Clown in the moon

 

μιουν ανάσκελη πάνω στην πετσέτα με τα φλαμίνγκο που μου πήρε η μαμά από τη λαϊκή της Δευτέρας κι είχα εκείνη την πολύ λεπτή άμμο πάνω μου που κολλάει παντού και που δεν την ξεφορτώνεσαι εύκολα και λίγο φυσούσε και κάθε φχίου του αέρα μου κολλούσε κι άλλη από τα δεξιά και μου έκανε σχέδια στο έξω μέρος της γάμπας κι ύστερα πιο πάνω στον μηρό και κάθε φχίου έφερνε και τις φωνές των διπλανών στο αυτί μου. Έλυναν σταυρόλεξο, ακούω τον κυριούλη να λέει στην κυριούλα "είδος τυριού, το δεύτερο έψιλον, οχτώ γράμματα" κι η κυριούλα απάντησε "φέτα" κι εγώ γελούσα μόνη μου αλλά μετά στο είπα και είπες φέταφέτα και γελούσαμε πάλι και κάθε γέλιο τί να είναι λες. Πόση ώρα λες να γελούσαμε; Θέλω έναν καθρεύτη όταν γελάω να δω πόση ώρα μετά μένει η μούρη μου με το γέλιο πάνω και πώς ξαναμεταμορφώνεται σε κανονική λινομούρη. Πονάει λίγο το κεφάλι μου από τ' αριστερά άρα σίγουρα δεν είναι από την άμμο, αυτή ερχόταν από τα δεξιά. Επιστρέφω σπίτι και αφήνω την αλμύρα να κάνει τη δουλειά της στο δέρμα μου σα να μη θέλω να την αποχωριστώ. Θα έρθει ο χειμώνας και θα ψάχνω ευκαιρία να βουτήξω τα πόδια στη θάλασσα, έλα πες πότε με θυμάσαι να βλέπω θάλασσα και ν' αντιστέκομαι γιατί εγώ δε με θυμάμαι. Στον Ατλαντικό είχα λίγο κωλώσει αλλά και πάλι δεν κρατήθηκα. Φυσούσε και τότε αλλά φυσούσε χειμωνιάτικα κι εγώ είχα εκείνες τις άχρηστες μπότες που διαλύθηκαν στις πρώτες τρεις βόλτες και κατηφόρισα τη  Rua da Madalena γιατί μόνο από κεί ήξερα να κατεβαίνω στην αρχή που η Λισαβόνα ήταν άγνωστη και βγήκα στην  Praça da Figueira κι είχε στη γωνία το παπουτσάδικο και πήρα καινούργιες αλλά πήρα τις πιο ακατάλληλες, ε ναι τί θα 'παιρνα. Μόνο εγώ τέτοια επαγγελματική ανοησία, χειμωνιάτικα αγόρασα πλεκτές μπότες, μέσα στον πιο βροχερό Νοέμβρη στην ιστορία της Λισαβόνας. Πλάτσα πλούτσα όλη μέρα τα πόδια μου παγωμένα και το βράδυ να βάζω τις μπότες στο αερόθερμο να στεγνώσουν. Όλη μέρα με πόδια λούτσα και μπότες σκατά μα μπροστά στον Ατλαντικό τις έβγαλα να μην τις βρέξω ναι βασίλισσα και υπερβασίλισσα της ανοησίας με όλα τα ακατάλληλα ρούχα, όλα ακατάλληλα για βροχή μάλλινες μπότες και μάλλινο πόντσο και εκείνο το τρία τέσσερα μέτρα κασκόλ και το τσαντάκι στο στήθος με το μικρό μπροστινό θηκάκι που ήταν γεμάτο γόπες γιατί δεν ήξερα πού να τις πετάξω και το βράδυ το άδειαζα στο σπίτι και βρωμούσε και το καθάριζα με ένα παλιό σφουγγάρι και χλωρίνη και έφευγε η βρώμα και την επόμενη το ξαναγέμιζα με γόπες, έτσι περνούσε η ζωή με ακατάλληλα παπούτσια με ακατάλληλα ρούχα, ώσπου ανακάλυψα τη λαϊκή του Σαββάτου κοντά στο  Beco Surradores  που τότε δεν το φοβόμουν ακόμα γιατί δεν είχε πλησιάσει ο τύπος με το πιστόλι στο μπουφάν. Εκεί βρήκα όλα όσα έψαχνα εκτός από μπότες και ρούχα και έγινε όλη η περιοχή το πιο αγαπημένο μου σημείο, πάμφτωχη γειτονιά μέσα στη φτωχή Λισαβόνα που δεν