Dιάβαζα όλη νύχτα αλλά ο μυαλός μου είναι καμμένος λόγω της θερμοκρασίας. Το καλοκαίρι όλα πέφτουν στο μισό. Χρειάζομαι διπλάσιο χρόνο για να κάνω κάτι που θα έκανα τον χειμώνα. Χρειάζομαι διπλάσιο χρόνο να κατανοήσω τί διαβάζω, διπλάσιο χρόνο για να καθαρίσω το σπίτι. Σταματάω κάθε τόσο να πιω νερό και να καθίσω μπροστά στον ανεμιστήρα. Ξύπνησα με τη γνωστή ανησυχία για τα ζώα. Κουβάλησα κουβάδες με δροσερό νερό μέσα στην κάψα, πήγα ήρθα πήγα ήρθα, πέρασε τουλάχιστον ένα μισάωρο έτσι, μπήκα στο μπάνιο να πλυθώ ήμουν λίγο πιο σκούρη. Ξανακάθισα απέναντι από τον ανεμιστήρα, άναψα τσιγάρο, αυτό το τυραννικό παπαρένιο πράμα. Να πρέπει να στρίψεις τσιγάρο και να το καπνίσεις μπροστά από το χλιαρό φουυυυυυυυυυ. Τον ανεμιστήρα τον ονομάζω κ.Ρόνσον γιατί θέλω όλα εδω μέσα να έχουν ονόματα. Ο κύριος Ρόνσον λοιπόν μοιάζει με ένα τεράστιο μάτι που με κοιτάει καθώς υποφέρω. Του μιλάω και τον ευχαριστώ για όσα προσφέρει, του λέω πως ξέρω οτι θα ήθελε συνάδελφο, έναν κύριο Τογιοτόμι για παράδειγμα, συμφωνεί ο καημένος μα του εξηγώ τις ανησυχίες μου, και πάλι με καταλαβαίνει. Δεν γίνεται κύριε Ρόνσον μου για να δροσίσω εγώ την κωλάρα μου να καιγονται όλα έξω. Το μεγάλο μάτι του κυρίου Ρόνσον με κοιτάει και συμφωνεί μαζί μου, είναι διακριτικός ενώ εγώ σαν ξεδιάντροπη τσούλα στέκομαι μπροστά του με τα βυζιά έξω, σκύβω και του δείχνω τον κώλο μου, σηκώνω το φουστάνι μου, γυρίζω απο 'δω γυρίζω απο 'κεί, κάθομαι απέναντί του με ανοιχτά πόδια, κι εκείνος έτσι απλά κάνει μόνο φουυυυυυυ, δεν είναι καν φασαριόζος, του χρωστάω του κυρίου Ρόνσον, γι' αυτό όποτε καθαρίζω, τον ξεβιδώνω προσεκτικά, τον καθαρίζω πάνω κάτω μέσα έξω, τον κάνω καινούργιο και μετά πάλι στην πρίζα για φουυυυυυυυ ολοημερονύχτιο. Αποφάσισα χτες πως η μοναδική δουλειά που μπορώ να κάνω είναι να πλύνω τα χαλιά. Τα κουβάλησα πάνω στο ταρατσομπαλκόνι που έκαιγε, άνοιξα το λάστιχο και το νερό έβγαινε τόσο καυτό σα να είχα αναμμένο θερμοσίφωνο στους έξιχιλιάδεςδυοεκατομμυρια βαθμούς. Περίμενα να δροσίσει κι ύστερα σήκωσα το λάστιχο πάνω απο το κεφάλι μου. Αυτομπουγελώθηκα μπρος πίσω, του φόρεσα τον εκτοξευτήρα siroflex και ξεκίνησα να βρέχω το πρώτο χαλί και πσσσσσσ η πίεση και χαιρόμουν που ακόμα και μια νεκρή μέρα τη μετέτρεψα σε μέρα δουλειάς ναι γιατί τέτοια έχω γίνει. Μυρμήγκια στον κώλο που έλεγε και η γιαγιά. Σήκωσα τα χαλιά βρεγμένα για να τα κρεμάσω στο ψηλό κάγκελο, μου πήρε άπειρη ώρα, έτρεμαν τα χέρια μου, η γειτόνισσα στο δίπλα μπαλκόνι μου την είπε με το βλέμα της, μπορώ να σκεφτώ τί σκεφτόνταν - ω ρε μεσημεριάτικα ψυχανωμαλία η μαλάκω- εγώ απτόητη εκεί να προσπαθώ με εσωτερικά έεεεη ωωωωπ να το σηκώσω στο οριζόντιο χοντρό κάγκελο που με περνάει 40 πόντους, και δώστου να ιδροκοπάω, και δώστου αυτό να πέφτει κάτω, και δώστου εγώ να ξαναπροσπαθώ και δώστου να τρέμουν τα χέρια μου, και δώστου να βρίζει η ορθοπαιδικός - αν ήταν να αυτοξεκωλωνοκαταστρέφεσαι τί τα ήθελες τα χειρουργεία