H μέρα ξεκίνησε με την αβυσσαλέα πείνα που ξεκινά καθημερινά. Αν διαβάσω είδηση πως το αβοκάντο απειλείται με εξαφάνιση θα ξέρω οτι φταίω. Τρώω ένα αβοκάντο κάθε πρωί. Στο σουπερ μάρκετ περνάω ώρες μπροστά από το αβοκαντοτελάρο μέχρι να διαλέξω εκείνο που θέλω. Πρέπει να είναι υπερβολικά μικρό και υπερβολικά σκούρο και όχι πολύ στρογγυλό και δεν έχει λογική το τί πρέπει, πρέπει να πληροί τις σούπερ διαταραγμένες προϋποθέσεις (που ορίζω χωρίς να ξέρω το γιατί) για να το βάλω στο καλάθι μου. Έτσι κάθε βδομάδα αγοράζω 7 μικρά αβοκάντο που βάζω στο σκούρο πράσινο εμαγιέ σκεύος, αφού πρώτα τα έχω πλύνει μουρλικά και τα έχω σκουπίσει πιο μουρλικά. Κι έτσι κάθε πρωί που ξυπνάω από την πείνα, τρέχω στην κουζίνα και το στομάχι μου είναι ήδη εκεί και με περιμένει να φάμε το αβοκάντο, κι εκεί μπροστά στο σκούρο πράσινο εμαγιέ σκεύος, εγώ και το ανυπόμονο στομάχι μου, περνάμε κι άλλες ώρες μέχρι να διαλέξουμε ποιό απ' όλα θα φάμε, και συνήθως ξεχνιέμαι και το αυγό παραβράζει ή δεν βράζει καθόλου. Κι έτσι κάποιες μέρες τρώω ένα ολόσφιχτο αυγό ( συνήθως από την άσπρη κότα που είναι η αγαπημένη μου), κι άλλες μέρες ( όπως σήμερα) τρώω μια μύξα. Η άσπρη κότα είναι μικρή και βγάζει μικρά αυγά και είναι τα πιο πιο αγαπημένα μου αλλά σήμερα δεν είχε άλλο και βρήκα μόνο το άλλο της άλλης κότας και δεν πρόλαβε να βράσει γιατί το στομάχι μου δεν μπορούσε να περιμένει, κι έτσι έφαγα αβοκάντο με μύξα, αλλά πάλι δεν παραπονέθηκα γιατί το να τρώω είναι κάτι τόσο σπάνιο και ποθητό. Τρώω τόσο λίγο που τα σαγόνια μου έχουν ξεσυνηθίσει κι έτσι με κάθε μάσημα πονάνε. Μασώντας εξασκώ τα φτωχά και ντροπιαστικά μαθηματικά μου και προσθέτω τις πρωινές θερμίδες που ανάλογα με το μέγεθος του αυγού ή του αβοκάντο κυμαίνονται από 200 ως 240 κι έτσι τις καλές μέρες μου περισσεύουν άλλες 450 θερμίδες για όλη την υπόλοιπη μέρα και τις κακές μέρες μόνο 400, και εκείνες τις μέρες ξέρω οτι το φαγητό θα είναι πράσινο ολοπράσινο και θα κάνει κρατς κρατς. Έτσι σήμερα ξύπνησα, και μετά τη μύξα έφτιαξα τον καφέ μου και βγήκα μέσα στη βροχή, αλλά δεν ήταν βροχή από 'κείνες που σε δροσίζουν, αλλά από 'κείνες που σε λιώνουν μετά. Δεν απέφυγα καν το πότισμα. Μερικές βροχές είναι απόλυτα άχρηστες, περίπου όπως η πλειοψηφία των ανθρώπων. Δεν ξέρω τί μέρα είναι ούτε τί εποχή. Οι υποχρεώσεις μου, πέρα από τις πρόβες και τις μικροεμφανίσεις που με περιμένουν, δεν έχουν χρόνο. Ξέρω απλά πως κάθε μέρα πρέπει να περπατήσω