Dιάρροια: είναι η κένωση υδαρών κοπράνων τρεις ή περισσότερες φορές την ημέρα. Συνήθως είναι αποτέλεσμα δηλητηριάσεων οι οποίες οφείλονται σε δράση τοξικών παραγόντων που εισάγονται στον οργανισμό κι επιδρούν βλαπτικά, παρουσιάζοντας μία ποικιλία συμπτωμάτων. Βγαίνει και σε ειδική ανθρωπική έκδοση φυσικά όπως όλα τα τοξικά, κι αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε μία αυθεντική αηδιαστική διάρροια και σε μία ανθρωπική, φυσικό κι επόμενο να διαλέξω την πρώτη. Μαύρισα ήδη, έχουμε πάλι τόσους γιατρούς να δούμε, κάθε μέρα είναι γιατρική. Τα γενέθλια της μαμάς πέρασαν όπως και τα δικά μου. Εσύ σκέφτηκες πάλι τα τέλεια δώρα και για μένα και για 'κείνη. Έτσι μετά από 23 χρόνια εγώ έχω πάλι το ολόδικό μου μικρόφωνο και η μαμά μετά από 8 χρόνια έχει τα πιο τέλεια αθλητικά παπούτσια σε χρώμα ίδιο με το φουλάρι της και τα νύχια της, με σόλα αντιπατινάζ intercontinental. Κατά τ' άλλα, αν εξαιρέσουμε τα γνωστά μαρτύρια, είναι ένα αποπνικτικό καλοκαιρινό μεσημεροπρωί μετάαπό δουλειά, ο αφυγραντήρας δουλεύει σαν σκλάβος, οι γάμπες μου είναι σφιχτές σαν πέτρες παρόλο που το ποδήλατο έχει φούιτ, οι αγκώνες μου έχουν επικονδυλίτιδα από το τένις που δεν παίξαμε, εσύ είσαι στη δουλειά από τ' αξημέρωτα, εγώ γράφω σε 'κείνο το τετράδιο που πλακώνει τον Καββαδία, τα ρούχα μας είναι αστέγνωτα δίπλα, ο καφές μου τελείωσε κι από τις 7 το πρωί είμαι ακόμα στο δεύτερο τσιγάρο. Ήρθες με εκείνα τα μυστήρια βιβλία του Zweig, με τη μυστήρια ιστορία του μυστήριου κατόχου τους και μόνο ο Φ. θα μπορούσε να μας διαφωτίσει αλλά δεν μπήκα στον κόπο να του τα κάνω τσουρέκια. Του τα κάνω τσουρέκια με οτιδήποτε ιατρικό, τον ρωτάω την κάθε μαλακία κι εκείνος πάντα μου απαντάει ακόμα κι όταν δε θέλει ν' απαντήσει. Ακούω Vaughn Williams και γράφω με το χέρι ακουμπισμένο πάνω σε μαξιλάρι, σχεδόν τεντωμένο γιατί δε λυγίζει πια, κι όταν θέλω να πιω καφέ, σηκώνω την κούπα με δύο τεντωμένα χέρια και τα λυγίζω τόσο αργά για να μην ουρλιάξω από τον πόνο, κι όταν τη φέρνω στα χείλη μου πίνω δύο και τρείς γουλιές μαζί γιατί ξέρω οτι την επόμενη φορά που θα θέλω να ξαναπιώ θα πρέπει να περάσω αυτό το μαρτύριο. Άχρηστη και κατάχρηστη πλέον, μα σε πείσμα όλου του φρικτού πόνου, εγώ συνεχίζω να πλένω τα χαλιά στο μπαλκόνι, να σκουπίζω όλο το τετράγωνο -δε θα με φάτε εσείς, εγώ θα σας φάω. Το αναγκαίο κακό της εποχής ονομάζεται κρύος καφές και σε άπταιστα θεσσαλονικιώτικα φραπέΣ. Ξέρουμε καλά πως δεν μ' αρέσει αλλά δεν αντέχω να πιω άλλον με τόση ζέστη. Εσύ κάνεις μπλιαχ, εγώ χρειάζομαι παρέα για το τσιγάρο μου, είμαι στο πέμπτο και μένουν άλλα πέντε για να μην πεθάνω απο ενοχές και βήχα το βράδυ. Δουλεύω πολύ, οι