Tελειώνει ο Ιούλιος. Ξύπνησα φθινοπωρίσια και ατέλειωτα κουρασμένα. Ο ύπνος μου είναι μαρτυρικός, απάνθρωπος, απών, μαλακισμένος, πονετικός. Κοιμάμαι με το σταγονόμετρο. Ξυπνάω κάθε μία ώρα με φρικτούς πόνους, δεν ξέρω πού να βάλω τα χέρια μου, τί να τα κάνω. Έγλειψα όλο το σπίτι πάλι χτες τη νύχτα. Είναι η ανησυχητική παστρικότητά μου που αρχίζει να παθολογικοποιείται σιγά σιγά, μα και χωρίς ξεκωλωτικές δουλειές πάλι πονάω, οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσω το αρρωστούλι μουρλικό καθάρισμα. Σηκώθηκα από το κρεββάτι, έβρεχε και δεν μπορούσα να καθίσω στο σκαλοπάτι της πόρτας. Είναι η νέα μου θέση. Μπροστά νααα ένα τραπέζι με καρέκλες και ναααα κάτι μαξιλάρια πάνω στις καρέκλες, κι εγώ η παντοτινά ανωμαλίνα, κάθομαι στο σκαλάκι της πόρτας. Περνάω ώρες εκεί, με τις γάτες να μου τριχιάζουν τις γάμπες. Όλο λέω δεν θα χαϊδέψω για να μην έχω μετά να πλύνω τα χέρια μου, και φυσικά με το που έρχονται, σιγά μην αντισταθώ, τις τρίβω, τις καρατρίβω, τους γυρίζω τ' αυτιά, τους ζουλάω τις κοιλιές, κι ύστερα σηκώνομαι και μπαίνω μέσα να πλύνω τα χέρια μου, μόνο για να τα ξαναλερώσω σε λίγο. Αυτή είναι η καλοκαιρινή μου ζωή στο σκαλάκι της πόρτας. Ολόκληρη η ζωή μου ζεί εκεί, και σήμερα που έβρεχε και ήταν όλα σύσκατα και μούσκεμα, άνοιξα διάπλατα τα παράθυρα να γράψει το θερμόμετρο 26, και κάθισα στη χειμωνική μου θέση, και κρύωναν τα πόδια μου και θυμήθηκα πόσο μου λείπει να κρυώνω μετά από έναν ιδρωμένο Ιούλιο. Πέρασα ένα τέταρτο κοιτάζοντας τη φέτα του μοσχολέμονου να κάνει βόλτες μέσα στο φλυτζάνι με το πράσινο τσάι που είναι απάτη γιατί δεν είναι πράσινο. Είναι πιο απάτη κι από τη θάλασα που δεν είναι μπλε. Αυτό το είχα καταλάβει παλιά όταν την έβαλα σε μπουκάλι και ήταν διάφανη, ναι ναι δάφανη. Έεε και το πράσινο τσάι είναι κίτρινο. Πόση κοροϊδία πια , πόση, πόση...Εε λοιπόν εγώ το πράσινο τσάι από σήμερα θα το λέω κίτρινο. Ήπια το κίτρινό μου τσάι λοιπόν προτού ολοκρυώσει, και σηκώθηκα ανόρεχτα για τον διάδρομο. Έγραψα εφτά κουραστικά χιλιόμετρα με τη βροχή να πέφτει έξω, τις γάτες να κοιτάζουν από το παράθυρο και τον Κοκτώ στ' αυτιά μου, να λέει κάτι αλήθειες νααα, πιο μεγάλες κι απ' τα μπούτια μου, που επιβράδυναν το βήμα μου
αλήθειες, αλήθειες, αλήθειες, μικρές, μεγάλες, απλές αλήθειες, σκληρές, απ' αυτές που τρυπάνε το δέρμα, που διογκώνουν το κεφάλι, που χαλάνε το συκώτι, που μαυρίζουν τα πνευμόνια. Άκουγα και βάδιζα πάνω στον ιμάντα, κι ήταν τέτοιες οι αλήθειες που κόντεψα κάπου να φτάσω, τέτοιες αλήθειες που μετατρέπουν τον ιμάντα σε δρόμο, πήγαινα και πήγαινα ώσπου άρχισα να χαμηλώνω ταχύτητα, μπιπ 6.1, μπιπ 6.0, μπιπ 5.9, μπιπ μπιπ μπιπ μέχρι το 3.9 που άνοιξα τα πόδια και κατέβηκα από τον διάδρομο-ιμάντα που ο Κοκτώ μου μετέτρεψε σε δρόμο, τον διάδρομο μου τον έκανε διαδρομή προς την αλήθεια.
Μπήκα στο σπίτι να ξεϊδρώσω, ντουζιάστηκα...έφαγα το πλούσιο γεύμα της ημέρας. Το γεύμα που τρώω από τον Ιούνιο. Δύο ντομάτες, δύο τρία μικρά ανάλατα παξιμαδάκια και λίγο ανθότυρο με σαράντα κιλά ρίγανη, τόσο σαράντα που πικρίζουν όλα. Περίμενα να περάσει μία ώρα και κάπνισα, κάπνισα με δύναμη ώσπου ο πλανόδιος φρουτάς διέλυσε τη νικοτιανή μου συγκέντρωση. Πεπόνια μέλι, βερύκοκα, ροδάκινα, νυχταρίνια. Τα νυχταρίνια είναι αυτά που τρώγονται μόνο νύχτα. Αυτά που πριν πάθω φρουταλεργία, έτρωγα 6 το ένα πίσω απ' τ'αλλο. Πάντα θεόσκληρα και ξινά. Δεν μπόρεσα ποτέ να φάω ώριμο φρούτο. Μόνο ανώριμα και θεόξινα και θεόσκληρα, από 'κείνα που σου μουδιάζουν τα ούλα. Τα ούλα είναι μία από τις πιο γελοίες και κακόηχες λέξεις που ξέρω. Όχι ψέμματα. Όλες είναι γελοίες. Αρκεί να τις πείς μερικές φορές συνεχόμενα και θα δείς. Ούλα- ούλα -ούλα -ούλα, αλήθεια - αλήθεια - αλήθεια - αλήθεια, ήλιος - ήλιος - ήλιος -ήλιος, καλοκαίρι - καλοκαίρι - ζέστη -ζέστη -ζέστη -ζέστη... Όλες μα όταν τις επαναλαμβάνεις είναι γελοίες. Εκτός από μία που υπάρχει για να τη λέμε πολλές φορές συνεχόμενα.
Σκατά - σκατά - σκατά - σκατά - σκατά - σκατά.....