δέκα χιλιόμετρα, να ποτίσω και πάνω και κάτω, να σκουπίσω και πάνω και κάτω και έξω, να κουβαλήσω 6 μπουκάλια νερό για τις αδέσποτες, να διορθώσω όποια ζημιά έγινε στη γατοπολιτεία που έχω φτιάξει εκεί στο παλιό σπίτι με το μισό παντζούρι, να κάνω σωστό μπάνιο, να μοσχοβολήσω στο τέλος της μέρας, να μην κρατάω το κατούρημά μου, να βάλω πάγο στο πόδι μου, να μην μπερδέψω τις κάλτσες μου, να μην ξεχάσω την ομπρέλα του μπαλκονιού ανοιχτή, να κλείσω τα παράθυρα το πρωί για να μείνει έξω η ζέστη, να τα ανοίξω το βράδυ για να μπεί μέσα η πφφφφφφφ δροσιά, να μην αφήσω κανέναν κόκκο τροφής έξω γιατί θα μαζευτούν μυρμήγκια, να τσιτώσω το σεντόνι γιατί θα μουρλαθεί το μέσα μου, εεε και οτι άλλο προκύψει. Έτσι μ' αυτά και μ' αυτά οι ώρες περνάνε ( άρα και οι μέρες). Οι δικές μου μέρες δεν έχουν χρόνο γιατί ο χρόνος πια δεν είναι αυτός που ήταν. Ο χρόνος πια μετριέται με τα καρκινοραντεβούδια. Τα θεαγένεια μόνο καθορίζουν τί μέρα είναι, τί ώρα. Τα θεαγένεια καθορίζουν και το αν θα κοιμηθώ, φάω, αναπνεύσω. Τα στομαχοέντερά μου ουρλιάζουν από πείνα, φούσκωμα και αγωνία, μου λες πρέπει να πάρω καινούργια αθλητικά, μου παίρνεις τα καλύτερα κι ας είναι τα δικά σου γενέθλια, έχω τα πιο σούπερ αθλητικά παπούτσια αλλά εγώ όλη μέρα περπατάω στη Vorkuta που είναι η μοναδική πόλη που ταιριάζει ακριβώς μ' αυτό που είμαι. Ξέρω όλους τους πυλώνες υψηλής τάσης της Vorkuta, ξέρω κάθε στροφή, κάθε αδιέξοδο, έχω πατήσει κάθε μισολιωμένο-σκατωμένο-λασπωμένο χιόνι. Η μοναδική πόλη που ακόμα και στα τέλη του Ιούνη έχει στεναχωρημένα βουναλάκια από άλιωστα χιόνια στις γωνίες, κι ας καίει ο ήλιος παραδίπλα κι ας έχει 12 βαθμούς που είναι και πολύ καλοκαίρι κι ας φτάνει και 20 μερικές φορές, τα άλιωστα χιόνια είναι πάντα εκεί σαν τις στεναχώριες μου που όσο και να χαρώ με κάτι, όση ηλιοφάνεια και να πάθω, πάντα έχω στεναχωρημένα βουνά χιονιού μέσα μου, λασπωμένα και στριμωγμένα κάπου στο στομάχι μου ή στο έντερο δεν ξέρω κι όταν έχω διάρροιες είναι τα χιόνια που λιώνουν αλλά έχει κι άλλα κι άλλα. Μας ξεγέλασαν και το χιλιάρι ντεπόν είναι πιο ακριβό αλλά οι πονοκέφαλοι της κλιμακτηρίου δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορούν να αντιμετωπιστούν, το κεφάλι μου σπάει σε κομμάτια, μπορεί να έχει κι εκεί στεναχωρημένα λασπωμένα χιόνια, δεν ξέρω πια τί έχω μέσα μου, δεν ξέρω αν με άνοιγε ένας ανοιχτέας με ένα νυστέρι τί θα έβρισκε, δεν ξέρω αν τα όργανά μου θα ήταν στη θέση τους, δεν