Dέκα μέρες ξυπνάω, νυστάζω μέσα στη μέρα ναι, αν βρω αυτόν που κάνει τα λογιστικά θα του δώσω ένα τεράστιο φιλί που με απαλλάσσει από το να πηγαίνω στις εφορίες, πάντα θα τους αγαπώ τους λογιστές, έναν συγκεκριμένο πιό πολύ από τους άλλους βέβαια. Ο μπαμπάς φρικάρει που τα χαρτιά μου είναι πάντα σκορπισμένα, ναι είμαι αμελής με αυτά ναι, ποτέ δεν ξέρω που είναι τα εκκαθαριστικά τα βρωμιστικά κι όλα αυτά τα άχρηστα χαρτιά που ποτέ δεν τα κατάλαβα, κάπως έτσι άφησα το βιβλιάριο υγείας να λήξει ναι, και με περίμενε η προϊσταμένη ν' ανέβω στην κλινική για την εισαγωγή κι εγώ το βούρλο συνειδητοποίησα πως το βιβλιάριο είναι ληγμένο κι έτρεχε η μαμά στο ΙΚΑ, είναι τόσες οι εγχειρήσεις που δεν τους δίνω σημασία πια, αυτό φταίει ναι, μα είναι δυνατόν να περιμένουν από μένα να έχω βιβλιάριο υγείας; εγώ θα έπρεπε να έχω ελευθέρας με τόσα μπες-βγες, αν όχι εγώ τότε ποιός; Περίμενα έξω από το νοσοκομείο με τις φλέβες πουτάνα, την πεταλούδα έτοιμη να στάξει πράματα μέσα μου, ναι ήμουν αυτή που σέρνει τον ορό, κι ώσπου να γυρίσει η μαμά με τη σφραγίδα του ΙΚΑ βρήκα ευκαιρία να καπνίσω, και ατυχία δεν είχα αναπτήρα, άπλωσα το αριστερό χέρι με τις κολλητικές ταινίες και το ματωμένο βαμβάκι, ποιός ν' αντισταθεί σε τέτοιο χέρι, μια κυρία μου έδωσε έναν αναπτήρα που έγραφε χαλκιδική με κιτσζch γράμματα κι είχε κι έναν ξεθωριασμένο χάρτη με τρία πόδια, κράτα τον μου είπε, ήταν σεπτέμβριος μάλλον ή είναι σεπτέμβριος δε θυμάμαι, δεν μετράω μήνες μετράω αυγά χαμένα ένα κάθε μέρα μας κάνουν περίπου τριακόσσιαεξηνταπεντε κάπου εκεί ναι ίσως και παραπάνω ίσως θα μπορούσε να είναι αύγο-υστος αλλά όχι δεν είναι, τον αναπτήρα τον έχω ακόμη, δε θα χαθεί ποτέ ο τρίποδος αναπτήρας, ίσως πρέπει να τον φυλάξω μέσα στο πράσινο αηδιαστικό απόβλητο που έχω στη συλλογή με τα αηδιαστικά μου διαφόρων χρωμάτων, στις εφτά το πρωί έχει κρύο, ο ύπνος μου είναι πολύ τουρετικός, κοπανιέμαι, κοιμάμαι στον καναπέ, το κρεβάτι είναι μεγάλο κι έχει υγρασία, είναι μια αράχνη διχασμένη δίπλα, δεν ξέρει αν πρέπει να χτίσει το σπίτι της πάνω ή κάτω από το ράφι, απο κάτω της φωνάζω έχει πιό ζέστη, ενδιαφέρονται οι αράχνες για ζέστη, δε θα το μαθω ποτέ, ούτε αυτό, ούτε γιατί τα ταξίδια πάνω από τον ειρηνικό δε λέγονται υπερειρηνικά, ούτε γιατί το βιβλιάριο ονομάζεται υγείας κι όχι αρρώστιας, γελάω λίγο δεν θα απαλλαγώ ποτέ από τέτοιες απορίες το ξέρω καλά. Μα ναι το βρήκα, είναι Οκτώβρης, Οκτώβρης παντού κι εγώ τιμωρήθηκα που άφησα ίσως και για πρώτη φορά άπλυτα ποτήρια τη νύχτα. Τιμωρήθηκα με τον χειρότερο τρόπο, εκεί μέσα στην πρωινή μαχμουρλίαση πλένοντας