Tο αίμα είναι περίεργο υλικό. Όχι δεν είναι υλικό. Πρώτη Ιουνίου είπαμε αντίο με τη Μερσούλα. Πάνε πέντε μήνες τώρα κι εγώ ανοίγω τα παντζούρια και πονάει πάντα λίγο η καρδιά μου που δεν κατεβαίνει τριποδικά από πάνω. Τόσο δα πριν μπεί ο Νοέμβρης, έγινε η απολύμανση και στρώθηκαν τα χαλιά. Είναι η εποχή που όποιος μπεί με παπούτσια στο σπίτι πυροβολείται αυτόματα. Όποιος εκτός από τις γάτες. Τα μικρόβια που κουβαλάνε οι άνθρωποι, αυτά να φοβάσαι, αυτά φοβάμαι κι εγώ. Τώρα είναι Δευτέρα, 10 μέρες πριν τη Λισαβόνα, κι όλα είναι ίδια όπως κάθε Δευτέρα. Όλα πεντακάθαρα και γυαλισμένα κι εγώ με τα -μη χέρια μου στη γωνία, με πόνους παντού και μερικά αίματα λίγο παντού. Το παπάρι ξαναπέρασε απ' έξω και πέταξε κόκκαλα και ψωμιά στην αυλή. Τα σκούπισα όλα μαζί με μερικές εκατοντάδες ροδιακά φύλλα, μαζί με μερικές βελόνες από τον ιμαλαϊακό μου Κέδρο, μαζί με γατότριχες. Μία κοκκινόλευκη κορδέλα έξω από το σπίτι προειδοποιεί οτι για δύο μέρες θα μας βομβαρδίσουν με κομπρεσέρ. Εγώ μέσα στο άγχος της επικείμενης φασαρίας προσπαθώ να ησυχάσω και να προλάβω να κάνω τα ήσυχά μου μέχρι να αρχίσει το μπρρρ μπαμ μπουμ μαζί με λίγα πουλάκια. Η ατμόσφαιρα είναι γλιτσοβρώμικη έξω, τα εκατοντάδες φύλλα θα έπρεπε να είναι χιλιάδες, τα δέντρα έχουν μουρλαθεί, είναι πράσινα μέσα στον Νοέμβρη, ο καφές μου έχει μουρλαθεί, είναι ξινός κάπως, τον χάλασαν σου λέω ή φταίει που παίρνω όλο της προσφοράς σαν τίμια φτωχάτζα. Προσπαθώ να συνδεθώ στον τραπεζικό λογαριασμό, πρέπει να βρω καινούργιο κωδικό. Οι κωδικοί μου είναι πάντα καντήλια, gamiestekwlotrapezes με διάφορους αριθμούς και σύμβολα και κεφαλαία και διάφορα άλλα παπάρια ασφαλείας. Ο καφές των 07.00 απέτυχε. Τώρα κοντέυει 10.00 και μόλις έφτιαξα τον δεύτερο. Θυμήθηκα που πήγα για δοκιμαστικό στο Balham στο καφέ του σταθμού έξω από το Wandsworth common. Η κυρία είχε μια βιντατζομηχανή του καφέ κι εγώ έπρεπε να φτιάξω έναν flat white και τον έφτιαξα και η κυρία ενθουσιάστηκε με τον καφέ μου και τ' αγγλικά μου και τις ασυναίσθητες κινήσεις καθαριότητας και την ταχύτητά μου, κι εκεί που όλα ήταν καλά κι εγώ έτοιμη να πηδήξω από τη χαρά μου που βρήκα δουλειά, μου έσκασε το παραμύθι πως θα πρέπει να ανοίγω το καφέ στις πέντε το πρωί που για μένα σήμαινε να ξεκινάω από το σπίτι στις τέσσερις που σήμαινε πως έπρεπε να βγω μόνη στη στάση να περιμένω το 57. Είπαμε αντίο και με την κυρία κι ήταν πάλι 1η Ιούνη. Πήρα μαζί