μωρή- ώσπου τα κατάφερα, κι έμεινα εκεί λαχανιασμένη να τα κοιτάζω σα να κατάφερα το ακατόρθωτο, και κατέβηκα και έπλυνα και το αυτοκίνητο, και σκούπισα και την αυλή και τον δρόμο κι έκανα και το καθιερωμένο περπατοτρέξιμο και στο τέλος της μέρας το χοντρόμετρό μου έγραφε πως έκαψα 680 θερμίδες και θυμήθηκα πως δεν είχα πάρει περισσότερες από 300 όλη μέρα κι έτρεξα και έπλυνα σταφύλια κι έκοψα και το κατακόκκινο καρπούζι και τελικά κατέληξα τουμπανιασμένη και κατάκοπη και κάθιδρη και σε τάιζα γιατί την είχες πέσει στα σταφύλια, κι αν δεν σου έδινα εγώ καρπούζι ούτε που θα έκανες τον κόπο. Το καλοκαίρι αυτό είναι ένα απαίσιο τραγικό καλοκαίρι με όλη την καταχνιά του πλανήτη. Οι προσπάθειές μας για δροσιά λίγη στις λίγες βραδυνές μας βόλτες ( συγκριτικά με άλλα καλοκαίρια), έπεσαν όλες στο καρκινικό κενό και στο κενό της ζέστης και του ιδρώτα, κι ήρθε να προστεθεί κι ένα κενό ακόμα, το κατσαριδικό. Το κέντρο της πόλης είναι γεμάτο νυχτερινές κατσαρίδες κι εγώ σήκωνα το φουστάνι μου σα νύφη που σηκώνει το νυφικό. Το σήκωνα και πηδούσα πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου και κλατσ κλιτσ οι κόκκινες χαβαγιάνας, κι εσύ όλο ν' απορείς πού σκατά την είδα έτσι τυφλέγκω που είμαι κι εγώ να σου λέω πως έχω άλλη όραση για τις κατσαρίδες όπως εσύ έχεις άλλο στομάχι για τις κρέπες. Οι κόκκινες χαβαγιάνας που έχουν μείνει τσιγαρόχαρτο μετά από οκτώ χρόνια αλλά εγώ δεν τις βγάζω από πάνω μου, οι κόκκινες χαβαγιάνας που έχουν αλωνίσει όλόκληρο το Λονδίνο, όλη τη Mitcham Lane και τον Thrale Road, κι όλη τη Θεσσαλονίκη κι όλα τα χωράφια κι όλη τη Χαλκιδική κι όλες τις άμμους και ακόμα εκεί σκυλιά στέκονται στα πόδια μου κι εγώ τις καθαρίζω με χλωρίνη και με οποιοδήποτε άλλο καθαριστικό κι αυτές αντέχουν κι έχουν εκείνο το ανεπαίσθητο αποτύπωμα που αφήνουν τα δαχτυλάκια και βλέπω το πόδι μου κάθε φορά που τις κοιτάζω, κι εσύ στραβοκοιτάς κάθε που είναι να πάμε κάπου και καταλαβαίνεις οτι πάλι δεν θα βάλω παπούτσια αλλά έχεις πάψει πια να ρωτάς - έτσι θα έρθεις; Ναι έτσι θα έρθω, έτσι έρχομαι, έτσι έβγαλα τα λονδινικά καλοκαίρια και λίγο χειμώνες. Καθόμαστε στον καναπέ. Απέναντί μας στο πάτωμα, ο μικρός ξύλινος καθρέφτης με το πλεκτό σεμέν της προίκας μου από τη γιαγιά. Τον κοιτάζω και βλέπω εσένα, μετά από λίγο μου δείχνεις μια φωτογραφία. Είμαι εγώ στον καθρέφτη με το σεμέν... Σου λέω εγώ βλέπω εσένα! Μου λες, κι εγώ εσένα! Σε ρωτάω πώς γίνεται και πώς λέγεται το φαινόμενο αυτό, εσύ απαντάς όπως πάντα τα λακανικά σου, μεγάλος άλλος κι εγώ σε σταματώ ααα στοπ, και σκέφτομαι δική μου ονομασία κι εξήγηση...Σκέφτομαι λίγο, το ονομάζω ερωταντανάκλαση, κι έτσι διαφωνούντες όπως πάντα εμείς, κι ενώ έχουμε φάει τη χορτόπιτά μας, κι ενώ εσύ ξαπλώνεις κι εγώ ήσυχη γράφω τις μαλακίες μου και παραγγέλνω φυτολόγιο, έτσι έτσι όπως πάντα στο σπίτι μας, ησυχάζει ο καθένας μας μέσα στα συμβολικά του σύμπαντα. Scatology εσύ, scatology κι εγώ.