τα χτεσινά, μια μεγάλη μαύρη δίπλα στο χέρι μου, με διαπέρασε μουδιαστικό ρεύμα όπως το φυτίλι του δυναμίτη στα καρτούν, ξεκίνησε από το χέρι κι ανέβηκε στο κεφάλι κι εξαπλώθηκε και γλιτώσαμε μια πρωινή λιποθυμία. Ήθελα να ουρλιάξω ο Οκτώβρης δεν είναι μήνας κατσαρίδας, όχι σε μένα, όχι στην σούπερ υστερο-παστρικιά όχι. Είναι Οκτώβρης και το σπίτι είναι ακόμα ξεκάλτσωτο. Πριν εννιά χρόνια ήταν πάλι Οκτώβρης κι εγώ άναβα τη σόμπα τις καθημερινές και το σαββατοκύριακό άναβα το καλοριφέρ. Η Ζαΐρα ερχόταν κι έπιανε πρώτη θέση μπροστά στη σόμπα, δεν κουνιόταν από 'κει, τη λάτρευε τη ζέστη, απορούσα πάντα πώς δεν καίγεται. Τα σαββατοκύριακα που η σόμπα ήταν σβηστή επέμενε να κάθεται εκεί, την κορόιδευα της έλεγα, έλα στον καναπέ χαζούλα όλο το σπίτι είναι ζεστό τώρα. Δε με άκουγε όμως, παρέμενε εκεί ξαπλωμένη, ναι τα σκυλιά είναι πιστά ακόμα και στις σόμπες, και στις σβηστές σόμπες, πιστά στη συνήθειά τους, συγκινούμαι μ' αυτό, πονάω και θέλω να φωνάξω αλλά μένω σιωπηλή, έχουν χαλάσει όλα, έχω κάτι νεύρα, νοιώθω πιο αντικοινωνική απο ποτέ, με πλησιάζουν άνθρωποι για διάφορους λόγους, πουτάνα κωλοδουλειά με αναγκάζεις να μιλάω με ανθρώπους, θέλω να στείλω τη μύτη μου στα σκουπίδια αεροπορικώς, πουτάνα μύτη πάρε τις μύξες σου κι εξαφανίσου από μπροστά μου ναι αεροπορικώς παραβιόν και πάρε μαζί και το λαιμό, τις φωνητικές μου χορδές θα τις κρεμάσω στο δέντρο, είναι κυριακή ή αλλιώς κυριακήμου, ζωάκια κι αυγά και κότες και μαρούλια και ο κήπος του μπαμπά υγρός τρέχουν τα σκυλιά πάνω μου με γεμίζουν τρίχες σάλια, τους χαϊδεύω και τους δύο με τόση μανία τόση αγάπη, με καβαλάνε, θέλω να πέσω κάτω στις λάσπες πώς είναι δυνατόν να επικοινωνώ τόσο άρτια μαζί τους όταν με τους ανθρώπους δε μπορώ να αλλάξω ούτε κουβέντα χωρίς να πεθάνω απο τιποτότητα, οι άνθρωποι με συρρικνώνουν, με στεγνώνουν, μεγαλώνω φοβάμαι μη χάσω την υγρασία μου, θέλω να έχω εκείνη την υγρότητα που να χρειάζομαι φλωτέρ βαρέως τύπου για να πάψω να στάζω, οι εναλλαγές της διάθεσής μου καταντούν αστείες, μπορώ να νοιώσω τα πάντα σε μερικές ώρες, όλη νύχτα πέθανα στο κατούρημα, εε πώς αλλιώς αφού ήπια , όλο το χαμομήλι όλων των λόφων, κι όλο το φλαμούρι όλων των βουνών κι όλο το θυμάρι όλων των βάζων σε μια μέρα, κρόκους και μέλια και σιρόπια και χωρίς τσιγάρο η ζωή είναι άσχημη, χωρίς τσιγάρο ακούς πιο καλά, χωρίς καφέ, γάλα και αυγό και εννιά ώρες ύπνος, καταπίνω καρφίτσες, δεκμεβριάτικος ήλιος, χριστουγεννιάτικος, ωω λες να είναι Δεκέμβριος; με κόκκινο σκουφί, σιχαμένος κωλοήλιος, σκατόκαιρος θεσσαλονίκης, φταίνε τα γαμωπαραμύθια που μας έμαθαν