μου τον καφέ που μόνη έφτιαξα και μπήκα στο πάρκο. Φορούσα γυαλιά ηλίου με λευκό σκελετό. Τηλεφώνησα στη μαμά σαν μεταναστευτιάρικο μαμόθρεφτο κι η μαμά έλεγε εε μα ναι παιδί μου δεν πειράζει καλά έκανες, σιγά μην βγαίνεις μόνη σου μέσα στη μαύρη νύχτα, δεν πειράζει αγάπη μου θα βρείς άλλη δουλειά και άλλα τέτοια, κι εγώ την άκουγα κι έπινα τον καφέ και σκεφτόμουν ωω ρε καφεδάρα που έφτιαξα κι η μαμά συνέχιζε μέχρι που κλείσαμε το τηλέφωνο ναι ναι παιδί μου δεν το συζητώ καλά έκανες ναι άντε άντε άντε γεια. Η μαμά λέει πρώτα τρία άντε και μετά ένα γειά πριν κλείσει κάθε της τηλεφώνημα. Είναι Δευτέρα κι εγώ πίνω τη δεύτερη αποτυχία μου και σε λίγο θα προβάλουν οι ξανθιές αραιές μπούκλες της μαμάς έξω από την πόρτα της αυλής. Η μαμά πήρε τον μπαμπά και ήρθαν στη δουλειά μου. Τρείς ώρες τραγουδούσα κι εκείνοι στο λίγο παραπέρα τραπεζάκι αγκαλιασμένοι τραγουδούσαν κι αυτοί. Ο μπαμπάς καταβρόχθιζε λίγο και φυστίκια, η μαμά χόρευε στην καρέκλα σαν μπλουζοροκού. Ακουμπούσαν τα κεφάλια τους γερμένοι ο ένας στον άλλο. Οι αραιές ξανθιές μπούκλες της μαμάς σε χρώμα κομμωτριί, δίπλα στις πρώην πυκνές καυσαερί μπούκλες του μπαμπά που τώρα που ασπρίζουν αραιώνουν κι αυτές. Εγώ πήρα κι απ' τους δύο. Οι μπούκλες μου είναι αραιές προς τα πάνω και πυκνές προς τα κάτω σε χρώμα μαύρο μεσηλικί. Μερικές φορές τραγουδάω και ο ανεμιστήρας απέναντι, που μου είναι πιο απαραίτητος κι από το μόνιτορ, μου φέρνει καμιά μπούκλα μέσα στο στόμα, κι εγώ όπως όλοι ξέρουμε αν με ακουμπήσει τρίχα κοντά στο στόμα μπορώ να ξεράσω τρείςχιλιάδες εμετούς, γι αυτό πάντα όταν τραγουδάω τα μαλλιά είναι πίσω πίσω πολύ πίσω, και τα χέρια έτοιμα να απομακρύνουν οτιδήποτε χνουδωτό από την τριχοευαίσθητη περιοχή. Τρείς ώρες πάνω στη σκηνή, καθιστή πια, ω ναι περνάνε τα χρόνια και καθόμαστε κι εγώ θυμάμαι τα παλιά χρόνια που τραγουδούσα όρθια πάνω σε δωδεκάποντα μπας και ψηλώσει το μπασμένο 1.64 μου. Όλα αυτα τα μικρά που κάναμε και δεν κάνουμε. Αυτό είμαστε. Είμαστε αυτό που είμασταν κι αυτό που γίναμε. Είμασταν ενεργητικοί και παθητικοπάθαμε. Είμασταν χοντροί κι αδυνατίσαμε, είμασταν αλκοολικοί κι απεξαρτηθήκαμε, είμασταν ενοχικοί και σταρχιδιστήκαμε, είμασταν ευτυχισμένοι και δυστυχήσαμε, είμασταν όρθιοι και γίναμε καθήμενοι, βγαίναμε έξω ξεβράκωτοι και τώρα φοράμε παλτά και κασκόλια, καπνίζαμε δυό πακέτα και τώρα μετράμε τα τσιγάρα σαν κότες, ξυπνούσαμε το μεσημέρι και τώρα αν