ℬλέπω ταινίες με χιόνια σε κομμουνιστικές γλώσσες που η γνάθος μου με τα περιεχόμενά της κάνει προσπάθειες να προφέρει, περιμένοντας τον χειμώνα να φανεί έστω κι αχνά. Με κούρασαν οι ανοιχτές μπαλκονόπορτες, η έξω φασαρία, η σκόνη μέσα στο σπίτι, ο ξυποληταριασμός, τα κουνούπια. Βαρέθηκα να μου λένε ωω είσαι τόσο μαύρη, ναι πώς να ξεμαυρίσω αφού μετά από κάθε πρωινή βόλτα γυρίζω πιο σκούρη; Βαρέθηκα τα καλοκαιρινά κιλίμια που η ηλεκτρική τα σηκώνει ολόκληρα και πρέπει να τα τινάξω και αχ ας μην τα ξαναπώ για τα άχρηστα χέρια. Βαρέθηκα το κλατσ-κλατσ των σαγιοναρικών μου ποδιών. Να χειμωνιστεί λίγο ο καιρός να βάλω τις παντόφλες φραούλα, να ξεκινήσω να πλέκω το μεγάλο σάλι. Ω είπα σάλι, Κάθε μέρα σκέφτομαι το πάτερν και κάθε μέρα αλλάζω γνώμη. Πρέπει να αποφασίσω ποιό θα πλέξω, διαλέγω τα δύσκολα και μετά κωλώνω γιατί θέλουν μέτρημα και μέτρημα και τόση δουλειά και έτσι κι αλλιώς ξέρω οτι μόλις το τελειώσω δεν θα έχω χέρια για κάποιον καιρό, δεν θα κοιμάμαι χωρίς νάρθηκες ναι χαλάλι, άρα το δύσκολο σχέδιο, έκλεισε ναι αυτό θα πλέξω. Θέλω να γράψω γράμματα στο χέρι και δεν μπορώ να σφίξω το στυλό, δοκιμάζω και με τα δύο χέρια, είναι αδύνατον. Ξεκινάω καλά κι ύστερα απο τρείς σειρές τα γράμματά μου μοιάζουν δευτέρας δημοτικού. Πρέπει να πάρω μια ώριμη απόφαση ( γελάω). Δεν θα έχεις χέρια Λίνα, δεν θα μπορούν να κάνουν αυτά που κάνουν οι υπόλοιποι. Θα κάνεις τα μισά, ίσως και λιγότερα από τα μισά. Είναι αυτή η αποδοχή του γήρατός μου, του πρόωρου γήρατός μου. Βιώνω μια πρωτόγνωρη ηρεμία. Με περιμένουν χίλια δύο πράγματα να κάνω. Θα τα κάνω όλα ναι. Έχω περίεργη δημιουργική όρεξη παρόλη την παντού-ασχήμια. Θες η κεραία που φτιάχτηκε; θες οι γάτες; θες η τσαμπα-θεραπεία, θες το πρόωρο γήρας, θες που εξαντλήθηκα να αυτοκοπανιέμαι, θες όλα μαζί, ποιός ξέρει. Χίλια δύο μπροστά, τα γιατρικά αρχικά, και πάλι υπέρηχοι, μαστογραφίες, και ξανά και πάλι και χάπια και γυναικολόγοι και βασανιστική πείνα και πάλι χάπια και ποδήλατα και τρεξίματα και γάτες και στειρώσεις και εκθέσεις κι εκτυπώσεις και σπίτι κι απολύμανση και πιντιέφια και βιβλία και ψυχανάλυση και πρόβες και φωτογραφήσεις και βόλτες και ηχογραφήσεις και πλέξιμο και γράψιμο και γράψιμο και γράψιμο και αληθινή ζωή κι όλα όσα προκύψουν, κι είμαι κάπως έτοιμη για όλα ενώ ποτέ δεν ήμουν εε τώρα είμαι. Μόνο τον ωριλένιο θα ακυρώσω, δεν έχει νόημα αφού. Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα, - ε δε θα το κόψω, -ε τότε δεν έχει νόημα...