D.nD...p.M.p.p


    K λώτσησα κατά λάθος τον κουβά με τα φύλλα που μαζεύω μέρες τώρα για λίπασμα, και σκόρπισαν παντού κι έτρεχα σαν τρελή με την πορτοκαλί σκούπα να  τα  ξαναμαζέψω όσο  οι γάτες μπλέκονταν στα πόδια μου κι έπαιζαν με το φουστάνι μου, που ανέμιζε ο αέρας. Ξεπάγιασαν τα χέρια μου κι ώσπου να τελειώσω τα πάντα, γύρισα και είδα ένα άσχημο τετράτροχο πράμα να κλείνει την πόρτα, και πάλι δεν πρόλαβα να δω ποιό παπάρι βαρέθηκε να κάνει δέκα παραπάνω βήματα και αποφάσισε -γιατί έτσι μπορεί η κουραδοσυνείδησή του, να μου κλείσει την πόρτα. Μπήκα μέσα με νεύρα, πήρα ένα Α4, κι έγραψα με κόκκινο μαρκαδόρο και κεφαλαία, ΘΕΡΜΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ, ΜΗΝ ΜΑΣ ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, το στερέωσα στον υαλοκαθαριστήρα,  κι ύστερα σκέφτηκα μήπως έπρεπε να το γράψω ανορθόγραφα για να το καταλάβει, μήπως έπρεπε να κάνω ένα σκίτσο, μήπως έπρεπε να περιμένω να δω πώς μοιάζει η φάτσα της κουραδοασυνείδητης διποδίας, μα κρύωνα και βαριόμουν και δεν ήθελα να ανακατευτώ πρωί πρωί, ανακατευόμουν όλο το βράδυ κι ήταν αυτή αρκετή αναγουλίαση για μία μέρα. Η βδομάδα γέμισε κούτσα κούτσα πάλι με πράγματα, πρόβες στα υπόγεια που μυρίζουν μούχλα και που έχουν κρύο στην αρχή κι ώσπου να τελειώσουμε έχουμε τσιτσιδωθεί όλοι κι έχουμε κουραστεί και βγαίνουμε έξω στον κόσμο που ζει στον πάνω όροφο και είμαστε όλοι λίγο σαν ζόμπι και χαιρετιόμαστε και ανανεώνουμε το ραντεβού μας κι ένας φεύγει απο πάνω κι άλλος από κάτω. Από εκείνο το βράδυ που έχασα τον αγαπημένο μου αναπτήρα και ακόμα δεν το έχω ξεπεράσει, με έχει πιάσει μια μούρλα και δεν αντέχω τους κανονικούς αναπτήρες γιατί εκείνος ήταν μαγικός. Για να μπορέσω να το ξεπεράσω έστω λίγο, αποφάσισα εδώ και μερικούς μήνες οτι ο αναπτήρας που κρατάω θα πρέπει να είναι ακριβώς στο ίδιο χρώμα με τα νύχια μου, το οποίο είναι και πρακτικό μιας και κανένα αρχίδι δεν θα μπορεί να μου τον κλέβει. Έτσι πέρασε το μισό καλοκαίρι με κίτρινους και πορτοκαλί αναπτήρες, με λευκούς και γαλάζιους, κι όταν ζωγράφισα φράουλες στα νύχια μου ήμουν σε μικρή ανώφελη ανόητη απόγνωση μα και πάλι δεν πτοήθηκα, πήρα τον κόκκινο και τον ζωγράφισα κι εκείνον και τον έκανα μια μεγάλη φράουλα σε αναπτηρί σχήμα, κι εκείνη τη μέρα που πήγα στη δουλειά με άβαφα νύχια ο Β. με ρώτησε ωωχ Λίνα δεν έχεις αναπτήρα; έκοψες το κάπνισμα; γελούσαμε μισή ώρα, και την Παρασκευή που κατέβηκα και ξέχασα τον αναπτήρα μου και άρχισα να τους γκρινιάζω και ξεφυσούσα και φρίκαρα κι είχα αυτή την ξινή μούρη που ξέρουν όλοι καλά, εμφανίστηκε ο Τ. με έναν όμορφο ζαχαρί αναπτήρα και είπε με το γνωστό ύφος, -έλα μωρή πάρε, και είναι αυτές οι ωραίες στιγμές που είναι ωραία να δουλεύεις με ανθρώπους που σε αγαπάνε και τους αγαπάς κι ας μη σε αντέχουν ώρες ώρες. Στη δουλειά έχει αρχίσει να γίνεται χαμός, ο κόσμος δεν χωράει να σταθεί, εγώ πίνω λίγο παραπάνω  απ' όσο θα έπινα αν ο κόσμος χωρούσε. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου ανθρώπους που περνάνε από μπροστά μου, κάθομαι στο φτιαγμένο από κάσες μπύρας σκαμπό μου κι η μέση μου είναι στον αέρα για τρείς ώρες, και το πόδι μου το ίδιο, και όταν έχω τα κορτιζονοπρηξίματα δε βολεύομαι καθόλου, όταν δεν τα έχω όλα είναι πιο καλά. Αυτό το πτυσόμενο βόλεμα και μετά ξεβόλεμα, κάθομαι πάντα με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, συνήθως το δεξί πάνω στο αριστερό γιατί αν κάνω το ανάποδο το σιδεροπόδι πονάει. Κοπανάω τα σέηκερ και τα ντέφια και γεμίζω μελανιές και αυτοπονιέμαι, γυρίζω τα ξημερώματα και κάθε Σάββατο πρωί το δεξί μου μελανιασμένο μπούτι πονάει. Τα φουστάνια μου είναι όλα σκισμένα από τις γάτες. Τρυπίτσες από νυχάκια, από πλάσματα που κρέμονται από πάνω μου, κρέμονται από πάνω μου κι αυτόν τον καιρό κρέμονται πολλά πλάσματα από πάνω μου, με νυχάκια και μη. Τα χωρίς νυχάκια πονάνε πιο πολύ, τα χωρίς νυχάκια μου τρυπάνε την καρδιά κάπως, πονάνε όλες οι καρδιές μου. Παρασκευή πρωί σκούπιζα την αυλή με μανία με μανιασμένη μανία και περνούσαν τα σχολικά παιδάκια από τον δρόμο, ναι πώς να με βλέπουν; να με βλέπουν όπως έβλεπα εγώ την κυρ Άννα; να με φοβούνται; την έβλεπα σαν μάγισσα, να με βλέπουν λες σαν μάγισσα;  σκουπίζω γιατί δεν αντέχω, σκουπίζω γιατί δεν ξέρω τί να κάνω το πρωί, δεν ξέρω πώς να νοιώσω, δεν ξέρω πού να βάλω τον πόνο, σκουπίζω μήπως τον σκουπίσω, μήπως τον σύρω μέσα στο φαράσι και τελικά τον πετάξω σε έναν κάδο. Σχόλασα,  είναι 0400, σχόλασα και κρυώνουν τα μπούτια μου και κρυώνω και πονάει ο πόνος μου και πονάνε οι καρδιές μου και δεν μπορώ να σκουπίσω τέτοια ώρα, μακάρι λίγο να σκούπιζα, και πονάει το στομάχι μου και πεινάω και πότε έφαγα τελευταία φορά; ποιός θυμάται; πότε κοιμήθηκα; πότε γέλασα; Ξεκλειδώσαμε την πόρτα πριν πολλά χρόνια που ήταν Γενάρης 2024 ( πριν πόσα χρόνια ήταν Γενάρης 2024; πολλά ε;;) και σου είπα, είμαι χαρούμενη που βγαίνουμε έξω.  Πότε ήταν που ήμουν χαρούμενη; πόσα χρόνια πέρασαν; είχα στομάχι τότε; έτρωγα; Σχόλασα και ναι ήπια και ναι έβγαλα λεφτά και ναι θα πάνε όλα εκεί στους κυρίους που με βάλανε να φυσήξω εκείνο το άσχημο, ναι ήπια, ναι ήπια κωλάντερα κύριε με το άσχημο καλαμάκι, ήπια ναι, δούλευα κύριε, ήμουν σοβαρή, του μιλούσα αυστηρά και σοβαρά, τον μάλωσα, -εγώ δεν είμαι κοριτσάκι που βγήκε να κουνηθεί, εγώ δουλεύω και ναι πίνω όταν δουλεύω, ναι κύριε γίνεται της πουτάνας στη δουλειά, με πιάνουν, με ακουμπάνε, με κερνάνε, μου μιλάνε, πρέπει να πιω κύριε, είναι μέρος της δουλειάς, πόσα θέλετε; διακόσσια; εντάξει θα δουλέψω και θα έρθω να τα πληρώσω μόλις φεβρουαριάσει. Φεβρουαρίασε και μου έκλεψαν το σπίτι και μου έκλεψαν τη λέξη "χαρούμενη", κι έχασα τον Μίξα, πάει ο μιξούλης με το ένα μάτι, πάει πάει το γατάκι μου, κλαίω για την γαμημένη αυγοθήκη της μαμάς μου, πετάξτε τις αυγοθήκες, ποιός τις θέλει; σταματήστε να γεννάτε κωλόμωρα, πετάξτε τις αυγοθήκες σας να κοιμηθείτε ήσυχες. Ηλίθια φύση, γυναίκες με αυγουλιέρες που αρρωσταίνουν, αυγουλιέρες και γαλατιέρες, μαστοί και ωοθήκες άχρηστα μαλακισμένα όργανα που αρρωσταίνουν για να κλαίμε. Κλαίω και κλαίω και μετά σταματάω και μετά κλαίω και ξανασταματάω γιατί το πρόγραμμα είναι γεμάτο. Γενική κλινική, Ιπποκράτειο, διαγνωστικά, Παύλου Μελά, Πολυτεχνείου, Λ. Σοφού, όλα με τα πόδια, κατηφορίζουμε 