χαμηλές μου νότες έχουν ξεπεράσει όλα τα χαμηλά. Γράφω στο γραφείο σου και όχι στη γωνία μου από τότε που αλλάξαμε δωμάτια για τις καυσωνιάρες ώρες. Οι ορμόνες μου πάλι με κάνουν ότι θέλουν και ποιά;;; εγώ, ποιά;;; εγώ, που κυκλοφορώ ξεβρακωμένη κι ασούτιενη τον Γενάρη, κρυώνω καλοκαιριάτικα μέσα στο σπίτι με το κλιματιστικό στο 27. Ναι γίναμε κι εμείς κλιματιζούμενοι επιτέλους γιατί μετά το περσινό καλοκαίρι που δεν καταφέραμε να κοιμηθούμε στο ίδιο κρεββάτι, αποφασίσαμε να εκσυγχρονιστούμε και να ερκοντισιονιστούμε, κι έτσι ήρθε το αγόρι εκείνο και μας κλιμάτισε κι εσύ ζεσταίνεσαι κι εγώ κρυώνω ανάθεμα την εμμηνόπαυση. Ρίγη και εξάψεις και όλες οι ανώμαλες μαλακίες και προχτές που βλέπαμε την ταινία, είχα τη μάλλινη ζακέτα και η ραχοκοκκαλιά μου ήταν παγωμένη και τα πόδια μου παγάκια, κι εσύ άνετος με τα πανέμορφα ποδαράκια σου, κοιταχτήκαμε και σα να είπαμε κάπως μέσα μας τί σκατά; εμείς είμαστε; Η εμμηνόπαυση με κατάντησε τη ντροπή της Σιβηρίας. Είμαι η ντροπή της Vorkuta, ωω ποιός ξέρει τί θα φορούσα εκεί αν πήγαινα τώρα, ωωω πόσο ντρέπομαι! Το πρώτο βράδυ που το λειτουργήσαμε θυμάσαι; εσύ ήσουν στο γραφείο σου κι εγώ στη γωνία μου και σου έστειλα εκείνο το gif με την τελευταία σκηνή της Λάμψης, τον Τζακ Νίκολσον παγοκολώνα κι εσύ γέλασες τόσο δυνατά που έκανε μικρό σεισμό το σπίτι, κι από τότε όλο διαφωνούμε ώσπου ήρθα στο δωμάτιό σου και κάθομαι στο γραφείο σου κι έχω εδώ απλωμένα τα πράγματά μου και το πιο ανώμαλο απ' όλα, το πιο αταίριαστο: ΈναΣ φραπέΣ, πάνω στο γραφείο σου, χααα σχεδόν βλάσφημη εικόνα, κι η καρέκλα σου ρυθμισμένη να μην ξαπλώνει γιατί εγώ κάθομαι πάντα μπαστουνιασμένη, και τα μπούτια μου δεν χωράνε καλά από κάτω, τί το θέλει αυτό το συρτάρι το γραφείο σου; τί το θέλει; Πονάω τραγικά πολύ, πονάω σε κάθε κίνηση μα και σε κάθε ακινησία. Η παγοθεραπεία δεν βοηθά. Βάζω πάγο στο διαλυμένο πόδι, στους αγκώνες, στους καρπούς, στη μεσήλικη μούρη μου για να τη διατηρήσω κάπως φρέσκια. Μεταμόρφωσα το μικρόφωνό μου σε τσαχτερό, είναι γεμάτο στραςς, κιτσομικρόφωνο να μου ταιριάζει τέλεια, του έφτιαξα θήκη, όλο ελπικό που θα έλεγες κι εσύ. Τραγουδάω καλοκαιριάτικα σε μια όμορφη δροσερή αυλή, ο δρόμος μπροστά έχει τόση φασαρία, χρησιμοποιώ το μετρό για τη δουλειά πιο πολύ απ' όσο το χρησιμοποιούσα στο Λονδίνο. Γελάω με την προχειρότητα, στάση ανεπιστήμιο, στάση απάφη... εγώ κατεβαίνω στην Ανάληψη, περπατάω ένα χιλιόμετρο με την τσάντα της δουλειάς, το ντέφι κάνει θόρυβο σε κάθε μου βήμα, ακούγομαι σαν χριστουγεννιάτικο έλκηθρο, κουδουνίζω και φτάνω. Βγάζω το τσαχτερό μου μικρόφωνο μέσα στη ζέστη, τραγουδάω και ιδρώνουν τα μπούτια μου, και μου λείπει ο χειμώνας...