ήξερε τί είναι οι τουρίστες, δεν ήξερε τίποτα τότε η καημένη η όμορφη. Κι εγώ καθημερινά αλώνιζα στη Rua da Madalena προσποιούμενη οτι δε θυμάμαι πως δυο δρόμους πιο κάτω απλώνεται η  Rua dos Douradores. Μπορούσα να βγω κι απο 'κει αλλά όχι δεν πήγαινα απο 'κει. Δεν πέρασα ποτέ άσκοπα απο 'κεί. Δεν πρέπει ποτέ να περνάμε απλά απο εκεί. Δεν τη διασχίζουμε σου λέω. Είναι προορισμός από μόνη της, απαγορεύεται να τη διασχίζουμε, κάπως το ένοιωσα αυτό από το πρώτο δευτερόλεπτο αλλά ήταν σα να το ήξεραν όλοι οι λισαβονέζοι και κανείς όντως δεν περνούσε από 'κει. Η μαμά αν έβλεπε τις λαϊκές της Λισαβόνας θα χοροπηδούσε από τη χαρά της ωω κι αν έβλεπε τις τιμές. Θα έκαναν αστεράκια τα μάτια της όπως όταν την πήγα στο  charity  του Tooting  και στο  lidl του Λονδίνου. Η μαμά ξέρει όλες τις λαϊκές. Τις Δευτέρες περπατάμε εφτά χιλιόμετρα να πάμε και να γυρίσουμε, όλο λέμε δε θα πάρουμε τίποτα κι όλο γυρίζουμε φορτωμένες. Με τη μαμά δε σταματάμε ποτέ στους ακριβούς πάγκους. Πάμε μόνο εκεί που είναι δύο πράματα ένα ευρώ η το πολύ τρία πράματα δύο ευρώ. Αν βρούμε κάτι πολύ πολύ εξαιρετικό τότε μπορεί να δώσουμε δυο ευρώ για ένα μόνο πράγμα. Μερικές φορές έρχεται κι ο μπαμπάς μαζί αλλά εκείνος πηγαίνει στους πάγκους με τα δύο και τρία ευρώ το κομμάτι κι εμείς του φωνάζουμε όχι οοοοόχι μην πας Μητροπόλεως. Τα δύο ευρώ είναι η Τσιμισκή και τα τρία η Μητροπόλεως, εμείς μένουμε Εγνατία άντε μέχρι Ερμού ένα ευρώ το κομμάτι. Ο μπαμπάς είναι αθώος και δεν ξέρει, η μαμά εξαφανίζεται κι επιστρέφει με πράγματα για όλους μας και είμαστε ευχαριστημένοι. Η θαλασσοπετσέτα φλαμίνγκο έκανε έξι ολόκληρα ευρώ όμως η μαμά μου την πήρε, ήταν σουπερ εξαιρετική η πετσέτα φλαμίνγκο δε γινόταν να μην τα δώσουμε. Τις Τρίτες έχουμε ρεπό και τις Τετάρτες τις ψιλοαφήσαμε. Τις Πέμπτες όμως τρέχουμε σαν παλαβιάρες γιατί πρέπει να πάμε σε δύο διαφορετικές. Γελάμε που τα κινητά μας γράφουν άλλα βήματα κι η μαμά όλο αναρωτιέται ε πως γίνεται ρε Λίνα, εεε τέτοιες απορίες έχουμε εδώ στην ελληνική ζωή μου που όλα είναι μικρά και οι αποστάσεις μικρές αλλά εγώ εκείνη τη Δευτέρα είχα ξεκωλιάσει το κινητό κι έγραφε εικοσιέξι χιλιάδες βήματα και έσπασα το ρεκόρ του  Richmond Park, μόνο που δεν είχε κέηκ καρότου μετά να με αποζημιώσει. Στο Λονδίνο άλλο πράμα, μέχρι το  Sainsbury's να πεταγόμουν,  το κινητό έγραφε βήματα αλλά ποιό  Sainsbury's,, στη δουλειά έγραφα χιλιόμετρα, σκάλες κουβαλήματα γαμήσι κανονικό πάνε τα χέρια, στη Λισαβόνα δε μετράς βήματα έτσι κι αλλιώς γιατί κάνεις γάμπα Μπατσινίλα από το πάνω κάτω, και το κωλομέρι σου γίνεται σαν πέτρα, και θυμάμαι να με σφάζουν τα μπούτια μου από πίσω και εκεί κατάλαβα πόσο γαμησιάρα μπορεί να είναι μια μεγάλη κατηφόρα αυτή η  Rua Maria Pia, τί ξεκώλωμα να την κατεβαίνεις, ω ναι τώρα που το σκέφτομαι στη Λισαβόνα δεν μέτρησα ποτέ βήματα, μπορεί να μη δουλεύει εκεί ο μετρητής