6 ωοθήκες με τα πόδια, δύο εγώ δύο η αδερφή και δύο η μαμά και έτσι και οι έξι κατηφορίζουμε την Αντιγονηδών και ακούω μια ανήσυχη φωνή και είναι το Ανιάκι με το μπουφάν της, πρωινό Ανιάκι θεραπευμένο που μας αγκαλιάζει και τις έξι  αναπάντεχα γιατί αναπάντεχα μας βρήκε. Κλαίω πάλι λίγο και τρέχω σαν το άλογο πάνω κάτω, η μετακλεπτική ρουτίνα με κουράζει, να ανάψω τα έξω φώτα, τα μέσα φώτα, τα πάνω φώτα, να σβήσω το μεγάλο να ανάψω το μικρό, τα φώτα, οι γάτες, η  acs, να δουλέψω, να δουλέψω, να κλάψω, να σταματήσω, να σιχαθώ, να θυμώσω, σκουπίδια. Στέλνω τον καρκίνο της μαμάς μου, όλον της τον καρκίνο τον στέλνω χωρίς τύψεις ναι Ανιάκι στο είπα, χωρίς τύψεις, τον στέλνω να ψοφήσουν τα αψόφηστα σκουπίδια, όχι δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία, φυσικά και όχι. Θέλω να έρθει ο Τζον  Κόφι να ρουφήξει από τη μαμά όλα τα κακά και να τα φυσήξει με μεταστατική δύναμη μέσα σε δίποδα σκουπίδια. Δεν με νοιάζει να είμαι καλός άνθρωπος γιατί είμαι έτσι κι αλλιώς. Στέλνω καρκινοκατάρες με ευκολία, είναι ελευθερία να μην πιστεύεις σε θεούς κι ανώτερες μαλακίες. Θέλω να γυρίσω τον χρόνο πριν, να γίνει Γενάρης, να μην ξέρω τίποτα, να λέω "χαρούμενη", να είμαι στο χωριό σου, να σε έχει μόλις κουρέψει η μαμά μου, να είσαι όμορφος, να σε φιλάω στα χιόνια, να τρως μελομακάρονα και να γιορτάζεις, θέλω να μου πεί κάποιος αν η φυσικοθεραπεία είναι το αντίθετο της χημειοθεραπείας, η μαμά μέχρι τώρα έκανε μόνο φυσικοθεραπείες κι έβγαινε με το ωραίο της κασκολάκι για να μην κρυώνει ο αυχένας της, η μαμά πρέπει να κάνει μόνο φυσικοθεραπείες, γιατί κάνει το αντίθετο; γιατί; είναι 0426, σχόλασα και πληρώθηκα και στρίβω τσιγάρο και το μαξιλάρι μου θα είναι κρύο και πρέπει να αντέξω το σαββατοκύριακο γιατί τη Δευτέρα έχει Παύλου Μελά. Κοιτάζω την πρόγνωση του καιρού έτσι μηχανικά, λες κι έχει σημασία, κάνω όσα έκανα και πριν λες κι έχει σημασία. Περνάνε οι ώρες και ήρθε η Κυριακή και με περιμένουν και οι κοτούλες κι εκείνη η μαύρη κοτούλα η γυαλιστερή η αγαπημένη μου. Περιμένω το πλυντήριο να κάνει μπιπ και μετά πάλι μπιπ, αα τώρα θυμήθηκα γιατί κοίταξα την πρόγνωση ναι θα απλώσω μέσα, εντάξει πλυντήριο σε ακούσαμε, θα σε απλώσουμε μέσα να μας υγρασιάσεις το σπίτι, να κάνεις τον αφυγραντήρα να πάρει φωτιά, ναι ήταν που ήταν η πιο απαραίτητη συσκευή εδώ μέσα, τώρα χαμός, πλυντήρια, κλάμματα, μύξες, χαμός, τί να πρωτοαφυγραντήσει ο καημένος. Όλοι καημένοι σ' αυτό το σπίτι. Εγώ; τί εγώ; ε εγώ τα γνωστά. Έχω έναν επιχείλιο ( σιγά που δεν θα είχα), σαν αποτυχημένο υαλουρονικό. Όλη η αριστερή πλευρά είναι σαν σκατά, έχω ξεβαμμένα νύχια σε χρώμα μπλε ηλεκτρονικί, ίδια με τον αναπτήρα που μου πήρε η μαμά προχτές μετά την αξονική, έχω πονοκέφαλο και πυρετό, έχω άλουστα μαλλιά σε σχήμα μουρλί από τον αέρα, έχω στομάχι τρενάκι του τρόμου, έχω πληγή μέσα στο στόμα γιατί αυτοδαγκώθηκα και όταν τρώω λεμόνι πηδάω στο ταβάνι, έχω κι εναλλαγές διάθεσης λίγο χειρότερες από τον καιρό της Ιρλανδίας, ε περίπου κάθε τέταρτο. Από την απόλυτη απελπισία στην απόλυτη αισιοδοξία και τούμπαλιν. Ναι αυτά.  Ευτυχισμένο το 2024 είπα; Λέω τώρα.