Scatology Vol.I
6 Улица Тиманская
K.tnkA.131012?
Bούτηξα ένα κομμάτι τσουρέκι στον καφέ και κουβαλούσα την αμαρτία όλη μέρα πάνω μου, και λίγο τη νύχτα κι ας περπάτησα 8 χιλιόμετρα. Έίναι Μάης, η μέρα μεγάλωσε, η πρεσβυωπία μου μεγάλωσε, η κορτιζόνη μεγάλωσε, η στεναχώρια μου το ίδιο, όλα μεγαλώνουν και είναι βαριά, βαριά στο βαρύ σπίτι αυτόν τον καρκινιασμένο πάλι καιρό. Το σπίτι με τα μεντρόλια, τους καρκίνους τον έναν πίσω από τον άλλον, κι εγώ η μις αλλεργία ταξιτζού της χρονιάς και πάλι, να καταπίνω τα χιλιόμετρα της πόλης, δυτικά ανατολικά, θεαγένειο σπίτι έτσι για πλάκα, η κυρία στην είσοδο με ξέρει πια, προχτές που κατουριόμουν δε χρειάστηκε καν να πω ψέμματα, της λέω τουαλέτα θέλω μ' άφησε να περάσω. Κατούρησα στην αγαπημένη μου τουαλέτα, έκανα τα μαγικά με τα αντισηπτικά μαντηλάκια, βγήκα έξω με καινούργια κύστη, έχω κατουρήσει σε ξένες τουαλέτες τους τελευταίους μήνες, όσο δεν έχω κατουρήσει σε όλη μου τη ζωή, παρόλο που ξέρουμε όλοι οτι είμαι καλή εξωτερική κατουρήτρια, από τότε που στο Λονδίνο άφησα όνομα και ναι καλύτερα να σου βγεί το όνομα της κατουρήτριας παρά κανένας νεφρουλάκος. Ξέρω τα τετράγωνα γύρω από το θεαγένειο σαν την παλάμη μου, ποιό στενό μπαίνει, ποιό όχι, βρίσκω πάντα να παρκάρω εκεί στον δρόμο με τις κουτσουλιές που δε με ενοχλούν, έτσι κι αλλιώς χεσμένα είναι όλα. Ψήνω κόκκινες πιπεριές, τις έχω στον αέρα, μοσχοβολάει το σπίτι, παίζει Malher από το πρωί και κάπως σαν σκυλάκι του Παβλόφ τρέχω μέσα να γράψω, κάπως σαν όταν ακούω Malher πρέπει να γράψω, τί κακό κι αυτό, γράφω και μυρίζουν οι μισοκαμμένες πιπεριές, τις προλαβαίνω στο τσακ, τις βάζω σε μια σακούλα και μέχρι να κρυώσουν τρέχω πάλι πίσω στο γράψιμο, το στομάχι μου παράγει τους γνωστούς ήχουν πείνας, γράφω και σκέφτομαι τις πιπεριές με τις γαρίδες που θα μαγειρέψω, πεινάω και πεινάω και πεινάω για φαγητό και πεινάω για λίγη χαρά και για λίγη τύχη. Βήχω, πνίγομαι από τον στεναχωρημένο μου βήχα, η δουλειά σταμάτησε, τώρα ανεργία και δουλειές, ατέλειωτες δουλειές, γλάστρες, κήπος, μπαλκόνι, σπίτι μέσα έξω, ξουτ τα χαλιά, όλα προσποιητά κανονικά, τίποτα δεν είναι κανονικό. Μέχρι τώρα κάθε Παρασκευή πίνοντας κάτι κανονικοποιούσα, τώρα τέρμα, τώρα όλα καρκινικά, η δική μου μεγάλη εβδομάδα θα έρθει μετά τη μεγάλη των άλλων. Το καθολικό πάσχα, το ορθόδοξο και το καρκινικό. Εγώ το καρκινικό περιμένω, σκέφτομαι τα αποτελέσματα, κάπως κολλάω εκεί, τα αποτελέσματα τα αποτελέσματα, να είναι λίγο καλά να είναι λίγο καλά, σκέφτομαι και σταματάει το πεινασμένο στομάχι μου και σταματάει και η καρδιά μου, μόνο τα αποτελέσματα. Να μην κατσει βαριά η χημειοθεραπεία, να κάτσουν ωραία ελαφριά τα αποτελέσματα. Είναι μία ήρεμη εβδομάδα αυτή. Τις ηλιόλουστες μέρες με τον αέρα έτρεχα επάνω στο μπαλκόνι να απλώσω τα σκεπάσματα, ένοιωθα τον ήλιο να με ζεσταίνει μαζί