έτσι κι αλλιώς, εγώ αν ήμουν μετρητής, μόλις κάποιος ξεκινούσε να ανεβαίνει στη Graça, θα χαλούσα. Κι αν ο όποιος κάποιος φορούσε ακατάλληλες πλεκτές μπότες θα τον χαλούσα κι αυτόν. Στο Λονδίνο έστρωσα, είχα τα κατάλληλα παπούτσια, παπούτσια που φυσικά διάλεξες εσύ αλλά δεν ταίριαζαν με τα φουστάνια μου αλλά ποιός γαμεί τα ταιριάσματα όταν μπορούσα να περπατάω όλο το Λονδίνο και το σιδερένιο πόδι να μην πρήζεται. Όταν καλοκαίριασε σαγιοναρίστηκα κι εκεί αλλά δε θύμωσες, κοιτούσες λίγο στραβά αλλά δεν έλεγες τίποτα. Ήταν τότε που η κορτιζόνη πήγαινε κι ερχόταν σαν μουρλή κι εμένα το πρόσωπό μου πρηζόταν σαν πρησμένο, τότε που στο σπίτι είχαμε πάντα  booja-booja, τότε που η μουρλή μαμά έπαιρνε το 333  tooo Tooting Broadway και ψώνιζε μόνη της γαρίδες κι επέστρεφε πάλι αμάσητη και δεν μπερδεύτηκε ούτε μία φορά κι εγώ γελούσα και ήταν η πιο τρελή σκηνή που είχα δεί στη ζωή μου, τη μαμά να σεργιανάει στο Λονδίνο  σα να σεργανιάει στη λαϊκή της Σταυρούπολης, η μαμά ο πιο προσαρμοστικός άνθρωπος στον κόσμο, ασύλληπτα αμάσητη με άγνοια κινδύνου όπως εγώ τα πρώτα χρόνια της Λισαβόνας που σεργιανούσα στην Alcântara, όπως τότε στα 13 που πήγαινα μόνη στο δασάκι το βράδυ να καπνίσω. Ωωω αμέτρητη ηλιθιότητα, υπέροχη ηλιθιότητα, πόσο μου λείπει. Πόσο μου λείπω, νέα κι απερίσκεπτη. Πόσο μου λείπω να τρέχω μόνη με το αντίσκηνο στους βράχους εκεί στα Πυργαδίκια, να το στήνω μέσα στη νύχτα, να κολυμπάω στις 5 το πρωί ολομόναχη, πόσο μου λείπω να παίρνω το μανάβικο αμάξι του παππού και να το ξεκωλιάζω στα χιλιόμετρα κρυφά, πόσο μου λείπω να κατεβαίνω στα κατσάβραχα  με το αυτοκίνητο εκεί στη Σκιώνη και μετά να κολλάει και να μη μπορώ να το βγάλω και να τρέχω να βρίσκω τους θειούς με τα τρακτέρ  να έρθουν να με ρυμουλκήσουν, να ξεμένω από βενζίνη και λεφτά, να βουτάω σε κάθε επικίνδυνο άγνωστο με το κεφάλι βουρ βουρ χωρίς κινητά να ειδοποιήσω κανέναν, ολομόναχη χωρίς κανένα μέτρο προστασίας,  ωω κωλόφαρδη που υπήρξα, πόσες μα πόσες μαλακίες μπορεί να κάνει μία έφηβη; τις έκανα όλες, όλες, δεν άφησα ούτε μία μαλακία για κάποιον άλλον, αφήστε κάτω τις μαλακίες, δικές μου  είναι, κι η μαμά να μουρλαίνεται, έτσι είσαι κωλόπαιδο; πάρε τώρα μαμαδίστικη απερισκεψία, και δώστου να τριγυρνάει μόνη της στο Λονδίνο και να ανεβαίνει στα διώροφα λεωφορεία και να σκάω να την ψάχνω και να μη σηκώνει τηλέφωνα, πω ρε πούστη γυρισιά, πάρτα τώρα Λίνα, κάνε εκατό τηλέφωνα στη μαμά, κάνε εκατό στον μπαμπά όταν πρέπει να οδηγήσει μέχρι το χωριό, πάρτα ανησυχιάρα, καλά που δεν έκανα παιδιά, θα τα είχα μουρλάνει   για πάντα τα κακόμοιρα όπως μουρλαίνω τις γάτες και σκάω  και σου λέω με δράμα δεν ήρθε ο Μίξας το πρωί για φαγητό και τρελαίνομαι κι ύστερα έρχεται και μου νιαουρίζει και τρέχω και του μιλάω σαν γιαγιά πριν την ανακοπή, αχ μη μου το ξανακάνεις αυτό αχ τί είναι αυτά που μου κάνεις, αχ θα με