Ο χειμώνας με το καλσόν, σαν εκείνο το βράδυ θυμάσαι; καθόσουν κοντά και τραγουδούσα και σε κοιτούσα. Θα στο θυμήσω σε απλά ανθρωπικά ...την ώρα που τραγουδούσα σου πέταξα ένα φυστίκι. Σε απλά σαχλαμαρικά: σου πέταξα και ποπ-κορν ( τη σαχλαμαρική την ομιλώ άπταιστα). Σε απλά γονατικά: απλά έπεσα και σε απλά καλσονικά: καταστράφηκα. Τα καλσόν τα έχω από το Λονδίνο ακόμα. Εκεί που σε καλσονικό επίπεδο η ζωή ήταν τόσο προνομιούχα. Μόνο έξι λιρίτσες το αγαπημένο μου καλσόν, αθάνατο να χωράει τα μεγάλα μου μπούτια και τον μεγάλο μου κώλο, αλλά να μη χάσκει πάνω στη μέση μου. Το παντοτινό μου πρόβλημα από παιδί. Όσα ρούχα χωρούσαν στον κώλο μου έχασκαν στη μέση, κι εγώ με την απόπάντα διορθωτίτιδα που με δέρνει, έπαιρνα ψαλίδια κι έκοβα εκεί πίσω από τη μέση,και χώριζε το ύφασμα στα δύο κι ύστερα έραβα στη μια πλευρά ένα κουμπί, και στην άλλη έκανα μια τρύπα, μια άχαρη εφηβική κουμπότρυπα, τα ένωνα μεταξύ τους κι έτσι στένευα τα παντελόνια μου μ' αυτόν τον πρωτόγονο τρόπο και πάντα κάτι φούσκωνε. Άλλες φορές άνοιγα επιπλέον τρύπες στις ζώνες, τις έσφιγγα γύρω από τη μέση μου και το παντελόνι από πάνω άνοιγε σαν γαρύφαλλο, τόσες και τόσες άτσαλες πατέντες. Φούστες που τις έκανα φουστάνια, κομμένα παντελόνια, ναι από τότε είχα αυτό το μικρόβιο να πειράζω τα πάντα. Κανένα ρούχο δεν έμενε αχειρούργητο στα χέρια μου μέχρι και σήμερα, κανένα εκτός από το Λονδινικό καλσόν. Ναι θέλω τον χειμώνα πίσω αλλά με καλσόν Λονδίνου ναι ναι τότε που ήμουν σε 'κεινο το στεναχωρημένο εμπορικό του Lewisham. Όχι δεν ήταν πολύ χειμώνας, ήταν Μάρτιος αλλά στο Λονδίνο ήταν χειμώνας κι εγώ πήδηξα από τη χαρά μου που βρήκα το καλυτερότερο καλσόν του κόσμου με έξι μόνο λιρές και πήρα τρία, κι ακόμα αυτά φοράω, πάντα ανάποδα, πάντα πάντα, σκισμένα ξεσκισμένα, πάντα ανάποδα, μη με ρωτήσεις γιατί, δεν ξέρω. Δύο χρόνια μετά, κοντά στην Putney Bridge, μια μέρα που σε περίμενα να βγείς από τη δουλειά έχοντας πιεί τον γνωστό σκασμό καφέ, κατουριόμουν με πόνο κι έτρεξα στο εκεί εμπορικό, αλλά αυτό δεν ήταν στεναχωρημένο, ήταν κανονικό και στα κανονικά ξέρεις δεν μπορώ. Μόνο κατούρησα και δεν έκανα τον κόπο να ψάξω για καλσόν.
Πίσω στην ελληνική ζωή, που σε καλσονικό επίπεδο είναι ελλιπής, πηγαίνοντας στη δουλειά χωρίς καλσόν, είδα εκείνο το γαμημένο παιδάκι να διώχνει το γατάκι με αεροκλωτσιά, σταμάτησα και ούρλιαξα τόσο δυνατά που η φωνή μου έσπασε, ούρλιαξα και στη γιαγιά του και στον μαλάκα παππού του οτι θα φέρω την αστυνομία, η φωνή μου πόνεσε κι όταν πήγα στη δουλειά ακουγόμουν τόσο κλειστή και τόσο βραχνή, κάθε τόση δα ομιλία ήταν επώδυνη κι όλοι νόμιζαν πως δε θα μπορέσω να τραγουδήσω,κι ο καημένος ο Κ. με ρωτούσε ωχ τί έπαθε η φωνούλα σου πώς θα τραγουδήσεις; αλλά τραγούδησα ααα δεν ξέρω πώς γίνεται. Ίσως να την έχω μόνο για να τραγουδάει κι όχι για να μιλάει.
Περιμένω να έρθεις. Σου έχω ανάψει το παγωματηστήρι για να μη σκάσεις. Εγώ που θέλω τσιγάρο, κι αφού χρησιμοποίησα το γραφείο σου, πάω στο σκαλάκι μπροστά από την εξώπορτα να καπνίσω.