με τον αέρα, ένοιωθα να ψήνομαι σαν τις πιπεριές. Άπλωνα και φυσούσε δυνατά κι εγώ σκεφτόμουν όλες τις γυναίκες που φοράνε περούκες και μαντήλια και όταν φυσάει προσπαθούν να τα συγκρατήσουν. Τις βλέπω συνέχεια να βάζουν τα χεράκια τους εκεί με άγχος, περπατάνε σκυφτές, θέλω να τους φωνάξω εεε είστε όλες όμορφες γαμήστε τις τρίχες, μόνο καλά αποτελέσματα να έχετε όλες όλες. Το τρομακτικότερο πράγμα με τον καρκίνο είναι οτι τον συνηθίζεις και τα ζείς όλα έτσι καρκινιασμένα, τον υποδέχεται η οικογένεια σαν καινούργιο μέλος, έλα καλωσήρθες, έλα να σε ξεκωλιάσουμε και να σε ξεφτιλίσουμε να σε στείλουμε από κεί που ήρθες, ναι δε γίνεται αλλιώς. Εξοπλισμένοι με κάθε όπλο απέναντι σε κάθε πιθανή παρενέργεια χημειοθεραπείας, έτσι ζούμε. Εγώ για να αντέξω έχω βρεί την καινούργια μούρλα που λέγεται πεθαίνωτοσώμαμου. Αυτή η μούρλα περιλαμβάνει εξαντλητικές δουλειές, τρέξιμο πάνω κάτω, λέγεται κρατάω τον εαυτό μου απασχολημένο μέχρι να νοιώσει οτι μισοπεθαίνει. Έτσι καταλήγω νυχτερινώς κατάκοπη, να τσούζουν τα μάτια μου, να πονάνε τα πισωκώλια μου, να μη σηκώνονται τα χέρια μου από την κούραση, κι έτσι κάπως καταφέρνω να κοιμηθώ τις λίγες ώρες που καταφέρνω μέχρι να ξυπνήσω πάλι με τον καρκίνο να στέκεται σαν κακοξυπνητήρι, να μου θυμίζει έλα μωρή σήκω εδώ είμαι πάλι. Έχω ολότελα ξεχάσει πώς είναι να είμαι ήρεμη, ξαπλωμένη, καυλωμένη, χυμένη, νανουρισμένη, χαμογελασμένη, ξεκουρασμένη. Χτες μετά τη γυμναστική έκανα μπάνιο και ξέχασα να φορέσω εσώρουχο, τα κάνω όλα μηχανικά, ξέχασα, κυκλοφορούσα όλη μέρα στο σπίτι έτσι, κοιμήθηκα και το πρωί που ξύπνησα και πήγα για κατούρημα τρόμαξα, το έψαχνα, τί σκατά πού πήγε. Κατούρησα τα 4 λίτρα της ημέρας και πήγα κατευθείαν στην απλώστρα να φορέσω ένα από τα σπιτικά, το φόρεσα και ησύχασα. Δεν έχω πια κουράγιο ούτε να με κοροϊδέψω, παλιά θα γελούσα με τέτοια, τώρα δε γελάω με τίποτα, ίσως μόνο λίγο με τις γάτες, ίσως μόνο λίγο όταν πήρα το ποτήρι από το ντουλάπι να πιω νερό και ήπια κι έμεινε λίγο νερό μέσα και πήγα να το ξαναβάλω πίσω στο ντουλάπι, ίσως όταν ετοιμάζοντας το πρωινό μου, αντί να πιάσω το μικρό αυγό να ξεφλουδίσω, έπιασα το κουκούτσι του αβοκάντο, ναι αν κάποιος με παρατηρούσε θα έβλεπε μια μισοκαθυστερημένη να προσπαθεί να κάνει τα καθημερινά της με αποτυχία. Το βράδυ που οι γάτες θα μουρλαθούν από τα αναστημένα πυροτεχνήματα εγώ θα 'θελα να είμαι σε ένα από εκείνα τα τεράστια παγκάκια - κρεββάτια της παραλίας, ανάμεσα στα δύο δεντράκια, να χαϊδεύω ένα κεφάλι ξαπλωμένο στα πόδια μου με το ένα χέρι, με το άλλο να καπνίζω. Μπαμ και μπουμ και χάδια ανάστασης, μήπως αναστηθεί η ζωή μου, η χαρά, η παλιά μαμά μου, τα μαλλάκια της, η δύναμή της, ο ύπνος μου, το γέλιο μου. Προσδοκώ κανένα ζωάκι να μην τρομάξει, προσδοκώ χάδια και ηρεμία, προσδοκώ ζωή μόνο, κανονική ζωή με καρκινικό δείκτη μηδέν.