Με βρίσκουν κάτι στεναχώριες στις γωνίες και με πεθαίνουν στον πόνο, τυλίγω τα δυό μου χέρια πάνω μου να συγκρατήσω τα σπλάχνα μου μην χυθούν έξω από την απελπισία. Κάτι άκυρα σπαρακτικά κλάματα σαν εμετός που δε μπορεί να συγκρατηθεί. Όλο το καλοκαίρι που δεν έβαψα τα μάτια μου ήταν κάπως βολικό, έκλαιγα και τα έτριβα και ούτε γάτα ούτε ζημιά και τώρα που η δουλειά απαιτεί πάλι μαύρες γραμμές, τη γαμήσαμε. Το αριστερό μάτι πάντα πετυχαίνει, το δεξί σκατά. Μια ζωή τα δεξιά μου άσχετα από τ' αριστερά μου. Η αριστερή πατούσα ένα νούμερο μικρότερη από τη δεξιά, η αριστερή πλευρά του κεφαλιού γεμάτη κάτασπρα μαλλιά κι η δεξιά χωρίς, το αριστερό φρύδι μακρύ και το δεξί κοντό, το αριστερό πόδι καινούργιο, το δεξί σάπιο σιδερένιο, το αριστερό αυτί κουφό, το δεξί ακούει, είμαι χωρισμένη στα δύο, μόνο τα μάτια είναι και τα δυο τυφλά. Δεν βλέπω κοντά, ούτε μακρυά ούτε ενδιάμεσα, δεν μπορώ να κόψω μια σαλάτα χωρίς γυαλιά, και χτες που έβαψα τα άσπρα μαλλιά μαύρα βάφτηκε η πέτσα μου και τώρα είναι όλα λίγο μουτζουρωμένα και μαυριδερά σαν τις μέρες που με πιάνει εκείνη η μαύρη στεναχώρια. Έχω αυτά τα μαύρα ολοκαίνουργια γυαλιστερά παπούτσια που τους έδωσες το όνομά μου και δεν έχω πάει πουθενά για να τα φορέσω, άντε πότε θα πάμε κάπου. Οι προσπάθειες να πιω μαύρο καφέ έπεσαν στο κενό, δε μ' αρέσει δε μ' αρέσει, το κολυμβητήριο έχει άβολες ώρες και το πρωί έχει μόνο κάτι θείες που πάνε να κάνουν ασκήσεις στο νερό να απαλύνουν τον πόνο από τα παΐδια τους, εγώ δεν πονάω εκεί ευτυχώς, δεν είναι τόσο γηραιό το γήρας μου, κάνω ακόμα εύκολα φουλ σπλιτ, η μέση μου δεν πονάει ποτέ, λίγο τα πίσω μπούτια όταν ξεκωλώνομαι στις δουλειές. αλλά αυτό και μόνο. Όλοι οι δικοί μου πόνοι είναι αταίριαστοι με την ηλικία μου, έχω αίματα, τρέχω αίμα, ολόκληρη τρέχω αίμα, έχω ανάποδο αυχένα και σαν πλέκω πολλές ώρες βλέπω αστεράκια μόλις σηκώσω το κεφάλι, ζαλίζομαι με το παραμικρό, ο αιματοκρίτης γαμιέται, τα δέκατα κάθε βράδυ να με κρατάνε ζεστή, δύο χρόνια σταθερά πάνω από 37, ναι μεταμορφώνομαι σε γάτα σιγά σιγά, κουσούρια γεμάτη κουσούρια, κι εγώ τα αγκαλιάζω όλα ξαφνικά, τί τρομακτική αποδοχή είναι αυτή, τί σκατά ρε συγκρατείστε με, δεν αντέχω τόση ωριμότητα αχ όχι δεν αντέχω, θέλω την αδιεξοδίλα μου πίσω, μόνο όταν κοιμάμαι, εκεί το ασυνείδητο δουλεύει ρολόι ευτυχώς ω ναι σαν εκείνη τη μέρα πότε ήταν μια βδομάδα πριν η λιγότερο που πήρα το αμάξι του μπαμπά για τη δουλειά, ο μπαμπάς έκανε το πιο ψυχασθενές καθάρισμα