ξέρω τί σύμπαν ζεί μέσα μου, ο δεξιός ώμος πάλι πεθαμένος, ο αριστερός παράμεσος κομμένος στη λαμαρίνα, κι ο μπαμπάς που γιορτάζει κι έχει γενέθλια, στάθηκε έτσι γλυκός πρωινός αριστερά μου, περίμενε να φτιάξω τον δικό μου καφέ για να φτιάξει κι εκείνος τον δικό του, κοίταξε πρώτα τον κομμένο μου παράμεσο κι ύστερα χαμογέλασε με το πιο γλυκό του χαμόγελο και είπε ευχαριστώ πριν προλάβω να του πω χρόνια πολλά και πριν τον φιλήσω και του είπα εεε περίμενε δεν έφερα και δώρο, και γέλασε ακόμα πιο γλυκά κι όλη μέρα στο τηλέφωνο μιλούσε γλυκά κι έριχνε αγχωτικές ματιές στη μαμά,εκεί στο τραπέζι με τους καφέδες μας, εκεί γύρω μαζεμένοι, εμείς και όλοι όσοι μας αγαπάνε και αγαπάμε κι έχουμε και Παύλο να αγαπάμε και Πέτρο να αγαπάμε και δεν ταιριάζουν τα γενεθλιοτηλέφωνα με λέξεις χειρουργειο, χημειοθεραπεία, εμείς όλα τα ταιριάζουμε, όπως ταιριάζουμε τη Vorkuta με τα asics, όπως ταιριάζουμε τα δέκα χιλιόμετρα την ημέρα με διαλυμένο μεταλλικό πόδι με βίδες, ο μπαμπάς έφαγε τον σκασμό τον ίδιο, κι έφαγε τόσα γλυκά που μέχρι το βράδυ ρευόταν και η κοιλιά του ήταν γκαστρωμένη και μέχρι τα μεσάνυχτα παραπονιόταν αλλά πάλι λίγο μασαμπούκωνε κρακεράκια. Έβαψα με προσοχή κι αγάπη τα φρύδια της μαμάς, κράτησαν όλη μέρα, δεν ήθελε αλλά ήθελε. Ξέρω πότε η μαμά θέλει κι ας στραβώνει, σαν προχτές το μεσημέρι που της έλεγες πόσο μ' αγαπάς και ενώ ήθελε να κάνει τρία τριπλά άξελ από τη χαρά της, στράβωνε το στόμα και μας τρόλλαρε γιατί τέτοια είναι, ε τέτοιες είαμστε δεν μπορούμε να δείξουμε κανονικό συναίσθημα και το δείχνουμε πάντα με στράβωμα, χώσιμο και γαμωσταυρίδι. Γράφω εν μέσω κλιμακτηριακού πονοκεφάλου, ξέχασα τί μέρα είναι, θυμάμαι μόνο οτι για μερικές μέρες δεν θα έχω στομάχι πάλι, θα έχει βγεί και στη θέση του, θα υπάρχει μόνο μια χιονισμένη μπάλα άγχους εντός μου. Τόσο που δεν υπάρχει, ξεχάστηκαν τρία αβοκάντο και εφτά αυγά στο ψυγέιο, τόσο που δεν υπάρχω κι εγώ, ξέχασα να βάλω γλιστρίδα στη σαλάτα, ξέχασα και μισό κομμένο κρεμμύδι στο καλαθάκι, ξέχασα να βάλω στο πλυντήριο το δεύτερο ζευγάρι κάλτσες, ξέχασα ποιό ζευγάρι παπούτσια πρέπει να φορέσω σήμερα, ξέχασα να πάρω ντεπόν, ξέχασα να στρίψω από την Ulitsa Gagarina στην Ulitsa Lenina και συνέχισα εκεί στο αδιέξοδο με το κίτρινο κτίριο που γράφει богатства недр - родине, τόσο χάλια, τόσο στρεσσογόνα όλα. Σε 86 ώρες όλα θα έχουν λίγο ξεκαθαρίσει. Δεν είναι τίποτα. Το τρένο θέλει 40 ώρες μέχρι τη Μόσχα , μόνο 32 στάσεις.