ξυπνήσουμε μετά τις οκτώ είναι έγκλημα, κοιμόμασταν ανενόχλητοι για ώρες και τώρα στο τρίωρο σηκωνόμαστε για κατούρημα, κάναμε χατήρια και πεθαίναμε από το άγχος και τώρα δεν κάνουμε αλλά πάλι πεθαίνουμε από το άγχος, είχαμε στομάχια με γαλβανιζέ επίστρωση από μέσα και τώρα τρώμε λίγο φρέσκο κρεμμύδι και το στομάχι μας είναι πιο ευαίσθητο από το δέρμα της πριγκίπισσας με το μπιζέλι, κλαίγαμε με το τσικ και μετά δεν κλαίγαμε και τώρα πάλι κλαίμε, είμασταν ατρόμητοι και γίναμε φοβισμένοι, είμασταν τί σκατά είμασταν και ποιός ξέρει τί σκατά θα γίνουμε. Είμασταν μόνοι κι είμαστε πιομόνοι. Το πιο όμορφο ξημέρωμα το είδα μόνη. 18 Νοέμβρη 2017, στον όγδοο όροφο Παπαναστασίου με Συμεωνίδη στο κτίριο με το αστείο όνομα θεαγένειο που θα έπρεπε να λέγεται καρκινο-νοσοκομείο, στον θάλαμο με το αστείο όνομα χειρουργικό-ογκολογικό μαστού που θα έπρεπε να λέγεται όροφος κομμένου βυζιού, ε λοιπόν εκεί στο καρκινικό μπαλκόνι είδα το πιο πονετικά υπέροχο ξημέρωμα ανάμεσα απο κεραίες που έκαναν τζζζζζζ, εκεί με τα καράβια που περίμεναν στο κενό, με τον θολό Όλυμπο που έμοιαζε ολόκληρος σαν ένα κομμένο βυζί, εκεί που όσες είμασταν τυχερές μπήκαμε και βγήκαμε με δύο βυζιά, οι άτυχες έφυγαν με ένα ή κανένα. Τότε που συνέβη το πιο τρομακτικό του κόσμου, ήμουν πάλι μόνη. Μόνη να νοιώθω το ράψιμο, τα τραβήγματα, να ακούω όσους ήταν στο χειρουργείο να μιλάνε και να μη μπορώ ν' αντιδράσω, να σκέφτομαι τώρα θα κουνήσω τα δάχτυλα των ποδιών μου για να καταλάβουν οτι ξύπνησα κι αυτά ακούνητα, τότε που όλα τα ένοιωθα όλα τα σκεφτόμουν μα ήμουν η πιο ανήμπορη του κόσμου κι άρχισα να πνίγομαι κι άκουσα να λένε - ξύπνησε - ξύπνησε κι ένοιωσα έναν χοντρό σωλήνα να βγαίνει βίαια από το λαρύγγι μου και πήρα ανάσα σαν λαχανιασμένη κι έτρεμα και για δύο μέρες δεν είχα φωνή και σου έλεγα κάτω από το δέντρο του κυλικείου θα τους κάνω μήνυση αν χάλασε η φωνή μου, τότε που ήταν 17 Νοέμβρη κι εγώ έκλαιγα μόνη μόλις τελείωνε το επισκεπτήριο, κι έβγαινα μέσα στον ψόφο με τις μωβ παντόφλες να καπνίσω στο μπαλκόνι με τα πολύ ψηλά αντιαυτοκτονικά κάγκελα και τελικά χάλασα τη φωνή μου μόνη μου, έτσι είναι όταν είσαι κοντρόλ φρηκ, τουλάχιστον να ελέγχεις τις καταστροφές μόνος. Κι όταν τα ανέβα κατέβα στον όγδοδο για έξι μέρες τελείωσαν, γύρισα στο σπίτι με μια τομή υπερσουλουπωμένη σε σχέση με άλλες, κι έβαζα ξυπνητήρι κάθε μέρα για να παίρνω φάρμακα. Ξυπνούσα πάντα πριν το