Lolita Pluma

 Hμουν στο τρένο εκείνο που μετράει σχεδόν πενήντα χρόνια. Είχα ήδη περάσει πολλές στάσεις, Στάση Παιδική Ηλικία, Στάση Αυτοκαταστροφή, Στάση Βία, Στάση τριχοτιλλομανία, Στάση Απελπισμός, Στάση Εκφοβισμός, Στάση Βία, Στάση Συνεξαρτηση, Στάση Αλκόολ, Στάση ΚιΑλληΑυτοκαταστροφή, Στάση Ανεξέλεγκτο άγχος. Εσύ ανέβηκες μία Τετάρτη βράδυ στη Στάση Άβυσσος που βρισκόμουν για πολύ καιρό. Δεν έμπαινε φως από πουθενά στο μαυριδερό μου ταξίδι και ξαφνικά εκείνη την  Τετάρτη βράδυ με κριθαράκι ολικής, ανέβηκες με ένα έντονο άρωμα κι ένα σακάκι που σου έπεφτε μεγάλο. Σε προειδοποίησα από την αρχή. Σου είπα το τρένο είναι παλιό, ο προορισμός του άγνωστος, οι στάσεις, η μία χειρότερη από την άλλη, εσύ ατάραχος με το κοφτερό σου δαχτυλίδι άκουγες, εγώ τσιμπούσα κριθαράκια με τα κινέζικα ξυλάκια κι έλεγα ζοφερένια πράγματα, κι όσο μιλούσα εσύ άκουγες ήρεμος, έλεγες κάτι άγνωστες λέξεις σε μένα όπως "εμπιστοσύνη" και "αγάπη" και "μαζί" κι εγώ σκεφτόμουν μα καλά από ποιόν σταθμό ανέβηκε αυτό το αγόρι; χαζό είναι; που τα έμαθε αυτά; και το τρένο πήγαινε κι εγώ σου έλεγα έλα φτάνει κατέβα τώρα στη στάση Κυνισμός, κι εσύ δεν κατέβαινες, και πήγαινε πήγαινε το τρένο, και σκεφτόμουν, έλα στην επόμενη θα κατέβει, -σου έλεγα οτι ξέρω όλες τις επόμενες στάσεις , Ψευτοέρωτας, Αμφισβήτηση, Βαρεμάρα, κι εσύ τίποτα, σίγουρος για τον εαυτό σου και τον έρωτά σου για μένα, δεν χαμπάριαζες, κι έμεινες και άλλαξες το τοπίο, κι άλλαξες τις στάσεις, κι έβλεπα τις ταμπέλες της διαδρομής να αλλάζουν και κοιτούσα σαν μαλάκας (ποιός είναι ο χαζός τώρα); δέκα χρόνια στο ίδιο τρένο, εγώ πάντα έτοιμη να πηδήξω, να σιχτηρίσω, να ισοπεδώσω, εσύ πάντα ήσυχος να απολαμβάνεις τη διαδρομή, να αλλάζεις τις ταμπέλες, εσύ σταθμάρχης, εσύ μηχανοδηγός, εσύ το τοπίο. 

