'Eβαλα πλυντήριο στις 0520 το πρωί που σημαίνει θα βγώ να απλώσω στις 0800. Ακούγεται κάπως υπερβολικό το ξέρω, μα δεν είναι τίποτα μπροστά στο οτι κοιμήθηκα πριν τις 2300. Τελευταία φορά που κοιμήθηκα τέτοια ώρα ( αν εξαιρέσουμε τη Λονδινική ζωή) ήταν μάλλον στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Ακόμα και τα χρόνια της pastelaria που το ξυπνητήρι έκανε μπι μπι μπιπ στις 0530, κοιμόμουν μετά τα μεσάνυχτα. Η ζωή μου μοιράστηκε ανάμεσα σε πολύ πρωινές και πολύ βραδινές δουλειές. Μπορούσα να δουλεύω πέντε βράδια κάθε εβδομάδα, να πίνω πέντε βράδια κάθε εβδομάδα, να τραγουδάω πέντε βράδια κάθε εβδομάδα, κι ενδιάμεσα να ταξιδεύω για συναυλίες, να είμαι στους δρόμους, σε αυτοκίνητα, στριμωγμένη ανάμεσα σε πιατίνια, κιθάρες, πεταλιέρες και τρομπόνια, να κοιμάμαι οπουδήποτε, σε δωμάτια ξενοδοχείων με άλλους τρείς, πέντε, οκτώ, σε αντίσκηνα, σε φτηνά κωλοξενοδοχεία, σε ακριβά ξενοδοχεία. Με θυμάμαι να ετοιμάζω φαγητό για όλους μας πηγαίνοντας με το κινούμενο σπίτι στη Βιέννη. Να πίνω νερομμπλουκιασμένο καφέ με γεύση ξινίλα στο Βελιγράδι στις δύο τα ξημερώματα καπνίζοντας εκείνα τα μαύρα τσιγάρα με το χρυσό φίλτρο που η μαμά κατά λάθος πέταξε ( όχι δεν της το έχω συγχωρήσει, είναι στα ασυγχώρητά της, μαζί με τη γυαλιστερή τσάντα με το ξύλινο χερούλι και τα πολύ ψηλά παπούτσια χορού που εξαφάνισε). Με θυμάμαι να κατουράω ζογκλερικά σε σερβικές και ουγγρικές τουαλέτες βενζινάδικων, τις οποίες άφηνα πάντα πιο καθαρές απ' οτι έβρισκα. Θυμάμαι την ομίχλη περνώντας τα σύνορα για την Ουγγαρία, τα ατέλειωτα δάση, εμένα άυπνη και γούρλωνα μάτια, έπινα όποιον καφέ απ' όπου να 'ναι και κάπνιζα, όλοι ψοφίμια κι εγώ άυπνη, θυμάμαι την τουαλέτα στο ξενοδοχείο της Βιέννης με τα πλακάκια σκάκι. Θυμάμαι να ακούω πρώτη φορά εκεί τον Γ. να ροχαλίζει γιατί τον είχα ζαλίσει να μην κοιμηθεί σε όλη τη διαδρομή. Θυμάμαι τη ζωή κασκαντεριλίκι στον δρόμο, με θυμάμαι να βγάζω τρίωρα προγράμματα, να κοπανιέμαι άυπνη, να τραγουδάω, να έχω ενέργεια μέχρι το έβερεστ, θυμάμαι πόσο εύκολο μου ήταν να ντυθώ και να βαφτώ οπουδήποτε για κάθε παράσταση. Γρήγορη πάντα να μου λένε όλα τα αγόρια της μπάντας -ωωω δεν αργείς καθόλου. Θυμάμαι να μη με νοιάζουν τα μαξιλάρια, τα φώτα, η φασαρία, με λίγα λόγια θυμάμαι νεότητα κι ευκολότητα και προσαρμοστικότητα, πράγματα που έδωσαν τη θέση τους σε γριότητα και δυσκολότητα και απροσαρμοστικότητα και ξινίλα και κούραση. Το ύψος και το βάθος, η βασίλισσα της ακραίας ακρότητας. Από τα χίλιατρίαεκατομμύρια πράγματα στο μηδέν. Από την απόλυτη ενεργητικότητα πεντάχρονου στην απόλυτη ακινησία ογδονταπεντάχρονου. Έτσι έχω τις μέρες άλφα και τις μέρες βήτα. Τις μέρες άλφα (τέτοια προβλέπεται η σημερινή), ξυπνάω αφύσικα νωρίς, στις οκτώ το πρωί έχω ήδη απλώσει, έχω ήδη πιεί έναν καφέ, έχω ήδη γράψει, έχω ήδη αερίσει τα σκεπάσματα, έχω τσιτώσει τα σεντόνια, έχω πάει κι έχω έρθει ένα εκατομμύριο φορές πέρα δώθε, έχω κάψει όλες τις θερμίδες της μέρας