ξυπνητήρι, τέτοια είμαι ξυπνάω πριν τα ξυπνητήρια, πριν τελειώσουν τα χειρουργεία μου, πριν γίνει σεισμός, πριν χτυπήσει το τηλέφωνο, πριν ξημερώσει η μέρα, πριν τελειώσει το πλυντήριο, πριν γεμίσει ο αφυγραντήρας, πριν ξεκινήσουν να μυξοκλαίνε οι γάτες, μόνο έτσι. Ή πριν, ή καθόλου. Έτσι μια μέρα θέλω να πέσω όμορφα για ύπνο σε καθαρά σεντόνια και να μην ξυπνήσω, μα κάπως μαγικά όσοι αγαπάω να είναι προστατευμένοι, τα ζώα μου ταϊσμένα και τα δέντρα μου ποτισμένα, η αυλή καθαρή και το σπίτι να λαμποκοπάει, έτσι το έχω φανταστεί ήσυχο το τέλος όπως στο δωδεκάλεπτο adagietto του Μalher, ένα απαλό κλείσιμο, σαν ξεθωριασμένη ανάσα που χόρτασε αέρα, σαν το τελευταίο χασμουρητό του ροζ πάνθηρα που όταν κλείνει το στόμα, κλείνουν και τα μάτια και τσουπ ύπνος. Προς το παρόν ξυπνάω και κάνω όλα τα ρουτινοπράματα με την ίδια σειρά. Οι πόνοι μου είναι αφόρητοι, ανασαίνω ξυράφια, τα πλευρά μου είναι σαν διαλυμένα κάπως και εκεί μέσα στα νυχτοκλάματα που φώναζα δεν αντέχω άλλο δεν αντέχω άλλο, μπούκωσα τόσο από τις μύξες που μου ήρθε εμετός και πήγα στο μπάνιο και ήμουν όλη κόκκινη, όλη η μούρη κόκκινη να ψήνεται να καίει το κεφάλι μου, δεν ξέρασα τελικά, μόνο φύσηξα τη μύτη μου έτσι άγαρμπα όπως πάντα κάνω γιατί δεν ξέρω πώς τη φυσάνε οι ενήλικες. Έριξα νερό στα κόκκινα μούτρα μου κι είχα κάτι μάτια πρησμένα κι ήμουν όλη σαν σκατά πατημένα που ευτυχώς κατάφεραν να κοιμηθούν μερικές ώρες. Ναι εκεί μέσα στα νυχτοκλάματα ησύχασα με λίγο νερό στη μούρη, εκεί που φώναζα δεν μπορώ δεν μπορώ, τελικά μπόρεσα, τελικά πάντα μπορώ, πάντα μπορώ κι άλλο. Τους υγιείς δεν μπορώ μόνο. Με νευριάζουν πια. Θέλω όλες οι φίλες μου να είναι γιαγιάδες έξω από το ΙΚΑ. Να λέμε μόνο πόσο πονάμε και πού, να λέμε τί φάρμακα παίρνουμε πόσα την ημέρα, τι πλέξαμε, τί μαγειρέψαμε, τέτοιες θέλω. Βαρέθηκα να είμαι η πιο άρρωστη συνέχεια, βαρέθηκα να τελειώνει το ένα και να αρχίζει το άλλο, δεν κουράστηκα, βαρέθηκα με κανονική βαρεμάρα. Ο μπαμπάς έκανε πάλι το θαύμα του κι έσωσε τη μεγάλη κορνίζα που φρόντισα με λινίσια μαεστρία να σπάσω, ναι δεν έφταιγα πολύ, το τζάμι ήταν της πλάκας, έμεινε ο Hammershøi χωρίς τζάμι, ίσως καλύτερα τελικά, εκεί στο υπόγειο εργαστήριο του μπαμπά εγώ ήμουν ευτυχισμένη κι ας έσπασε το τζάμι, εκεί μέσα μαστορεύοντας είμαι πάντα τόσο ήρεμη, με την ανελίνη δίπλα μέσα στο εμαγιέ κατσαρολάκι με τα γαλάζια λουλούδια, μπορώ να περάσω ώρες έτσι τρίβοντας με το