Bούτηξα ένα κομμάτι τσουρέκι στον καφέ και κουβαλούσα την αμαρτία όλη μέρα πάνω μου, και λίγο τη νύχτα κι ας περπάτησα 8 χιλιόμετρα. Έίναι Μάης, η μέρα μεγάλωσε, η πρεσβυωπία μου μεγάλωσε, η κορτιζόνη μεγάλωσε, η στεναχώρια μου το ίδιο, όλα μεγαλώνουν και είναι βαριά, βαριά στο βαρύ σπίτι αυτόν τον καρκινιασμένο πάλι καιρό. Το σπίτι με τα μεντρόλια, τους καρκίνους τον έναν πίσω από τον άλλον, κι εγώ η μις αλλεργία ταξιτζού της χρονιάς και πάλι, να καταπίνω τα χιλιόμετρα της πόλης, δυτικά ανατολικά, θεαγένειο σπίτι έτσι για πλάκα, η κυρία στην είσοδο με ξέρει πια, προχτές που κατουριόμουν δε χρειάστηκε καν να πω ψέμματα, της λέω τουαλέτα θέλω μ' άφησε να περάσω. Κατούρησα στην αγαπημένη μου τουαλέτα, έκανα τα μαγικά με τα αντισηπτικά μαντηλάκια, βγήκα έξω με καινούργια κύστη, έχω κατουρήσει σε ξένες τουαλέτες τους τελευταίους μήνες, όσο δεν έχω κατουρήσει σε όλη μου τη ζωή, παρόλο που ξέρουμε όλοι οτι είμαι καλή εξωτερική κατουρήτρια, από τότε που στο Λονδίνο άφησα όνομα και ναι καλύτερα να σου βγεί το όνομα της κατουρήτριας παρά κανένας νεφρουλάκος. Ξέρω τα τετράγωνα γύρω από το θεαγένειο σαν την παλάμη μου, ποιό στενό μπαίνει, ποιό όχι, βρίσκω πάντα να παρκάρω εκεί στον δρόμο με τις κουτσουλιές που δε με ενοχλούν, έτσι κι αλλιώς χεσμένα είναι όλα. Ψήνω κόκκινες πιπεριές, τις έχω στον αέρα, μοσχοβολάει το σπίτι, παίζει Malher από το πρωί και κάπως σαν σκυλάκι του Παβλόφ τρέχω μέσα να γράψω, κάπως σαν όταν ακούω Malher πρέπει να γράψω, τί κακό κι αυτό, γράφω και μυρίζουν οι μισοκαμμένες πιπεριές, τις προλαβαίνω στο τσακ, τις βάζω σε μια σακούλα και μέχρι να κρυώσουν τρέχω πάλι πίσω στο γράψιμο, το στομάχι μου παράγει τους γνωστούς ήχουν πείνας, γράφω και σκέφτομαι τις πιπεριές με τις γαρίδες που θα μαγειρέψω, πεινάω και πεινάω και πεινάω για φαγητό και πεινάω για λίγη χαρά και για λίγη τύχη. Βήχω, πνίγομαι από τον στεναχωρημένο μου βήχα, η δουλειά σταμάτησε, τώρα ανεργία και δουλειές, ατέλειωτες δουλειές, γλάστρες, κήπος, μπαλκόνι, σπίτι μέσα έξω, ξουτ τα χαλιά, όλα προσποιητά κανονικά, τίποτα δεν είναι κανονικό. Μέχρι τώρα κάθε Παρασκευή πίνοντας κάτι κανονικοποιούσα, τώρα τέρμα, τώρα όλα καρκινικά, η δική μου μεγάλη εβδομάδα θα έρθει μετά τη μεγάλη των άλλων. Το καθολικό πάσχα, το ορθόδοξο και το καρκινικό. Εγώ το καρκινικό περιμένω, σκέφτομαι τα αποτελέσματα, κάπως κολλάω εκεί, τα αποτελέσματα τα αποτελέσματα, να είναι λίγο καλά να είναι λίγο καλά, σκέφτομαι και σταματάει το πεινασμένο στομάχι μου και σταματάει και η καρδιά μου, μόνο τα αποτελέσματα. Να μην κατσει βαριά η χημειοθεραπεία, να κάτσουν ωραία ελαφριά τα αποτελέσματα. Είναι μία ήρεμη εβδομάδα αυτή. Τις ηλιόλουστες μέρες με τον αέρα έτρεχα επάνω στο μπαλκόνι να απλώσω τα σκεπάσματα, ένοιωθα τον ήλιο να με ζεσταίνει μαζί με τον αέρα, ένοιωθα να