Oι πρωινές τραγουδίστριες ξυπνούν στις πεντέμιση το πρωί. Περίπου την ώρα που κοιμούνται οι νυχτερινές. Έχω την τύχη να είμαι και τα δύο. Ξύπνησα νύχτα, όχι γιατί ήθελα αλλά γιατί έχω κάπως ξεχάσει τί είναι ο ύπνος. Άν είναι εκείνο που κλείνεις τα μάτια, κι όταν τα ανοίγεις νοιώθεις ξεκούραστος, τότε σίγουρα το έχω ξεχάσει. Πονάω παντού μέσα κι έξω, ο γοφός, ο ώμος, το πόδι, το χέρι, η κοιλιά, άχρηστα όλα άχρηστα. Στον γιαλατζί ύπνο μου βλέπω νούμερα, τιμές, ιατρικές εξετάσεις, ca-125, ca-125, ca- 125 ο τελευταίος εφιάλτης. Σχόλασα σαν καλή νυχτερινή τραγουδίστρια, γιαλατζοκοιμήθηκα και την επόμενη κατουριόμουν σαν μουρλή κι όταν βγήκες από την τουαλέτα του ΑΧΕΠΑ μ' αυτό το βλέμα, κατάλαβα πως πρέπει να μείνω ακατούρητη για ώρες. Δεν τόλμησα καν να πάω να τσεκάρω πόσο χάλια ήταν. 14 Δεκέμβρη 2009 στις φυλακές Διαβατών, εννιά το πρωί θυμάμαι τσεκ ήχου. Με θυμάμαι να περνάω την πύλη σαν πρωινή τραγουδίστρια. Θυμάμαι την πύλη, τρομακτική, σκοτεινή, με πανήψυλα συρματοπλέγματα, πρώτη φορά έμπαινα σε φυλακή, σκεφτόμουν πως είναι να μπαίνεις και να μην ξαναβγαίνεις. Θυμάμαι το ψαχτήρι, θυμάμαι να ανοίγουν τις θήκες από τα όργανα, θυμάμαι τη θήκη του βιολιού που είχε διπλό πάτο και που αν ο βιολιστής δεν την άνοιγε μόνος του, κανείς δεν θα είχε πάρει χαμπάρι. Θυμάμαι που σε αντίθεση με την τρομακτική πύλη, η αίθουσα έμοιαζε με νηπιαγωγείο, ήταν λουσμένη στο φως, με παράθυρα παντού, παράθυρα και κάγκελα και χριστουγεννιάτικο δέντρο και χρωματιστές ζωγραφιές στους τοίχους. Νηπιαγωγείο τεκές. Στις δέκα το πρωί είχε ήδη ντουμανιάσει ο ντουνιάς από τα τσιγάρα. Θυμάμαι το "κοινό", το πιο θερμό κοινό, έμοιαζαν όλοι με παιδιά νηπιαγωγείου, τους θυμάμαι να χειροκροτάνε σαν τρελόμουρλοι, να λένε κι άλλο κι άλλο ενώ δεν ήξεραν ούτε ένα τραγούδι απ' αυτά που παίζαμε. Εκεί κατάλαβα πως όποιος έχει ανάγκη για μουσική το δείχνει, όπως όταν κάποιος έχει ανάγκη για αγάπη, για φαγητό, γι' αλήθεια. Όσο παίζαμε είχε νεκρική σιγή, κάπως σαν το μέγαρο. Κι όταν τελείωνε κάθε τραγούδι, ξεσπούσαν όλοι από χαρά με έναν νηπιαγωγικό ενθουσιασμό. Μέχρι τότε δεν είχα ξανατραγουδήσει ποτέ στις εννιάμιση το πρωί. Με θυμάμαι να γκρινιάζω πάντα για πρωινές πρόβες ή ηχογραφήσεις. Δεν ανοίγει η φωνή το πρωί. Θέλει ώρες να ανοίξει. Κι όμως εκείνο το πρωί τραγουδούσα αηδονιστικά χωρίς ίχνος αλκόολ, μόνο με καφέ και νερό, φορούσα κόκκινες κάλτσες μέχρι το γόνατο και μια μαύρη κορδέλα στα μαλλιά. Ήταν η εποχή κορδέλα να κρύψω μαλλιά που έλειπαν. Όταν ξαναπεράσαμε την πύλη φεύγοντας, το δεξί μου μανίκι είχε κουραμπιεδοάχνη. Ήθελαν με το στανιό να μας δώσουν κουραμπιέδες. Επέμενα να τους λέω πως δεν τρώω ποτέ, μα επέμεναν πιο πολύ από μένα να μου δώσουν. Ξεσκονιζόμουν βγαίνοντας. Έτσι απλά. Έβγαινα έτσι απλά με λίγη άχνη στα ρούχα. Έβλεπα τους έγκλειστους να μας κοιτούν και να μας χαιρετάνε καθώς διασχίζαμε την έξοδο. Πόνεσε απότομα το στομάχι μου όταν σκέφτηκα τί μπορεί να σημαίνει γι' αυτούς η πόρτα εξόδου. Δεν θυμάμαι να ένοιωσα ποτέ πιο σημαντική σαν τραγουδίστρια. Ίσως τότε που τραγουδούσα για τη Θ. Τότε που νομίζαμε οτι θα τη σώσουμε αν μαζέψουμε χρήματα. Πετάξαμε τα καλώδια και τραγουδούσαμε ανάμεσα στα διαζώματα. Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω. Ξυπόλητη κι έτοιμη να κλάψω γιατί ήξερα πως η Θ. δε θα σωθεί γιατί δεν είναι απ' αυτές που θέλουν να σωθούν. Ήταν η μοναδική συναυλία που πλήρωσα εισητήριο για να τραγουδήσω. Ίσως πάλι ξανάνοιωσα έτσι όταν τραγουδούσα Just say I love him δίπλα στον καταξεσκισμένο και κατακαρκινωμένο Θάνο που καθόταν στον καναπέ με το λαμπατέρ και κουνούσε απαλά τον αριστερό του δείκτη του στον ρυθμό. Η Θωμαή, ο Θάνος, το γράμμα -θ. Ο θάνατος, ο θάνατος. Η ζωή , η ζωή, η ζωή...Έτσι προχτές ο μπαμπάς η μαμά η Σ. κι ο Γ. Εκεί στα παγώνια και τα ελαφάκια και τις κοτούλες και στα περιστέρια, λέγαμε μισοαρλούμπες για να μη σκεφτόμαστε τη λέξη απο -θ. Την σκεφτόταν οι μούρες μας, τί κάνουμε εδώ τώρα, τί; τί; ca- 125 τί κάνουμε; πού είναι τα στομάχια μας; ελάτε να πούμε αν πέτυχε ο αγουροξυπνημένος καφετζής τους καφέδες μας, ελάτε πείτε, ναι, εμένα μου τον έκανε λίγο γλυκό, εμένα πικρό, εμένα ελαφρύ, ναι εσύ τί πήρες; ναι συνήθως τον κάνουν πιο γλυκό, άντε ελάτε να κάνουμε οτι ήρθαμε εδώ έτσι τυχαία για μια απλή βόλτα. Τόσο που δεν αντέξαμε την βολτάρικη εξαίρεση, καταλήξαμε στο Lidl για να έρθουμε στα ίσα μας. Ναι, τώρα μάλιστα. Η μαμά να βγαίνει από το Lidl είναι αυτό που όλους μας ηρεμεί. Θέλουμε η μαμά να βγαίνει απο το Lidl. Αυτό το αντέχουμε όλοι. Δεν αντέχουμε να κοιτάζει τη θέα από την άνω πόλη, όχι, αυτό κανείς μας δεν το αντέχει. Στη ζωή δεν είμαστε ποτέ σημαντικοί, κοντά στη ζωή δεν ένοιωσα ποτέ σημαντική. Μόνο κοντά στον θάνατο. Κι η θέα απο -θ αρχίζει. Σε λίγες ώρες θα τραγουδάω σαν πρωινή σε κοπή πίτας. Θα προτιμούσα να τραγουδάω σε κοπή φλέβας. Θα τραγουδάω όσο οι ζωντανοί θα κόβουν μια βασιλόπιτα που θα γράφει πάνω 2024 κι εγώ θα θέλω να ουρλιάξω γαμήστε το 2024, γιατί δε μείναμε στο 2023, στο 2022, γιατί δεν πάμε πίσω στο 1988 που γαμηθήκαμε στα χιόνια κι ο μπαμπάς σκάλισε έναν χιονάνθρωπο και τον έκανε ίδιο με τα ξυλόγλυπτά του κι εγώ πόζαρα με τη μαμά ενώ εκείνος πήρε την agfa pocket κι εκανε κλιτσ-κλατσ και μας έβγαλε να χαμογελάμε παγωμένες; θα σκέφτομαι θα σκέφτομαι θα στρίβει το στομάχι μου, θα το βλέπω να βγαίνει έξω να τρέχει να πάρει αέρα ενώ θα πρέπει να τραγουδάω για τους ευτυχισμενοτο2024, και δε θα νοιώθω καθόλου σημαντική, μόνο θα περιμένω να τελειώσει το πρωινό μαρτύριο να πάρω τα λεφτά να φύγω. Ίσως η βασιλόπιτα να έχει και άχνη, ίσως λερωθώ, ίσως δεν έχει τίποτα καμία σημασία, ίσως τίποτα και τίποτα. Ίσως έχει σημασία που σήμερα θα μπορώ να κατουρήσω. Από Δευτέρα στο Ιπποκράτειο, ξανά ακατούρητη. Ε μετά κλασσικά στο Θεαγένειο που αρχίζει απο -θ. Εκεί κατουράω. Εκεί έχω κάνει και μπάνιο. Εκεί πάλι λοιπόν...Πάμε ναι. Αλλά να βγούμε, κανονικά, απλά. Με λίγη άχνη πάνω στα ρούχα μας. Απλά να βγούμε.