οτι τα χριστούγεννα χιονίζει, ποιόν κοροϊδεύετε ρε μουνιά ποτέ δε χιονίζει αφού, η μαμά θέλει σουπερμάρκετ, ναι θα σε πάω μαμά και θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο μη με κάνεις να είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους, καρφώνω το βλέμμα μου στην πόρτα του σούπερμάρκετ αυτή με το φωτοκύτταρο που όλη την ώρα ανοιγοκλείνει, βγαίνουν από μέσα άνθρωποι λυπημένοι με λυπημένες σακούλες, άσχημοι, γιατί είναι όλοι τόσο άσχημοι, πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχουν όμορφοι άνθρωποι, μπαινοβγαίνουν, φοράνε άσχημα ρούχα και άσχημα παπούτσια, θα φάνε θα πιούνε, διακρίνω κρασιά μέσα στις νάυλον σακούλες τους, λουκάνικα και αλεύρι, ανοίγει πάλι η πόρτα βγαίνει ένας επιτέλους λίγο όμορφος, φοράει έναν κόκκινο σκούφο και ποδιά με το όνομα του σουπερμάρκετ, λυπημένος κι αυτός αλλά όμορφος, πετάει σκουπίδια και πριν μπεί πάλι μέσα, τον σταματάει μια κακοφορμισμένη κοπέλα του ζητάει χρήματα, της χαμογελάει με μια λύπη δεν της δίνει τίποτα, εκείνη επαναλαμβάνει σαν ζόμπι -καλή υγεία να έχετε καλή υγεία να έχετε, σε όποιον μπαίνει και βγαίνει, -έχω δυο παιδιά, είμαι άνεργη μητέρα, καλή υγεία να έχετε, ανοίγω το παράθυρο δεν μπορώ να τη φωνάξω, δεν έχω φωνή, περιμένω να με δεί, με βλέπει της κάνω νόημα να με πλησιάσει της δίνω δυόμιση ευρά και μου δίνει ένα πακέτο χαρτομάντηλα tango premium soft, μου λέει -ευχαριστώ καλή υγεία να έχετε ( χααα σε μένα το λες κυριούλα μου) της λέω σχεδόν ψιθυριστά όλα καλά να σου πάνε, είναι βρώμικη, κι εγώ είμαι γεμάτη τρίχες και λάσπη και σάλια σκύλων και περιμένω αυτήν την καλή υγεία παρακαλάω για την καλή υγεία επιτέλους, πιο ζητιάνα απο 'κείνη, όλοι ζητιάνοι είμαστε, βήχω και καταλαβαίνω πως μπορώ να μιλήσω, κι όμως δε μιλάω, ας μην ξεγλαρώσω που θα 'λεγε κι η μαμά, δοκιμάζω τί είναι αυτό που μπορεί να μου προκαλεί αλλεργία, έκοψα το μαλακτικό κι η αλλεργία συνεχίζει, έκοψα και το απορρυπαντικό, όχι ούτε αυτό είναι, σειρά του αφρόλουτρου ναι μπορεί να είναι αυτό, αν δεν είναι κι αυτό τότε δε μένει παρά μόνο να είμαι αλλεργική στους ανθρώπους τόσο πολύ που να χαλάει το δέρμα μου, έχω το κυριλλικό και με σώζει ευτυχώς με μαλακώνει βοηθάει και στα ψιθυριστά, όλο το σπίτι θα γυαλιστεί, σκούπες και σφουγγαρίστρες και ξεσκονίσματα όλα τα ράφια προσεκτικά εκτός από το ράφι που ζει η αράχνη αυτό θα το αφήσω έτσι κι ας κάνει εκείνη ο,τι νομίζει, εκείνο το πρωί θα είναι πάλι κυριακή, το αγόρι θα κοιμάται μέσα κι εγώ θα έχω ξυπνήσει από νωρίς, το στήθος του θα ανεβοκατεβαίνει αργά, θα φοράω κάλτσες κι εκείνος όχι. Εκείνο το πρωί θα