χωρίς, με covid-19  ή χωρίς, με αυλή ή χωρίς, με ξεχορτάριασμα ή χωρίς, με λαδομπογιά ή χωρίς, με γάτες ή χωρίς, γιατί η ζωή μας πάντα βρίσκει τον τρόπο.