γυαλόχαρτο, βερνικώνοντας με το πρρρρ του Λουί δίπλα και τα μυξοκλάματα του Σίμπα για χάδια και τις κότες τριγύρω και λίγο τα τρεξίματα των αρουραίων απο πάνω, και τον μπαμπά να έρχεται που και που να δει αν έκανα καμιά μαλακία, και το μαστόρεμα πάντα να καταλήγει σε ψαχούλεμα και πάντα ν' ανακαλύπτω κάτι, κανένα παλιο σκουριασμένο πόμολο ή κανένα παλιό κλειδί, και το ψαχούλεμα στου μπαμπά να καταλήγει σε ψαχούλεμα στης μαμάς και να ενθουσιάζομαι με τις ανακαλύψεις κι η μαμά να λέει -μα στο έδειξα αυτό και δεν το ήθελες κι εγώ να ενίσταμαι -αποκλείεται να μου το έδειξες ααα το θέλω το θέλω και να γυρίζω σπίτι με τις παλιατζούρες θησαυρούς μου κι άντε βρες χώρο πάλι για καινούργια μπιχλιμπίδια κι ο μπαμπάς με τη μαμά γελάνε και προχτές γυρίζοντας από το χωριό μου έφεραν δώρο τα ασήκωτα ρώσικα εμαγιέ του παππού κι εγώ πάλι χοροπήδηξα και έφτιαξα φιδέ μέσα στην εμαγιέ κατσαρόλα με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και όλα είναι πιο νόστιμα όταν είναι μαγειρεμένα μέσα σε όμορφα σκέυη, και παρόλη την αρρώστια και τη μύξα και τους πόνους, ο καημός μου ήταν να μαγειρέψω μέσα στην καινούργια μου παλιατζούρα, κι ο φιδές ήταν τόσο πηχτός και πάλι φταίει που ήταν κομμένος και δεν ήξερα πόσο να βάλω μέσα, αλλά καλύτερα από το να είναι νερομπλουκιασμένος, τώρα πάλι ιδρώνω, πέφτει πάλι ο πυρετός, πέφτει για να σηκωθεί μέσα στη νύχτα να με σηκώσει κι εμένα να τρέμω σαν ψάρι κι αύριο πρωί εκεί μαζί με τους αλλους ημίφτωχους ή φτωχούς να περιμένω να πάρω επίδομα φτωχατζίας, και να γυρίσω σπίτι ήσυχη και ημιτίμια και ντριιιν ντριιν από το Παπαγεωργίου σας παίρνουμε, είστε σε λίστα για χειρουργέιο, ααα ναι είμαστε σε λίστα και για 'κει, με συγχωρείτε είναι τόσα τα χειρουργεία που ξεχάστηκα αλλά εσείς πάντα με θυμάστε τί καλοί είστε, τί γλυκούληδες. Δώστε μου μερικές μέρες όμως, σε δέκα έχει Λισαβόνα και όπως ξέρετε πατερίτσες και Λισαβόνα δεν ταιριάζουν. Ξέρετε είμαι κουλή μη γίνω και κουτσή, δείξτε λίγο έλεος, άα εντάξει αν είναι για αργότερα ναι βέβαια χαρά μου, αλοίμονο άλλο ένα χειρουργειάκι μια χαρά, θα βάλω τα φραουλένια μου και θα 'ρθω. Θα βάλω και ξυπνητήρι αλλά θα ξυπνήσω πριν χτυπήσει, μόνο κάντε μου μια χάρη, βάλτε τη σωστή ποσότητα αναισθητικού είμαι κάπως έξτρα ευαίσθητη και ξυπνάω νωρίτερα, δεν μπορώ να μείνω αναίσθητη για πολύ. Θέλω να επιστρέψω στην ευαισθησία μου, ναι άντε να είστε καλά κι εσείς, περιμένω με ανυπομονησία.