μέχρι το μεσημέρι, έχω συναντήσει ανθρώπους, έχω έτοιμο φαγητό, σπίτι που τρίζει από καθαριότητα, ψώνια, βόλτα, πρόβα, γάτες, μπαλκόνι, αυλή, έχω γυαλίσει το κομμωτήριο της μαμάς, έχω τελειώσει όλα τα ατελείωτα και είναι ακόμα μεσημέρι και δεν ξέρω τί σημαίνει η λέξη ξεκούραση και ψάχνω αχόρταγα με τα μάτια τί άλλο μένει να κάνω, κι όταν δεν βρίσκω τίποτα σε εμφανές σημείο αρχίζουν τα ντουλάπια και τα μπαούλα και τα συρτάρια κι όλα βγαίνουν έξω και ξαναμπαίνουν μέσα πιο ψυχασθενικά διπλωμένα. Τις μέρες άλφα δεν έχω χέρια και πόδια, δουλεύω στο max, στο τρία σαν κουρδισμένη, ζομπιασμένη, τις μέρες άλφα η εξαντλητική κούραση γίνεται αυτοσκοπός, ακραία παραγωγικότητα, οι μέρες άλφα είναι άχρονες και προκαλούν θορύβους στο σώμα μου κι όταν πλησιάζουν στο τέλος τους, με μετατρέπουν λίγο σε νεότητα κι ευκολότητα και δε με νοιάζουν τα μαξιλάρια και τα φώτα και η φασαρία και μπορώ να κοιμηθώ πάλι παντού και είμαι μαγικά ευχαριστημένη είναι το trait unaire μου η χαμένη απόλαυση και η υπεραπόλαυση και κανείς δεν ξέρει πόσες μέρες κρατάνε οι μέρες άλφα μέχρι που κάποτε ξυπνάω αλλιώς και ξέρω οτι αρχίζουν οι μέρες βήτα. Εκείνες τις μέρες μετά βίας ετοιμάζω πρωινό και καφέ, κι αν μπορούσα να φάω μέσα στη μέρα θα παρέλειπα το πρωινό αλλά πρέπει να το φάω έτσι κι αλλιώς μιας και θα είναι πιθανότατα το μοναδικό γεύμα της/των μέρας/ημερών. Τις μέρες βήτα κάθομαι στη γωνία μου αναβάλοντας τα πάντα, ψηλαφώ μια τριχούλα πάνω από το άνω χείλος μου και δεν μπορώ να πάω μέχρι το μπάνιο να πάρω το τσιμπιδάκι να τη βγάλω, κοιτάζω το άδειο κίτρινο κουτάκι με τα φίλτρα και δεν μπορώ να σηκωθώ μέχρι την κουζίνα να το πετάξω. Τις μέρες βήτα κάνω τα απολύτως απαραίτητα. Τις γάτες μόνο, το μπουκάλι με το νερό για να συμπληρώσω τα πάνωαπότρία λίτρα νερό που πρέπει να πιω, κανένα πούκαιπού κατούρημα, το κινητό μένει ξεφόρτιστο ενώ ο φορτιστής είναι στο ράφι πάνω από το κεφάλι μου, ναα έτσι να κάνω το χέρι τον πιάνω, αλλά πού κουράγιο να κάνω έτσι το χέρι να τον πιάσω, τις μέρες βήτα είμαι ο χιμπατζής στον καθρέφτη του Wallon, τις μέρες βήτα σχεδόν δεν είμαι, τις μέρες βήτα είμαι τόσο όσο για να μην τρομάζουν οι άλλοι, δεν ξέρω τί είναι αυτό που καθορίζει ποιά μέρα θα είναι άλφα η βήτα, μπορεί το σπω, μπορεί τα χάπια, ο κύκλος μου, το κεφάλι μου, η επερχόμενη εμμηνόπαυση, ω δεν ξέρω και ω δεν με νοιάζει. Ο Οκτώβρης μέχρι τώρα είναι σχεδόν όλος μέρες άλφα. Ο Νοέμβριος που περιμένω -άντεάντε -πώςκαιπώς , θα είναι σίγουρα άλφα γιατί είναι λισαβονικός μήνας, α ναι ξέχασα να πω οι λισαβονικοί μήνες και τα λισαβονικά μέρη είναι πάντα άλφα μόνο άλφα μέχρι να τρέξει αίμα από κάπου, δεν έχει σημασία από πού. Απλώνω στα κάγκελα του άδειου σπιτιού της μαμάς από πάνω. Από τη γωνία μου μπορώ να δω το κάτω του μπαλκονιού. Τα παντελόνια της μίας δουλειάς μαζί με τα καλσόν της άλλης δουλειάς πάνε πίσω μπρος κι εγώ τα βλέπω μέσα από το τζάμι, και εμφανίζονται κι εξαφανίζονται κι είναι σαν να κάθεται κάποιος πάνω στην κουπαστή του μπαλκονιού και να κάνει κούνια και μερικές φορές φυσάει κι από αλλού και διπλώνονται τα σκέλη των παντελονιών (έγραψα σκέλη γιατί δεν θα μπορούσα να γράψω τη λέξη μπατζάκια, άκου μπατζάκια) κι ευτυχώς το σκοτεινό σπίτι του βορρά που έχω την τύχη να ζω, έχει αυτόν τον μαγικό αέρα σχεδόν πάντα κι έτσι στεγνώνει τα ρούχα γρήγορα και τους χειμωνικούς μήνες, και μερικές φορές αν τύχει να δουλεύω σε μέρες βήτα που τα κάνω όλα τελευταία στιγμή με το ζόρι, τρέχω πάνω να μαζέψω το καλσόν της δουλειάς παρακαλώντας να έχει στεγνώσει ολότελα, ευτυχώς τα καλσόν στεγνώνουν πρώτα απ' όλα. Το ξεμανταλώνω βιαστικά από το σύρμα και τρέχω κάτω να το φορέσω όσο τα άλλα ρούχα συνεχίζουν να χορεύουν σε ρυθμό tarantelle styrienne- Debussy που ποτέ δεν μ' ενθουσίασε. Όταν φυσάει προς τα έξω, μερικά ρούχα ακουμπάνε στη ροδιά κι έτσι είναι πιθανό όταν τα μαζεύω να πέφτουν φύλλα ή διάφορα ζωντανούτσικα γι' αυτό πάντα πρώτα τα τινάζω να πέσει οτι είναι να πέσει. Μερικές φορές ο άερας είναι μαλακός αλλά πιο όμορφα ρυθμικός κάπως σαν τη συμφωνία 3 του Brahms που πάντα με ενθουσίαζε, αργούν λίγο περισσότερο να στεγνώσουν τότε αλλά δεν έχει καμία σημασία. Οι γάτες ανεβαίνουν μαζί μου όσο απλώνω, κι όταν μου πέφτει κανένα μανταλάκι κάτω στην αυλή,χώνουν τα κεφάλια τους ανάμεσα από τα κάγκελα και κοιτάνε κάτω, εγώ χεσμένη από τον φόβο μου τις τραβάω πιο πίσω και συνεχίζω το έργο μου, το ψυχασθενικό άπλωμα με τα σωστά μανταλάκια στα σωστά σημεία κι όταν τελειώνω και κατεβαίνω στην αυλή, ξαναγυρίζω το κεφάλι μου να δω κι από κάτω τί κατάφερα, να κάνω έναν τελευταίο έλεγχο, μη μου ξέφυγε κάτι, μην άπλωσα κάτι λάθος, σε σημείο που δεν έπρεπε.Κάθε που τελειώνουν όλες οι δουλειές κι επιστρέφω στη γωνία κοιτάζω τον Τσέμπου που κάθεται πάντα στ' αριστερά μου κι έχει πάντα κάπως ένα ευχαριστημένο ύφος, προσπαθώ να μιμηθώ το ύφος του, όχι υπερβολικά ευχαριστημένο, εκείνο το απλό ζουισανσμένο το λειψό που ασυνείδητα πολεμά η μαμά με τα αντιλακανικά τάπερ της να ξεζουισανσνιάσει. Η μαμά μου, η αιώνια μοιράστρια τάπερ γεμάτα ξεχωριστές ανάγκες για τον καθένα. Τάπερ απο παγωτά καϊμάκι, απο φτηνιάρες φέτες του Lidl, από χαλβά καθαράς Δευτέρας, από γιαούρτια 2%, τάπερ που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, γεμάτα ανάγκες και υπεραπολαύσεις σε μικρομερίδες, ω ναι η μαμά μου που έχει ανεβάσει το μοίρασμα σε άλλο επίπεδο και η ανάγκη της να μας ευχαριστήσει είναι πιο μεγάλη από τον αριθμό των τάπερ κι έτσι χρησιμοποιεί και βάζα, βάζα από μέλι, βάζα απο ελιές, από πιπεριές φλωρίνης, δοχεία ηδονής που πάντα παραλαμβάνει άδεια κι επιστρέφει γεμάτα, εκτός από τις φορές που της την σκάω όπως την περασμένη εβδομάδα που της επέστρεψα ένα γεμάτο με φάβα που καταβρόχθισαν με τον μπαμπά. Όμως η μαμά δεν το αντέχει αυτό, παθαίνει χιμπατζή του Wallon όταν παίρνει κάτι γεμάτο, γι' αυτό μετά τη φάβα μου 'χωσε μέσα στο τάπερ ρωσικό φαγητό. Μαμά - Λίνα = ∞ - 0