50
O μπαμπάς κι η μαμά έχουν επέτειο. Ζούν 50 χρόνια μαζί. Εγώ τους τραγουδάω Nights in white satin
και κρατάω την αναπνοή μου όταν περνάω ανάμεσα από ανθρώπους γιατί φοβάμαι οτι θα βρωμάνε.
Response no1.
Τώρα,
τώρα που νοιώθω το σύμπαν να χάνεται από γύρω γύρω μου,
έχω ένα αγόρι που ξέρει να μου το φέρνει πίσω
έχω ένα αγόρι που με αγκαλιάζει και κοιτάμε μαζί πίσω από την κουρτίνα
έχω ένα αγόρι που μου γράφει ερωτικά αγγλικά ποιήματα στις βαλεντίνιες μέρες
έχω ένα αγόρι που με ηχογραφεί να λέω χαζομάρες
έχω ένα αγόρι που τρέχει να με προλάβει για να προλάβουμε τις δουλειές μου
έχω ένα αγόρι που με πηγαίνει και με φέρνει και με ξαναπηγαίνει
έχω ένα αγόρι που γονατίζει μπροστά μου στον καναπέ για να με αγκαλιάσει
έχω ένα αγόρι που μου λέει ιστορίες με δάση για να κοιμηθώ
έχω ένα αγόρι που με λέει όμορφη σαρανταμία ώρες το εικοσιτετράωρο
έχω ένα αγόρι που μου βάζει αλοιφή κάθε που πιάνεται ο αυχένας μου
έχω ένα αγόρι που με φιλάει ξυστά στον επιχείλιο
έχω ένα αγόρι που κανονίζει τα ακανόνιστα
έχω ένα αγόρι που με παίρνει τηλέφωνο από παντού
έχω ένα αγόρι που μου διπλώνει τα εσώρουχα
έχω ένα αγόρι που περπατάει μαζί μου όλες τις πόλεις όλες τις ώρες όλες τις μέρες
έχω ένα αγόρι που ταΐζει τα γατάκια
έχω ένα αγόρι που με πηγαίνει βόλτες στα χιόνια
έχω ένα αγόρι που μου φέρνει καφέδες και τσιγάρα
έχω ένα αγόρι που μου εκτυπώνει τα εκκαθαριστικά
έχω ένα αγόρι που ξέρει όλα τα ρούχα μου
έχω ένα αγόρι που ξέρει πώς δουλεύει το πλυντήριο της μαμάς μου
έχω ένα αγόρι που ξέρει να ρυθμίζει την αυτόματη πόρτα του κοτετσιού
έχω ένα αγόρι που όταν παίρνει βιβλία, παίρνει πάντα ένα και για μένα
έχω ένα αγόρι που βρήκε τον καλύτερο αποφλοιωτή του κόσμου
έχω ένα αγόρι που δεν ξέρει να καθαρίζει μήλα
έχω ένα αγόρι που πλένει τα δόντια του δέκα λεπτά κάθε βράδυ
έχω ένα αγόρι που έχει πάντα μαζί του χαρτομάντηλα
έχω ένα αγόρι που μου έμαθε να φυσάω τη μύτη μου
έχω ένα αγόρι που δεν καπνίζει
έχω ένα αγόρι που χαίρεται με κάθε μου αρλούμπα
έχω ένα αγόρι που ξενυχτάει μαζί μου στα νοσοκομεία
έχω ένα αγόρι που με ερωτεύεται στις συναυλίες
έχω ένα αγόρι που πέφτει μαζί μου στην Τσιμισκή και γελάει
έχω ένα αγόρι που φοράει λονδινιάρικη τραγιάσκα
έχω ένα αγόρι που όλο θέλει κάτι να μου αγοράσει
έχω ένα αγόρι που όλο κάτι θέλω να του χαρίσω
έχω ένα αγόρι που χωράει μέσα μου ακριβώς
δεν περισσεύει
δεν με στενεύει
αναπνέω μέσα απ' αυτόν αλλά με δική μου αναπνοή
D.nD...p.M.p.p
K λώτσησα κατά λάθος τον κουβά με τα φύλλα που μαζεύω μέρες τώρα για λίπασμα, και σκόρπισαν παντού κι έτρεχα σαν τρελή με την πορτοκαλί σκούπα να τα ξαναμαζέψω όσο οι γάτες μπλέκονταν στα πόδια μου κι έπαιζαν με το φουστάνι μου, που ανέμιζε ο αέρας. Ξεπάγιασαν τα χέρια μου κι ώσπου να τελειώσω τα πάντα, γύρισα και είδα ένα άσχημο τετράτροχο πράμα να κλείνει την πόρτα, και πάλι δεν πρόλαβα να δω ποιό παπάρι βαρέθηκε να κάνει δέκα παραπάνω βήματα και αποφάσισε -γιατί έτσι μπορεί η κουραδοσυνείδησή