 Mου αγοράζεις πανάκριβα βερνίκια νυχιών και σου φωνάζω μην ξοδεύεις τα λεφτά σου σε τέτοια, εγώ είμαι γυφτάκι, και άρρωστη με τις δουλειές, καθαρίζω όλη μέρα, καθαρίζω μέχρι και τις συσκευασίες των καθαριστικών, [ω ναι καθαρίζω το μπουκάλι της χλωρίνης με χλώρίνη], χώνω τα χέρια μου σε χώματα, πλένω, τρίβω, μαζεύω σκατά, χαϊδεύω όποιο αδέσποτο βρεθεί μπροστά μου, είμαι αγροτοκόριτσο, και πάνω απ' όλα είμαι φτηνιαρόπαιδο, σου λέω πάμε στη λαϊκή να πάρουμε αυτά τα φτηνιάρικα βερνίκια ένα ευρώ. Εσύ με κάποιον τρόπο στο μυαλό σου θέλεις να έχω τα καλύτερα αλλά για μένα τα καλύτερα είναι τα φτηνότερα ε γιατί έτσι έμαθα. Κοντεύω τα 50, αγοράζω αυτοκόλλητα και χοροπηδάω από τη χαρά μου που τα kinder αυγά δίνουν καινούργια ζωάκια φέτος κι ας χρειάζομαι πάνω από μισή ώρα να ξεσκονίσω το ράφι τους μετά. Δεν θέλω καλομαθισιές σου λέω, μου αρκούν μερικά λίγα πράγματα, μου αρκεί που σώσαμε τον Μπέγκαρ από βέβαιο θάνατο και τώρα είναι πάλι ένας μαλάκας γάτος που κάνει όποια μαλακία του κατέβει και μου γαμάει τις γλάστρες και χέζει όπου βρεί. Όταν χάθηκε η Μαυρουτσέλα για τρείς μέρες αρρώστησα, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ' άλλο. Κοιμόμουν και την ονειρευόμουν κι έλεγα μέσα μου ας γυρίσει ας γυρίσει. Ναι δεν μπορώ να ησυχάσω, δεν μπορώ να ησυχάσω όσο σκέφτομαι όλα τα ζωάκια μόνα τους κάπου. Τί κάνουν; τί κάνουν; τα βλέπω στον δρόμο και θέλω να τα πάρω όλα, τους μιλάω, θέλω να τους πάρω συνέντευξη, πώς είναι να ζείς μόνος, να φοβάσαι, να κρυώνεις, τα σκέφτομαι κάθε που φυσάει, που βρέχει, τα σκέφτομαι συνέχεια, ναι γι' αυτό σου λέω δεν είμαι για βερνίκια και αρώματα, όχι δεν είμαι για τέτοια εγώ. Εγώ θέλω να έχουμε λεφτά να μπορούμε να ταΐζουμε, να στειρώνουμε, να τα βλέπω όσο πιο ασφαλή γίνεται όλα αυτά τα αθώα παρατημένα πλάσματα. Γατούλες, σκυλάκια, πουλάκια, σκαντζοχοιροι, χελώνες, σας σκέφτομαι, σας σκέφτομαι κάθε βράδυ και κάθε πρωί. Σας σκέφτομαι κάθε που έχει κρύο, ζέστη, κάθε φορά που πρέπει να περάσετε τον δρόμο. Προσπαθώ να διώξω όλες τις σκέψεις που με παραλύουν μα κι αυτές δε φεύγουν. Στα αγαπημένα μου καρτούν, οι αγχωτικές ενοχλητικές σκέψεις απεικονίζονται μέσα σε ένα σύννεφο, το οποίο διαλύεται εύκολα αν κάνεις απότομες σβηστικές κινήσεις με τα χέρια. Τις κάνω κι εγώ κάθε που τρομάζω μ' αυτά που σκέφτομαι, αλλά τίποτα δεν φεύγει. Κρίμα που δε γεννήθηκα ροζ πάνθηρας, κρίμα που δε γεννήθηκα τόμ ή τζέρι. Είμαι καταδικασμένη να υπάρχω μαζί με το αδιάλυτο σύννεφό μου, που μέσα έχει μόνο νοσοκομεία, κλάματα, στεναχώρια, καρκίνους και φόβο. Προσπαθώ μισομάταια να συγκεντρωθώ και να γράψω, με