Scatology Vol.I


 Dιάβαζα όλη νύχτα αλλά ο μυαλός μου είναι καμμένος λόγω της θερμοκρασίας. Το καλοκαίρι όλα πέφτουν στο μισό. Χρειάζομαι διπλάσιο χρόνο για να κάνω κάτι που θα έκανα τον χειμώνα. Χρειάζομαι διπλάσιο χρόνο να κατανοήσω τί διαβάζω, διπλάσιο χρόνο για να καθαρίσω το σπίτι. Σταματάω κάθε τόσο να πιω νερό και να καθίσω μπροστά στον ανεμιστήρα. Ξύπνησα με τη γνωστή ανησυχία για τα ζώα. Κουβάλησα κουβάδες με δροσερό νερό μέσα στην κάψα, πήγα ήρθα πήγα ήρθα, πέρασε τουλάχιστον ένα μισάωρο έτσι, μπήκα στο μπάνιο να πλυθώ ήμουν λίγο πιο σκούρη. Ξανακάθισα απέναντι από τον ανεμιστήρα, άναψα τσιγάρο, αυτό το τυραννικό παπαρένιο πράμα. Να πρέπει να στρίψεις τσιγάρο και να το καπνίσεις μπροστά από το χλιαρό φουυυυυυυυυυ. Τον ανεμιστήρα τον ονομάζω κ.Ρόνσον γιατί θέλω όλα εδω μέσα να έχουν ονόματα. Ο κύριος Ρόνσον λοιπόν μοιάζει με ένα τεράστιο μάτι που με κοιτάει καθώς υποφέρω. Του μιλάω και τον ευχαριστώ για όσα προσφέρει, του λέω πως ξέρω οτι θα ήθελε συνάδελφο, έναν κύριο Τογιοτόμι για παράδειγμα, συμφωνεί ο καημένος μα του εξηγώ τις ανησυχίες μου, και πάλι με καταλαβαίνει. Δεν γίνεται κύριε Ρόνσον μου για να δροσίσω εγώ την κωλάρα μου να καιγονται όλα έξω. Το μεγάλο μάτι του κυρίου Ρόνσον με κοιτάει και συμφωνεί μαζί μου, είναι διακριτικός ενώ εγώ σαν ξεδιάντροπη τσούλα στέκομαι μπροστά του με τα βυζιά έξω, σκύβω και του δείχνω τον κώλο μου, σηκώνω το φουστάνι μου, γυρίζω απο 'δω γυρίζω απο 'κεί, κάθομαι απέναντί του με ανοιχτά πόδια, κι εκείνος έτσι απλά κάνει μόνο φουυυυυυυ, δεν είναι καν φασαριόζος, του χρωστάω του κυρίου Ρόνσον, γι' αυτό όποτε καθαρίζω, τον ξεβιδώνω προσεκτικά, τον καθαρίζω πάνω κάτω μέσα έξω, τον κάνω καινούργιο και μετά πάλι στην πρίζα για φουυυυυυυυ ολοημερονύχτιο. Αποφάσισα χτες πως η μοναδική δουλειά που μπορώ να κάνω είναι να πλύνω τα χαλιά. Τα κουβάλησα πάνω στο ταρατσομπαλκόνι που έκαιγε, άνοιξα το λάστιχο και το νερό έβγαινε τόσο καυτό σα να είχα αναμμένο θερμοσίφωνο στους έξιχιλιάδεςδυοεκατομμυρια βαθμούς. Περίμενα να δροσίσει κι ύστερα σήκωσα το λάστιχο πάνω απο το κεφάλι μου. Αυτομπουγελώθηκα μπρος πίσω, του φόρεσα  τον εκτοξευτήρα  siroflex  και ξεκίνησα να βρέχω το πρώτο χαλί και πσσσσσσ η πίεση και χαιρόμουν που ακόμα και μια νεκρή μέρα τη μετέτρεψα σε μέρα δουλειάς ναι γιατί τέτοια έχω γίνει. Μυρμήγκια στον κώλο που έλεγε και η γιαγιά. Σήκωσα τα χαλιά βρεγμένα για να τα κρεμάσω στο ψηλό κάγκελο, μου πήρε άπειρη ώρα, έτρεμαν τα χέρια μου, η γειτόνισσα στο δίπλα μπαλκόνι μου την είπε με το βλέμα της, μπορώ να σκεφτώ τί σκεφτόνταν - ω ρε μεσημεριάτικα ψυχανωμαλία η μαλάκω- εγώ απτόητη εκεί να προσπαθώ με εσωτερικά έεεεη ωωωωπ να το σηκώσω στο οριζόντιο χοντρό κάγκελο που με περνάει 40 πόντους, και δώστου να ιδροκοπάω, και δώστου αυτό να πέφτει κάτω, και δώστου εγώ να ξαναπροσπαθώ και δώστου να τρέμουν τα χέρια μου, και δώστου να βρίζει η ορθοπαιδικός - αν ήταν να αυτοξεκωλωνοκαταστρέφεσαι τί τα ήθελες τα