σκάσεις, κι εσύ γελάς και μου λες ηρέμησε ηρέμησε κι εγώ ηρεμώ και γελάω με την κατάντια μου ξέροντας οτι θα την επαναλάβω. Είναι όλα αυτά που όταν τα διηγούμαι στον Π. με κοιτάει με ύφος "γίνεσαιημάνασου", ναι γίνομαι η μάνα μου αλλά όχι σκέτη, πακέτο με την κατάθλιψη του μπαμπά, είναι συνδυασμούλης μούρλια αλλά τουλάχιστον δεν έκανα παιδιά και την πληρώνουν ο Μίξας κι ο Τολστόι που ευτυχώς η φύση τους έχει προστατεύσει από τέτοιες ανθρωπουλίστικες παράνοιες και που ευτυχώς η φύση τους, προστατεύει εμένα. Κάθε φορά που έχω λίγα περισσότερα παρεδώσια με ανθρώπους, με παρηγορεί το οτι θα επιστρέψω σ' αυτά τα μαγικά τετράποδα. Κάθομαι στο σκαλί της εξώπορτας και καπνίζω κοιτώντας τους για ώρες. Έδεσα ένα μικρό κουκουνάρι με ένα σκοινί. Το έσερνα, το σήκωνα κι ο Μίξας το κυνηγούσε σαν θεόμουρλος χωρίς σταματημό και σε ρώτησα μα καλά πως δε βαριέται τόσες ώρες να παίζει μ' αυτό κι απάντησες γατάκι είναι, είναι το φυσικό του να μη βαριέται, η σωστή απορία είναι πώς εσύ δε βαριέσαι να παίζεις μ αυτό τόσες ώρες και πάλι γελάσαμε γιατί εγώ δεν το είχα σκεφτεί αυτό και ναι έτσι είναι. Σκέφτομαι τις ελάχιστες γάτες της Λισαβόνας. Είναι ήσυχες και κρύβονται, ταλαιπωρημένες κι αυτές σα να είναι όλες γέννημα θρέμα της Αλφάμα. Θυμάμαι τη γάτα της Κριστίνα. Τεράστια εκείνη, τεράστια η γάτα της. Θαμπό λευκό τρίχωμα της θλίψης,  λίγο σαν της Μερσούλας. Όλες οι γάτες της Λισαβόνας είχαν θαμπά χρώματα ναι. Θυμάμαι τους σκύλους στο  Cais do Sodre, θυμάμαι τις κουράδες τους παντού. Κάθε που ξεχνιέμαι στη γωνία μου, κάθε που κοιτάζω τα τουριστικά  azulejos μου, κάθε που κοιτάζω την ετερωνυμική μου βιβλιοθήκη, όλα τα λισαβονικά μου πράγματα, πάντα σκέφτομαι τη Λισαβόνα, πάντα θέλω να γράψω για τη Λισαβόνα, έτσι και τώρα, μα η μέσα φωνή σκούζει και γκρινιάζει σήκω τεμπέλα, σήκω θαμπή τεμπέλα, πρέπει σε μία ώρα να ψυχοθεραπευτείς μωρή φτωχάτζα, σήκω είναι Οκτώβριος ακόμα, έχεις 45 μέρες μέχρι τη Λισαβόνα. Μέχρι τότε έχεις ελληνική ζωή να ζήσεις, έχεις άλλους εφτά ψυχοθεραπευτικούς κατηφορισμούς, άλλα 92 γατοταΐσματα, 14 βόλτες λαϊκής με τη μαμά, σήκω ζήσε Λίνα, έχεις πρόβες, δουλειά, χειμερινή απολύμανση, έχεις να βράσεις παντζάρια για τον χειμώνα, να ετοιμάσεις βάζα τουρσί, να πλέξεις σάλι με τα σάπια σου χέρια, να στειρώσεις τον Τζότζο, να ράψεις κουρτίνα για το υπνοδωμάτιο, σήκω τεμπέλα πότε θα τα κάνεις όλα αυτά; η μέσα φωνή δε σταματάει το κράξιμο, το έξω σώμα σηκώνεται ανόρεχτο, ο αρχόμενος έρπης στο άνω χείλος δεξιά φαγουρίζει, έρχομαι να σε ξυπνήσω. Συγνώμη που θα με δείς λίγο αθεράπευτη άλλο ένα πρωινό. Αααα η πόρτα. Με πρόλαβες.
 
 
 

My tears are like the quiet drift
Of petals from some magic rose;
And all my grief flows from the rift
Of unremembered skies and snows.

I think, that if I touched the earth,
It would crumble;
It is so sad and beautiful,
So tremulously like a dream.