τον αέρα να μουρλοκοπάει έξω, και με άπειρα ντάκα ντούκα από σφυριά, σκεπάρνια, λοστούς, σκύλες και βαριοπούλες μαζί με φωνές, -απο'δω μαλάκα, τί κάνεις ρε μαλάκα, ρεε μαλαααάκα, απο την άλλη ρε μαλάκα, ίσιωσε ρε μαλάκα. Ντάκα ντούκα μαλάκα, φχίου φχίου ο αέρας, ο συνθέτης της εβδομάδας στο τρίτο, άπειροι θόρυβοι στο κεφάλι μου μαζί με σκέψεις και φωνές, ντάκα ντούκα ο καρκίνος κάνει θόρυβο, ο δικός μου μεταμφιεσμένος καρκίνος σε ανθρώπινη μορφή που έχει ονοματεπώνυμο και ψευδώνυμο και μια χοντρή κακάσχημη κεφάλα με απαίσιο αηδιαστικό τρομακτικό βλέμμα, ο καρκίνος που έχει το γυναικείο όνομα του κακοποιητή μου, αυτό το βρωμερό γυναικείο σκουπίδι, αυτή η πιο κακάσχημη τερατόμορφη γυναίκα που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη, με κακοποιεί και με βλάπτει εξακολουθητικά γιατί απλά δεν είναι εγώ,  ναι η αδικία δεν έχει οξυγόνο. Περπατούσα ανάμεσα σε χιλιάδες δίποδα που φώναζαν πως δεν έχουν οξυγόνο, κι όμως δεν είχα καμία αυταπάτη πως καθένα απ' αυτά, αν καιγόταν ο δικός του κώλος θα έκανε τα πάντα για να αρπάξει λίγο κώλο από τον διπλανό.  

Είναι αυτά τα ανθρώπινα σιχαμερά, από τα οποία έχω πάρει απόσταση πια, γιατί δεν τα καταννοώ. Τερμάτισα τη σχέση μου με οτιδήποτε διποδικό. Ξέρω καλά οτι είμαστε ολομόναχοι μπροστά στην αδικία, το λέω κάθε μέρα στον εαυτό μου, Κανείς Κανείς Κανείς ποτέ δεν θα βοηθήσει. Τα δίποδα καυλώνουν να δίνουν συμβουλές, να λένε την αποψούλα τους, να κουνάνε τις βρωμοδαχτυλάρες τους με τον κώλο έξω από τη φωτιά πάντα. Σου λένε τί πρέπει να κάνεις, κάνουν λίγο πατ πατ στην πλάτη και γυρίζουν πίσω στην αυτιστική κωλάρα τους να σιγουρευτούν οτι δεν καίγονται. Υποτιθέμενοι φίλοι και φίλες, υποτιθέμενοι κοντινοί, αα συνέλθετε, δεν υπάρχει κοντινή διποδία αν δεν έχει κάτι να κερδίσει από σένα. Είναι το είδος τέτοιο. Έτσι φτιαγμένο, χαλασμένο πριν καν αντικρύσει το πρώτο φως. Βγαίνει και γκρινιάζει και κλαίει γιατί όλο κάτι θέλει να πάρει. Παιρνίκουλες και άρπαγες οι άνθρωποι. Μακρυά, μακρυά. Η ατιμωρησία θα εξακολουθήσει για πάντα. Έτσι είναι φτιαγμένο το λάθος που λέγεται κοινωνία. Έτσι είναι φτιαγμένο το λάθος που λέγεται δίποδο. Κι ο λόγος που δεν έχουμε οξυγόνο, είναι γιατί μας το στερούν όλα τα καρκινώματα, τα ετεροκουραδένια, ετεροψωριάρικα τιποτίδια. Αυτά που μπαζώνουν την αλήθεια, παραποιούν τα πάντα για να κρατήσουν τις βρωμερές τους κωλάρες έξω από τη φωτιά. Ο μοναδικός τρόπος να προστατευτείς απ' αυτά τα τέρατα είναι τα ζώα, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα πουλιά, οι μέλισσες,  τα τέσσερα πατουσάκια, ναι άσε με, μαζεύω σκατά, τρίχες, δεν με