χειρουργεία μωρή- ώσπου τα κατάφερα, κι έμεινα εκεί λαχανιασμένη να τα κοιτάζω σα να κατάφερα το ακατόρθωτο, και κατέβηκα και έπλυνα και το αυτοκίνητο, και σκούπισα και την αυλή και τον δρόμο κι έκανα και το καθιερωμένο περπατοτρέξιμο και στο τέλος της μέρας το χοντρόμετρό μου έγραφε πως έκαψα 680 θερμίδες και θυμήθηκα πως δεν είχα πάρει περισσότερες από 300 όλη μέρα κι έτρεξα και έπλυνα σταφύλια κι έκοψα και το κατακόκκινο καρπούζι και τελικά κατέληξα τουμπανιασμένη και κατάκοπη και κάθιδρη και σε τάιζα γιατί την είχες πέσει στα σταφύλια, κι αν δεν σου έδινα εγώ καρπούζι ούτε που θα έκανες τον κόπο.  Το καλοκαίρι αυτό είναι ένα απαίσιο τραγικό καλοκαίρι με όλη την καταχνιά του πλανήτη. Οι προσπάθειές μας για δροσιά λίγη στις λίγες βραδυνές μας βόλτες ( συγκριτικά με άλλα καλοκαίρια), έπεσαν όλες στο καρκινικό κενό και στο κενό της ζέστης και του ιδρώτα, κι ήρθε να προστεθεί κι ένα κενό ακόμα, το κατσαριδικό. Το κέντρο της πόλης είναι γεμάτο νυχτερινές κατσαρίδες κι εγώ σήκωνα το φουστάνι μου σα νύφη που σηκώνει το νυφικό. Το σήκωνα και πηδούσα πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου και κλατσ κλιτσ οι κόκκινες χαβαγιάνας, κι εσύ όλο ν' απορείς πού σκατά την είδα έτσι τυφλέγκω που είμαι κι εγώ να σου λέω πως έχω άλλη όραση για τις κατσαρίδες όπως εσύ έχεις άλλο στομάχι για τις κρέπες. Οι κόκκινες χαβαγιάνας που έχουν μείνει τσιγαρόχαρτο μετά από οκτώ χρόνια αλλά εγώ δεν τις βγάζω από πάνω μου, οι κόκκινες χαβαγιάνας που  έχουν αλωνίσει όλόκληρο το Λονδίνο, όλη τη  Mitcham Lane  και τον  Thrale Road, κι όλη τη Θεσσαλονίκη κι όλα τα χωράφια κι όλη τη Χαλκιδική κι όλες τις άμμους και ακόμα εκεί σκυλιά στέκονται στα πόδια μου κι εγώ τις καθαρίζω με χλωρίνη και με οποιοδήποτε άλλο καθαριστικό κι αυτές αντέχουν κι έχουν εκείνο το ανεπαίσθητο αποτύπωμα που αφήνουν τα δαχτυλάκια και βλέπω το πόδι μου κάθε φορά που τις κοιτάζω, κι εσύ στραβοκοιτάς κάθε που είναι να πάμε κάπου και καταλαβαίνεις οτι πάλι δεν θα βάλω παπούτσια αλλά έχεις πάψει πια να ρωτάς - έτσι θα έρθεις; Ναι έτσι θα έρθω, έτσι έρχομαι, έτσι έβγαλα τα λονδινικά καλοκαίρια και λίγο χειμώνες. Καθόμαστε στον καναπέ. Απέναντί μας στο πάτωμα, ο μικρός ξύλινος καθρέφτης με το πλεκτό σεμέν της προίκας μου από τη γιαγιά. Τον κοιτάζω και βλέπω εσένα, μετά από λίγο μου δείχνεις μια φωτογραφία. Είμαι εγώ στον καθρέφτη με το σεμέν... Σου λέω εγώ βλέπω εσένα! Μου λες, κι εγώ εσένα! Σε ρωτάω πώς γίνεται και πώς λέγεται το φαινόμενο αυτό, εσύ απαντάς όπως πάντα τα λακανικά σου, μεγάλος άλλος κι εγώ σε σταματώ ααα στοπ, και σκέφτομαι  δική μου ονομασία κι εξήγηση...Σκέφτομαι  λίγο, το ονομάζω ερωταντανάκλαση, κι έτσι διαφωνούντες όπως πάντα εμείς, κι ενώ έχουμε φάει τη χορτόπιτά μας, κι ενώ εσύ ξαπλώνεις κι εγώ  ήσυχη γράφω τις μαλακίες μου και παραγγέλνω φυτολόγιο, έτσι έτσι όπως πάντα στο σπίτι μας, ησυχάζει ο καθένας μας μέσα στα συμβολικά του σύμπαντα. Scatology εσύ, scatology κι εγώ.