ψήνομαι σαν τις πιπεριές. Άπλωνα και φυσούσε δυνατά κι εγώ σκεφτόμουν όλες τις γυναίκες που φοράνε περούκες και μαντήλια και όταν φυσάει προσπαθούν να τα συγκρατήσουν. Τις βλέπω συνέχεια να βάζουν τα χεράκια τους εκεί με άγχος, περπατάνε σκυφτές, θέλω να τους φωνάξω εεε είστε όλες όμορφες γαμήστε τις τρίχες, μόνο καλά αποτελέσματα να έχετε όλες όλες. Το τρομακτικότερο πράγμα με τον καρκίνο είναι οτι τον συνηθίζεις και τα ζείς όλα έτσι καρκινιασμένα, τον υποδέχεται η οικογένεια σαν καινούργιο μέλος, έλα καλωσήρθες, έλα να σε ξεκωλιάσουμε και να σε ξεφτιλίσουμε να σε στείλουμε από κεί που ήρθες, ναι δε γίνεται αλλιώς. Εξοπλισμένοι με κάθε όπλο απέναντι σε κάθε πιθανή παρενέργεια χημειοθεραπείας, έτσι ζούμε. Εγώ για να αντέξω έχω βρεί την καινούργια μούρλα που λέγεται πεθαίνωτοσώμαμου. Αυτή η μούρλα περιλαμβάνει εξαντλητικές δουλειές, τρέξιμο πάνω κάτω, λέγεται κρατάω τον εαυτό μου απασχολημένο μέχρι να νοιώσει οτι μισοπεθαίνει. Έτσι καταλήγω νυχτερινώς κατάκοπη, να τσούζουν τα μάτια μου, να πονάνε τα πισωκώλια μου, να μη σηκώνονται τα χέρια μου από την κούραση, κι έτσι κάπως καταφέρνω να κοιμηθώ τις λίγες ώρες που καταφέρνω μέχρι να ξυπνήσω πάλι με τον καρκίνο να στέκεται σαν κακοξυπνητήρι, να μου θυμίζει έλα μωρή σήκω εδώ είμαι πάλι. Έχω ολότελα ξεχάσει πώς είναι να είμαι ήρεμη, ξαπλωμένη, καυλωμένη, χυμένη, νανουρισμένη, χαμογελασμένη, ξεκουρασμένη. Χτες μετά τη γυμναστική έκανα μπάνιο και ξέχασα να φορέσω εσώρουχο, τα κάνω όλα μηχανικά, ξέχασα, κυκλοφορούσα όλη μέρα στο σπίτι έτσι, κοιμήθηκα και το πρωί που ξύπνησα και πήγα για κατούρημα τρόμαξα, το έψαχνα, τί σκατά πού πήγε. Κατούρησα τα 4 λίτρα της ημέρας και πήγα κατευθείαν στην απλώστρα να φορέσω ένα από τα σπιτικά, το φόρεσα και ησύχασα. Δεν έχω πια κουράγιο ούτε να με κοροϊδέψω, παλιά θα γελούσα με τέτοια, τώρα δε γελάω με τίποτα, ίσως μόνο λίγο με τις γάτες, ίσως μόνο λίγο όταν πήρα το ποτήρι από το ντουλάπι να πιω νερό και ήπια κι έμεινε λίγο νερό μέσα και πήγα να το ξαναβάλω πίσω στο ντουλάπι, ίσως όταν ετοιμάζοντας το πρωινό μου, αντί να πιάσω το μικρό αυγό να ξεφλουδίσω, έπιασα το κουκούτσι του αβοκάντο, ναι αν κάποιος με παρατηρούσε θα έβλεπε μια μισοκαθυστερημένη να προσπαθεί να κάνει τα καθημερινά της με αποτυχία. Το βράδυ που οι γάτες θα μουρλαθούν από τα αναστημένα πυροτεχνήματα εγώ θα 'θελα να είμαι σε ένα από εκείνα τα τεράστια παγκάκια - κρεββάτια της παραλίας, ανάμεσα στα δύο δεντράκια, να χαϊδεύω ένα κεφάλι ξαπλωμένο στα πόδια μου με το ένα χέρι, με το άλλο να καπνίζω. Μπαμ και μπουμ και χάδια ανάστασης, μήπως αναστηθεί η ζωή μου, η χαρά, η παλιά μαμά μου, τα μαλλάκια της, η δύναμή της, ο ύπνος μου, το γέλιο μου. Προσδοκώ κανένα ζωάκι να μην τρομάξει, προσδοκώ χάδια και ηρεμία, προσδοκώ ζωή μόνο, κανονική ζωή με καρκινικό δείκτη μηδέν.