του, να μου κλείσει την πόρτα. Μπήκα μέσα με νεύρα, πήρα ένα Α4, κι έγραψα με κόκκινο μαρκαδόρο και κεφαλαία, ΘΕΡΜΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ, ΜΗΝ ΜΑΣ ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, το στερέωσα στον υαλοκαθαριστήρα, κι ύστερα σκέφτηκα μήπως έπρεπε να το γράψω ανορθόγραφα για να το καταλάβει, μήπως έπρεπε να κάνω ένα σκίτσο, μήπως έπρεπε να περιμένω να δω πώς μοιάζει η φάτσα της κουραδοασυνείδητης διποδίας, μα κρύωνα και βαριόμουν και δεν ήθελα να ανακατευτώ πρωί πρωί, ανακατευόμουν όλο το βράδυ κι ήταν αυτή αρκετή αναγουλίαση για μία μέρα. Η βδομάδα γέμισε κούτσα κούτσα πάλι με πράγματα, πρόβες στα υπόγεια που μυρίζουν μούχλα και που έχουν κρύο στην αρχή κι ώσπου να τελειώσουμε έχουμε τσιτσιδωθεί όλοι κι έχουμε κουραστεί και βγαίνουμε έξω στον κόσμο που ζει στον πάνω όροφο και είμαστε όλοι λίγο σαν ζόμπι και χαιρετιόμαστε και ανανεώνουμε το ραντεβού μας κι ένας φεύγει απο πάνω κι άλλος από κάτω. Από εκείνο το βράδυ που έχασα τον αγαπημένο μου αναπτήρα και ακόμα δεν το έχω ξεπεράσει, με έχει πιάσει μια μούρλα και δεν αντέχω τους κανονικούς αναπτήρες γιατί εκείνος ήταν μαγικός. Για να μπορέσω να το ξεπεράσω έστω λίγο, αποφάσισα εδώ και μερικούς μήνες οτι ο αναπτήρας που κρατάω θα πρέπει να είναι ακριβώς στο ίδιο χρώμα με τα νύχια μου, το οποίο είναι και πρακτικό μιας και κανένα αρχίδι δεν θα μπορεί να μου τον κλέβει. Έτσι πέρασε το μισό καλοκαίρι με κίτρινους και πορτοκαλί αναπτήρες, με λευκούς και γαλάζιους, κι όταν ζωγράφισα φράουλες στα νύχια μου ήμουν σε μικρή ανώφελη ανόητη απόγνωση μα και πάλι δεν πτοήθηκα, πήρα τον κόκκινο και τον ζωγράφισα κι εκείνον και τον έκανα μια μεγάλη φράουλα σε αναπτηρί σχήμα, κι εκείνη τη μέρα που πήγα στη δουλειά με άβαφα νύχια ο Β. με ρώτησε ωωχ Λίνα δεν έχεις αναπτήρα; έκοψες το κάπνισμα; γελούσαμε μισή ώρα, και την Παρασκευή που κατέβηκα και ξέχασα τον αναπτήρα μου και άρχισα να τους γκρινιάζω και ξεφυσούσα και φρίκαρα κι είχα αυτή την ξινή μούρη που ξέρουν όλοι καλά, εμφανίστηκε ο Τ. με έναν όμορφο ζαχαρί αναπτήρα και είπε με το γνωστό ύφος, -έλα μωρή πάρε, και είναι αυτές οι ωραίες στιγμές που είναι ωραία να δουλεύεις με ανθρώπους που σε αγαπάνε και τους αγαπάς κι ας μη σε αντέχουν ώρες ώρες. Στη δουλειά έχει αρχίσει να γίνεται χαμός, ο κόσμος δεν χωράει να σταθεί, εγώ πίνω λίγο παραπάνω απ' όσο θα έπινα αν ο κόσμος χωρούσε. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου ανθρώπους που περνάνε από μπροστά μου, κάθομαι στο φτιαγμένο από κάσες μπύρας σκαμπό μου κι η μέση μου είναι στον αέρα για τρείς ώρες, και το πόδι μου το ίδιο, και όταν έχω τα κορτιζονοπρηξίματα δε βολεύομαι καθόλου, όταν δεν τα έχω όλα είναι πιο καλά. Αυτό το πτυσόμενο βόλεμα και μετά ξεβόλεμα, κάθομαι πάντα με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, συνήθως το δεξί πάνω στο αριστερό γιατί αν κάνω το ανάποδο το σιδεροπόδι πονάει. Κοπανάω τα σέηκερ και τα ντέφια