βλάπτουν. Ξέρω τί με βλάπτει, ξέρω καλά. Τώρα στην κλιμακτηριακή μου ζωή, έχω πια μάθει τόσα. Κοντεύω τα πενήντα. Ξέρω καλά τί είμαι. Μια ανήμπορη κακοποιημένη με διάφορους τρόπους, μια ατρόμητη και φοβιτσιάρα. Μπορώ πια να αποδεχτώ όλες τις πτυχές μου. Είμαι θεόμουνο και μπάζο, πανέξυπνη και στόκος, μαλάκω και θύμα κι ενίοτε θύτης. Ένα γαμημένο πράγμα ξέρω καλά. Ότι ήμουν, ότι είμαι, ότι θα είμαι, είμαι από μόνη μου. Όπως πάντα. Μόνη ολομόναχη. Εγώ με κατασκευάζω. Δεν θέλησα ποτέ να γίνω κάποιος άλλος, κι ότι θέλησα να αλλάξω το άλλαξα μόνη μου, με αίματα και προσπάθειες εξωσπλαχνικές, αυτοκατακρεουργήθηκα, αυτοχειρουργήθηκα για να καταφέρω να με δέχομαι, να με θέλω, να με καυλώνω και να με κάνω οτι θέλω. Αυτό είναι δύσκολο να σου το συγχωρέσουν τα σκουπίδια, τα άχρηστα έρποντα κουράδια που ζουν μέσα στο δηλητήριό τους, που παίρνουν ικανοποίηση μέσα από το να προκαλούν κακό και δράμα, τα επικίνδυνα σιχαμερά τέρατα που βιάζουν καθημερινά, που ασκούν βία και τρομοκρατούν, αυτά τα καρκινώματα, που ψαχουλεύουν το παρελθόν μου, ψάχνουν να βρουν κάτι λες κι έχω κάτι να κρύψω. Δεν έχω τίποτα να κρύψω, εγώ η μέτρια τραγουδίστρια της μικρής αυτής κακόμοιρης κακάσχημης πόλης. Δεν έχω τίποτα να κρύψω. Κουβαλάω μια μαλακία ιστορία όπως όλοι οι μαλάκες, κουβαλάω ιστορίες που με γάμησαν και με έσωσαν. Εγώ μία πρώην αλκοολική μέτρια τραγουδίστρια, μια πρώην χοντρή μέτρια τραγουδίστρια που πηδιόταν με όποιον ήθελε μεθυσμένη. Δεν κρύβομαι πίσω από τίποτα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Εγώ το θεόμουνο μπάζο, η ασπρομάλλα κοντή χαμηλοκώλα μέτρια τραγουδίστρια, ήρεμη, ξέροντας τί ήμουν, τί είμαι και γιατί, εγώ η αυτοδημιούργητη, αυτόφωτη, αυτιστική, αυτοκαταστροφική, αυτοκατασκευασμένη, εγώ που εξασκώ την κομμωτική τέχνη (που πιεστικά κι αχρήστως έμαθα), μόνο σε κεφάλια ανθρώπων που αγαπώ, εγώ που έκανα τα θεόσγουρα μαλλιά της μαμάκας μου, ίσια, εγώ που κουρέυω το αγόρι μου , τον πιο δύσκολο κομμωτηριακό πελάτη, που κουρέυω τον Π, τον πιο εύκολο κομμωτηριακό πελάτη, εγώ που έχω μετατρέψει το κομμωτήριο της μαμάς σε προσωπικό μου γυμναστήριο και στεγνωτήριο, εγώ που όταν μεγαλώσω κι άλλο θέλω να γίνω Lolita Pluma, Simona Kossak, Dian Fossey, ναι υπάρχουν και τέτοια δίποδα, υπάρχουν και τέτοιες γυναίκες που δε βρωμάνε σαπίλα, οι ηρωίδες μου,  ναι υπάρχουν λίγα κρυστάλλινα δίποδα που μπορούν να δουν και λίγο πιο εκεί από την κωλοτρυπίδα τους. Αυτά, τα πολεμάνε, τους στερούν το οξυγόνο, τα κοροϊδεύουν, τα λοιδωρούν, τα συκοφαντούν, τα εκφοβίζουν...


Εεεε δίποδα... εγώ και οι ηρωίδες μου,σας γράφουμε στις  ωοθήκες μας.