είναι Δευτέρα όπως σήμερα, θα έχω βρεί μια κατσαρίδα στον νεροχύτη της κουζίνας, το δυνατό αγόρι θα την ξεπαστρέψει, θα φύγει μέσα στον μετεωρίτικο αέρα φχίου φχίου, κι εγώ θα μείνω πίσω φοβισμένη να γράφω και να γράφω με όποιο δάχτυλο μπορώ, με κακό ρυθμό αρχάριας πιανίστριας, όπως τότε που πρωτομάθαινα να παίζω τις νύχτες Μόσχας στο πιάνο. Είπα Μόσχας, γύρισα το κεφάλι αριστερά στα ράφια με τ' αγαπημένα. Όλα μέσα στη σκόνη. Δεν μου χρειάζεται κάτι άλλο για να καταλάβω πώς νοιώθω εσωτερικά. Η σκόνη στα ράφια μου το δείχνει ξεκάθαρα. Καπνίζω το τελευταίο μου τσιγάρο πριν ξεκινήσω τις δουλειές. Τα έπιπλα είναι όλα βαμμένα με βερνίκι εμποτισμού γιατί σιχαίνομαι τις γυαλιστερίλες. Ξεσκονίζω πάντα με πεντακάθαρο πανί βουτηγμένο σε χλιαρό νερό με λίγο μαλακτικό ρούχων το οποίο το βάζω πάντα σε ένα μεγάλο πλαστικό παλιό μπωλ φέτας κι όταν τελειώνω το ξεσκόνισμα, το πλένω το στεγνώνω κι εκεί μέσα χωράνε ακριβώς τέλεια το υγρό για τα τζάμια και το υγρό του μπάνιου που μπαίνουν με τα φσιτφσίτια τους να κοιτάνε προς τα έξω. Οι δουλειές του σπίτιού είναι ιερή υπόθεση. Πιστή στη συνήθεια κι εγώ σαν σκυλί, πρέπει όλα να γίνουν με τη σωστή σειρά. Οι δουλειές του σπιτιού είναι σαν ξόρκι. Αν δεν τις κάνω με τη σωστή σειρά δεν θα πετύχει το μαγικό. Ξεκινάω πάντα από τα δύσκολα ράφια με τα χιλιατρίαεκατόνπέντε πράγματα. Ξεκινάω από την ασημένια καράφλα του Λένιν με την καρδερίνα του Φ. κάτω από το στήθος του. Δίπλα ο Πεσσόα με τον Ορφέα στο χέρι. Μπροστά τους οι 5 ξύλινες πράσινες ματριόσκες. Τα ράφια τα έχω ονομάσει σοβιετική Λισαβόνα. Εκείνα που θέλουν μισή ώρα ξεσκόνισμα το καθένα. Να σηκωθούν όλα τα μικροαντικείμενα προσεκτικά να ξαναμπούν προσεκτικά στην ίδια θέση. Τα σοβιετικά σοκολατάκια της Χ. δίπλα στα L.P πλακάκια του Γ, δίπλα στην κόκκινη πορσελάνινη ματριόσκα που μου έκανε δώρο η Σ, δίπλα στην τεντίνια του Γ2, που μπροστά της έχει το δώρο του μικρού Σ, και παραδίπλα το κοράκι του Πόε, το πολωνέζικο φλυτζανάκι της Θ, το ποδήλατο του Η, όλα μπροστά από την καρδιά του Φ. στον τοίχο με το ξύλινο βάζο στην άκρη και τις αποξηραμένες πρώην ροζ αμυγδαλιές που μαδάνε σε κάθε μικροκίνηση, κι εκεί είναι όλο το μυστικό των πραγμάτων που αγαπάμε, τα αγαπάμε ακόμα κι αν μαδάνε και γαμάνε το υστερο-παστρικό μας ξεσκόνισμα. Στην άκρη του ραφιού κρεμασμένο με μια διάφανη πινέζα ένα φλαμίνγκο, το ένα από τα 11 που ζουν εδώ μέσα, ανάμεσα στις εκατομμύρια μικρές και μεγάλες φραούλες, κι έτσι ο χώρος είναι ψυχασθενικά γλυκός, έχω κάνει τα παντρέματα που θέλω κι όποιος αντέξει. Δεν ξέρω πώς μπορούν να συνυπάρξουν ο Βλάντιμιρ με τον Φερνάντο, το κοράκι του Πόε με τα έντεκα φλαμίνγκο, το βινύλιο του Gould με τη γκαζόλαμπα του μπαμπά, είναι κάπως όπως ο κήπος μου. Ξέρω οτι θα τα καταφέρουν, όπως ζει ο κέδρος με τα νυχτολούλουδα και τη δαμασκηνιά, έτσι θα τα καταφέρουν και τα αντικείμενα, όπως τα καταφέρνω εγώ με όλα τα εσωτερικά μου αταίριαστα, ωω λίγο να συνεχίσω αυτή τη σκέψη είμαι ικανή να νοιώσω ενοχές για τα λινίστικα αυθαίρετα παντρέματα, φυσάει θεόμουρλα έξω, η τοστιέρα κάνει τσ τσ τσ, τρώω μισό τοστ και το στομάχι μου πονάει, καταπίνω ανάμεσα σε μιαου και μιαου, βγαίνω έξω στον φρενοαέρα να απλώσω το σκέπασμα, μου γυρίζει στη μούρη, με σκεπάζει ολόκληρη, ξαναθυμάμαι όλα τα πρωινά του χειμώνα, η πιο γνώριμη πρωινή πάλη με τον αέρα. Αλλάζω κουρτίνες, προσθέτω μικρές δαντελικές λεπτομέρειες στο σπίτι, το ξαναφέρνω σιγά σιγά σε μορφή σπιτιού γιαγιάς Τούλας, γίνομαι η γιαγιά που την κορόιδευε η μαμά που έγινε κι εκείνη η γιαγιά, γινόμαστε όλοι αυτό που κοροϊδεύουμε κι όταν τελειώνουμε τις δουλειές κάνουμε όλες τα ήσυχα δικά μας. Η μαμά κάνει γλυκά, η γιαγιά έπλεκε, εγώ γράφω. Η γιαγιά πάντα ημίγυμνη απο πάνω και ξυπόλυτη από κάτω. Η μαμά φασκιωμένη από πάνω και ξυπόλυτη από κάτω. Εγώ ημίγυμνη από πάνω με χοντρές κάλτσες μέχρι το γόνατο από κάτω, κάπως η κάθε μία με τη δική της ισορροπία, να θυμίζουμε η μία την άλλη τόσο όσο, για να κοροϊδεύουμε η μία την άλλη, όσο ίδιες χρειάζεται. Να πίνουμε κι οι τρείς τον ίδιο καφέ διαφορετικά παρασκευασμένο, να έχουμε όλες δαντελικές κουρτίνες, να ζούμε σε παλιά ισόγεια με κατσαρίδες. Είμαι η εξελιγμένη μορφή της γιαγιάς στο ισόγειο που εκείνη πρώτη έζησε, στο ισόγειο που με ξεσκάτισε, στο ισόγειο με τα μουρλά εσωτερικά σκαλιά, ένα να ανέβεις στην κουζίνα, ένα να κατέβεις βγαίνοντας από το μπάνιο, τα σκαλιά που προσπάθησα να φέρω σε ευθεία στο στραβό σπίτι που δεν ξέρει από αλφάδια, που κανένας τοίχος δεν κάνει ορθή γωνία με άλλον, στο ισόγειο που όλα γέρνουν γιατί γερνούν, κι εγώ μαζί κι η μαμά κι η γιαγιά, τρείς λίγο γριές, λίγο νέες, πολύ παιδιά. Όλες γιαγιάδες. Η κανονική γιαγιά, η μεσαία γιαγιά που είναι η μαμά κι εγώ η μικρή γιαγιά. Είναι Οκτώβριος, το βαφτιστικό μας όνομα που χρησιμοποίησα μόνο στο Λονδίνο γιορτάζει. Εγώ και η μεσαία γιαγιά θα πάμε να βρούμε την κανονική γιαγιά κάτω από το χώμα, θα της αδειάσουμε μια χλωρίνη πάνω στα μάρμαρα, θα αντικαταστήσουμε τα παλιά πλαστικά λουλούδια με καινούργια, θα αλλάξουμε το δαντελένο σεμεδάκι, και αφού θα είναι όλα υστερο-παστρικά καθαρά όπως τα θέλει, θα την αφήσουμε να κάνει τα ήσυχα δικά της. Ναι Οκτώβριος είναι τελικά. Σίγουρα.