και ξεκωλορίζιασε τον μηχανισμό που μετακινεί τη θέση του οδηγού και κόλλησε κι εμένα δεν έφταναν τα πόδια μου να οδηγήσω κι ας φορούσα δώδεκα πόντους τακούνια και βγήκα βιαστικά και πήρα το μαξιλαράκι της αυλής και το έβαλα πίσω από την πλάτη μου και οδήγησα έτσι μέχρι τη δουλειά με το φλοράλ μαξιλάρι του κήπου, ναι έτσι κάνουμε εμείς οι μπασμένες, ναι τί έλεγα οδήγησα έτσι κι επέστρεψα έτσι και το ίδιο βράδυ είδα στον ύπνο μου οτι ο μπαμπάς ανεβασμένος στη σκάλα, μου έκοβε κάτι λουλούδια κι ώσπου να σκύψει μου τα δώσει είχαν ήδη μαραθεί κι ήταν βαριά σαν κοτρώνες, τσαα να'το μωρέ το ασυνειδητούλι πως δουλεύει άχου το, κοτρώνες τα λουλουδάκια του μπαμπά, μούρλια τα ονειράκια μου, ναι τί περίμενες δεν μπορεί να κάνει θαύματα το μαξιλάρι, ρυθμίζει τα αυχενικά, ρυθμίζει τον κάπως ωραίο ύπνο αλλά μέχρι εκεί, δεν μπορώ να περιμένω τα πάντα από ένα μαξιλάρι, είναι έξω από το κεφάλι το μαξιλάρι, ε ναι ομπζε-πετι-α με 25 ευρώ, τρίτο πρόγραμμα και τρίτο μαέστρο η καθημερινή εναλλαγή, και είμαι εντάξει και μ' αυτό που πριν λίγο καιρό κι αυτό ακόμα θα ήταν ένα αδιεξοδικό δίλημμα που θα δημιουργούσε άγχος όπως τόσα άλλα, να μη μιλήσω για την γατίσια ονοματοδοσία, έτσι απλά έδωσα το όνομα Μίξα στον Μίξα και Τολστόι στον Τολστόι, έτσι ξαφνικά δυο αρσενικά κουραδάκια στη ζωή τσουπ ναι Τολστόι γιατί έχει τόσο αδύνατο πρόσωπο, Τολστόι κι όχι Μπέκετ γιατί ένας Μπέκετ δε θα γουργούριζε έτσι. Ο Τολστόι γουργουρίζει κομπρεσσερικά θα μπορούσε να είναι ο Μερσούλης αλλά όχι αυτό το όνομα ακόμα τσούζει τόσο πολύ και δεν μπορεί να το πάρει κανείς εκτός απ' αυτήν την αδέσποτη έξω που ναι τη βλέπω τη δουλειά, ναι ναι τη βλέπω τη δουλειά, είμαι συγκρατημένη προς το παρόν αλλά για πόσο ε; είπαμε ωριμότητα αλλά όταν φτάνουμε στο θέμα "σωζωζώα", εκεί καταρρίπτονται όλα, το αδύναμο σημείο μου, το πιο αδύναμο σαν αυτό με την οδοντοστοιχία μου, γι αυτό έχει αποκλειστεί από τη ζωή μου το κόκκινο κρασί, αα και το μαύρο τσάι, αν χρειαστώ ποτέ σφράγισμα μπορεί και να πεθάνω, ναι ναι αντέχω τα πάντα στο ιατρικό ιστορικό μου αλλά τίποτα οδοντικό, αυτό το θέλω κατάλευκο και πεντακάθαρο όπως και τα δόντια μου, ααα είπα πεντακάθαρο, ναι όπως το σπίτι, ωω ευτυχώς με αναγνωρίζω πάλι. Ναι σήμερα είναι μια τυχαία Πέμπτη στην εποχή της ηρεμίας που ευτυχώς όλες οι μικροϋστερίες είναι εδώ κοντά μου, ναι ναι εγώ είμαι, ευτυχώς η ήρεμη ωριμότητα δεν διαπέρασε όλα τα στρώματα της ύπαρξής μου, ουυυφφφφ και φχίιου αντε και κόντευα να σκάσω.