και γεμίζω μελανιές και αυτοπονιέμαι, γυρίζω τα ξημερώματα και κάθε Σάββατο πρωί το δεξί μου μελανιασμένο μπούτι πονάει. Τα φουστάνια μου είναι όλα σκισμένα από τις γάτες. Τρυπίτσες από νυχάκια, από πλάσματα που κρέμονται από πάνω μου, κρέμονται από πάνω μου κι αυτόν τον καιρό κρέμονται πολλά πλάσματα από πάνω μου, με νυχάκια και μη. Τα χωρίς νυχάκια πονάνε πιο πολύ, τα χωρίς νυχάκια μου τρυπάνε την καρδιά κάπως, πονάνε όλες οι καρδιές μου. Παρασκευή πρωί σκούπιζα την αυλή με μανία με μανιασμένη μανία και περνούσαν τα σχολικά παιδάκια από τον δρόμο, ναι πώς να με βλέπουν; να με βλέπουν όπως έβλεπα εγώ την κυρ Άννα; να με φοβούνται; την έβλεπα σαν μάγισσα, να με βλέπουν λες σαν μάγισσα; σκουπίζω γιατί δεν αντέχω, σκουπίζω γιατί δεν ξέρω τί να κάνω το πρωί, δεν ξέρω πώς να νοιώσω, δεν ξέρω πού να βάλω τον πόνο, σκουπίζω μήπως τον σκουπίσω, μήπως τον σύρω μέσα στο φαράσι και τελικά τον πετάξω σε έναν κάδο. Σχόλασα, είναι 0400, σχόλασα και κρυώνουν τα μπούτια μου και κρυώνω και πονάει ο πόνος μου και πονάνε οι καρδιές μου και δεν μπορώ να σκουπίσω τέτοια ώρα, μακάρι λίγο να σκούπιζα, και πονάει το στομάχι μου και πεινάω και πότε έφαγα τελευταία φορά; ποιός θυμάται; πότε κοιμήθηκα; πότε γέλασα; Ξεκλειδώσαμε την πόρτα πριν πολλά χρόνια που ήταν Γενάρης 2024 ( πριν πόσα χρόνια ήταν Γενάρης 2024; πολλά ε;;) και σου είπα, είμαι χαρούμενη που βγαίνουμε έξω. Πότε ήταν που ήμουν χαρούμενη; πόσα χρόνια πέρασαν; είχα στομάχι τότε; έτρωγα; Σχόλασα και ναι ήπια και ναι έβγαλα λεφτά και ναι θα πάνε όλα εκεί στους κυρίους που με βάλανε να φυσήξω εκείνο το άσχημο, ναι ήπια, ναι ήπια κωλάντερα κύριε με το άσχημο καλαμάκι, ήπια ναι, δούλευα κύριε, ήμουν σοβαρή, του μιλούσα αυστηρά και σοβαρά, τον μάλωσα, -εγώ δεν είμαι κοριτσάκι που βγήκε να κουνηθεί, εγώ δουλεύω και ναι πίνω όταν δουλεύω, ναι κύριε γίνεται της πουτάνας στη δουλειά, με πιάνουν, με ακουμπάνε, με κερνάνε, μου μιλάνε, πρέπει να πιω κύριε, είναι μέρος της δουλειάς, πόσα θέλετε; διακόσσια; εντάξει θα δουλέψω και θα έρθω να τα πληρώσω μόλις φεβρουαριάσει. Φεβρουαρίασε και μου έκλεψαν το σπίτι και μου έκλεψαν τη λέξη "χαρούμενη", κι έχασα τον Μίξα, πάει ο μιξούλης με το ένα μάτι, πάει πάει το γατάκι μου, κλαίω για την γαμημένη αυγοθήκη της μαμάς μου, πετάξτε τις αυγοθήκες, ποιός τις θέλει; σταματήστε να γεννάτε κωλόμωρα, πετάξτε τις αυγοθήκες σας να κοιμηθείτε ήσυχες. Ηλίθια φύση, γυναίκες με αυγουλιέρες που αρρωσταίνουν, αυγουλιέρες και γαλατιέρες, μαστοί και ωοθήκες άχρηστα μαλακισμένα όργανα που αρρωσταίνουν για να κλαίμε. Κλαίω και κλαίω και μετά σταματάω και μετά κλαίω και ξανασταματάω γιατί το πρόγραμμα είναι γεμάτο. Γενική κλινική, Ιπποκράτειο, διαγνωστικά, Παύλου Μελά, Πολυτεχνείου, Λ. Σοφού, όλα με τα πόδια, κατηφορίζουμε 6 ωοθήκες με τα πόδια, δύο εγώ δύο η αδερφή και δύο η μαμά και έτσι και οι έξι κατηφορίζουμε την Αντιγονηδών και ακούω μια ανήσυχη φωνή και είναι το Ανιάκι με το μπουφάν της, πρωινό Ανιάκι θεραπευμένο που μας αγκαλιάζει και τις έξι αναπάντεχα γιατί αναπάντεχα μας βρήκε. Κλαίω πάλι λίγο και τρέχω σαν το άλογο πάνω κάτω, η μετακλεπτική ρουτίνα με κουράζει, να ανάψω τα έξω φώτα, τα μέσα φώτα, τα πάνω φώτα, να σβήσω το μεγάλο να ανάψω το μικρό, τα φώτα, οι γάτες, η acs, να δουλέψω, να δουλέψω, να κλάψω, να σταματήσω, να σιχαθώ, να θυμώσω, σκουπίδια. Στέλνω τον καρκίνο της μαμάς μου, όλον της τον καρκίνο τον στέλνω χωρίς τύψεις ναι Ανιάκι στο είπα, χωρίς τύψεις, τον στέλνω να ψοφήσουν τα αψόφηστα σκουπίδια, όχι δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία, φυσικά και όχι. Θέλω να έρθει ο Τζον Κόφι να ρουφήξει από τη μαμά όλα τα κακά και να τα φυσήξει με μεταστατική δύναμη μέσα σε δίποδα σκουπίδια. Δεν με νοιάζει να είμαι καλός άνθρωπος γιατί είμαι έτσι κι αλλιώς. Στέλνω καρκινοκατάρες με ευκολία, είναι ελευθερία να μην πιστεύεις σε θεούς κι ανώτερες μαλακίες. Θέλω να γυρίσω τον χρόνο πριν, να γίνει Γενάρης, να μην ξέρω τίποτα, να λέω "χαρούμενη", να είμαι στο χωριό σου, να σε έχει μόλις κουρέψει η μαμά μου, να είσαι όμορφος, να σε φιλάω στα χιόνια, να τρως μελομακάρονα και να γιορτάζεις, θέλω να μου πεί κάποιος αν η φυσικοθεραπεία είναι το αντίθετο της χημειοθεραπείας, η μαμά μέχρι τώρα έκανε μόνο φυσικοθεραπείες κι έβγαινε με το ωραίο της κασκολάκι για να μην κρυώνει ο αυχένας της, η μαμά πρέπει να κάνει μόνο φυσικοθεραπείες, γιατί κάνει το αντίθετο; γιατί; είναι 0426, σχόλασα και πληρώθηκα και στρίβω τσιγάρο και το μαξιλάρι μου θα είναι κρύο και πρέπει να αντέξω το σαββατοκύριακο γιατί τη Δευτέρα έχει Παύλου Μελά. Κοιτάζω την πρόγνωση του καιρού έτσι μηχανικά, λες κι έχει σημασία, κάνω όσα έκανα και πριν λες κι έχει σημασία. Περνάνε οι ώρες και ήρθε η Κυριακή και με περιμένουν και οι κοτούλες κι εκείνη η μαύρη κοτούλα η γυαλιστερή η αγαπημένη μου. Περιμένω το πλυντήριο να κάνει μπιπ και μετά πάλι μπιπ, αα τώρα θυμήθηκα γιατί κοίταξα την πρόγνωση ναι θα απλώσω μέσα, εντάξει πλυντήριο σε ακούσαμε, θα σε απλώσουμε μέσα να μας υγρασιάσεις το σπίτι, να κάνεις τον αφυγραντήρα να πάρει φωτιά, ναι ήταν που ήταν η πιο απαραίτητη συσκευή εδώ μέσα, τώρα χαμός, πλυντήρια, κλάμματα, μύξες, χαμός, τί να πρωτοαφυγραντήσει ο καημένος. Όλοι καημένοι σ' αυτό το σπίτι. Εγώ; τί εγώ; ε εγώ τα γνωστά. Έχω έναν επιχείλιο ( σιγά που δεν θα είχα), σαν αποτυχημένο υαλουρονικό. Όλη η αριστερή πλευρά είναι σαν σκατά, έχω ξεβαμμένα νύχια σε χρώμα μπλε ηλεκτρονικί, ίδια με τον αναπτήρα που μου πήρε η μαμά προχτές μετά την αξονική, έχω πονοκέφαλο και πυρετό, έχω άλουστα μαλλιά σε σχήμα μουρλί από τον αέρα, έχω στομάχι τρενάκι του τρόμου, έχω πληγή μέσα στο στόμα γιατί αυτοδαγκώθηκα και όταν τρώω λεμόνι πηδάω στο ταβάνι, έχω κι εναλλαγές διάθεσης λίγο χειρότερες από τον καιρό της Ιρλανδίας, ε περίπου κάθε τέταρτο. Από την απόλυτη απελπισία στην απόλυτη αισιοδοξία και τούμπαλιν. Ναι αυτά. Ευτυχισμένο το 2024 είπα; Λέω τώρα.