Tουρτουρίζω. Τα χέρια άρχισαν πάλι να μην κρατάνε. Αν μ' έβλεπες με τους
κουβάδες το πρωί θα με μάλωνες. Τί κάνεις ρε Λίνα είπαμε όχι βάρος. Ναι
αλλά όλα τα νερά είναι παγωμένα τί θα πιούν τα γατάκια στους δρόμους;
Ξύπνησα μέσα στην αγωνία. Σ' έψαχνα. Δεν ήσουν εδώ. Άνοιξα τα παντζούρια
το πρωί με το μουδιασμένο δεξί χέρι, χρρ χρρ χρρ, έτρεξαν όλες μαζί στο
παράθυρο, βγήκα έξω ακατούρητη μόνο με μια ζακέτα, αν μ' έβλεπες θα με
μάλωνες, τί κάνεις ρε Λίνα είπαμε να ντύνεσαι. Ναι αλλά με περιμένουν να
φάνε. Έσπασα τον πάγο από το νερό τους, έτσουξε το χέρι μου, κοκκίνησε,
μπήκα μέσα ξεπαγιασμένη, η Μερσούλα περίμενε να της ετοιμάσω το φαγητό,
της έβαλα να φάει και ήσυχη πήγα για κατούρημα. Την άκουγα να τρώει όσο
κατουράω ή με άκουγε να κατουράω όσο έτρωγε δεν έχει σημασία. Aυτό
κάνουμε κάθε πρωί, κ αυτό κάναμε και σήμερα κι όλα έμοιαζαν ωραία και
ήρεμα ώσπου το αριστερό χέρι έκανε τη μαλακία του και πάει το βάζο με
τη ζάχαρη και πάρε κλάματα πάλι. Ξέρω οτι δεν κλαίω για τη ζάχαρη μα δεν
έχει πια σημασία. Σημασία έχει που όλα είναι στο όριο μέσα μου και με
την παραμικρή αφορμή ξεσπούν. Αναπολώ τον καιρό που είχα στεγνωτίτιδα
κι ακλαψία, όχι δεν ξέρω αν τον αναπολώ γιατί είχα και ανοιωθία, δε
γαμιέται ας κλαίω, τώρα που έμαθα να φυσάω και τη μύτη μου ας κλαίω,
χαλάλι. Μάζεψα τη ζάχαρη από τον πάγκο κι η Μερσούλα τελείωσε το φαγητό
της κι ήταν ήδη στη φλοκάτη και περίμενε. Ξεμουδιάζω τα χέρια μου στην
ανάσκελη κοιλιά της κάθε πρωί κι εκείνη κάνει prrrrrrr και κάπως αυτή η
δόνηση ξέρω οτι μου τα γιατρεύει. Θυμάσαι που κι εσύ λίγο
παραπονέθηκες για τα χέρια σου; σε σκέφτομαι να τα ξεμουδιάζεις στην
κοιλιά μου κάθε πρωί, δεν υπόσχομαι οτι θα απαντήσω με τα υπέροχα
prrrrr της Μερσούλας αλλά το μονίμως νηστικό μου στομάχι κάτι θα κάνει.
Συνέχισα να ετοιμάζω τον καφέ μου σα να μη συνέβη τίποτα, κάπως πιο
ήρεμη και πιο σίγουρη κάθισα με τον Malher στο forever repeat και
θυμήθηκα τις εποχές που τα χέρια μου έκαναν θαύματα.
Τότε
που τα έπλενα πιο συχνά από ποτέ, εκεί στο υπόγειο που πέρασα δέκα
χρόνια να ξεσκονίζω και να μετράω βίδες. Βίδες όλων των ειδών και όλες
τις λασκαρισμένες του μπαμπά. Εκείνος στην καρέκλα με τα ροδάκια, εγώ
στην από αριστερά με το τρίγωνο γυάλινο τασάκι μπροστά μου. Με το
κασετόφωνο αυτοκινήτου στερεωμένο με τσέρκι κάτω απο το ράφι να παίζει
πότε Τα Π της αγάπης ( όταν κέρδιζα) πότε Λαϊκοί Βάρδοι ( όταν κέρδιζε).
Εκεί ανάμεσα στο τρίτο και το δεύτερο 92.0 κι 90.0. Εκείνος να παίζει
Κυψέλες, εγώ με βιβλία, μία να μιλάμε μία να μη μιλάμε. Με τη σόμπα
αλογόννου να γυρνάει , να καίει το αριστερό μπούτι του μπαμπά, κί ύστερα
να ξαναγυρνάει από την άλλη, να καίει το δεξί δικό μου, που όποτε έφτανε
στο τέρμα κι έπρεπε να αλλάξει κατεύθυνση έκανε εκείνο το τρίξιμο το
γλυκό πάνω στο κασόνι που ήταν πάνω στον μουσαμά που είχαμε αλλάξει
τρείς φορές, που ήταν πάνω στην ξύλινη μικρή εξέδρα, που ήταν πίσω από
τον γκρι καυσαερί πάγκο. Εκεί στο υπόγειο που ήταν πιο μπουτίκ απο
μπουτίκ. Όλα ψυχαναγκαστικά τοποθετημένα. Όλα σε σειρά, τέλεια σειρά
εκεί ευτυχισμένοι κι οι δυό μέσα στην αρρωστουλίτσα μας. Καθισμένοι με
τα κόκκινα και μπλε και πράσινα κουτιά μπροστά μας. Όταν καθόμουν
σταυροπόδι στερεωνόμουν πάνω στο κόκιννο κουτί ρακόρ 18άρι, κι αν καμιά
φορά το έσπρωχνα λίγο προς τα μέσα το διόρθωνα αμέσως να ευθυγραμμιστεί
με τα υπόλοιπα. Πίσω μας τα μπλε κουτιά με τις γωνίες και τις μούφες.
Λίγο πιο πάνω τα τρυπάνια και δίπλα τα κατσαβίδια. Αριστερά μου ο πύργος
με τα τεράστια τρυπάνια, δεξιά μου το αλφάδι laser. Όλα με ταμπελάκια
καθαρογραμμένα, με μυστικά σύμβολα που ξέραμε μόνο εγώ κι ο μπαμπάς για
να θυμόμαστε πότε τα αγοράσαμε. Η ταμειακή πάνω στον γκρί καυσαερί πάγκο
με ένα μεγάλο αυτοκόλλητο. Τ.Κ: 56728. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έπρεπε
να έχουμε τον Τ.Κ σε αυτοκόλλητο πάνω στην ταμειακή, αλλά δε ρώτησα.
Μερικές φορές είχαμε την τέλεια ησυχία μέσα στο μαγαζί. Μιλούσαμε λίγο
με τον μπαμπά, δε χρειαζόταν να λέμε πολλά. Κι άν άνοιγε η πόρτα να μπεί
πελάτης κάπως σα να μας χαλούσε την ησυχία, σα να μη θέλαμε πελάτες.
Σηκωνόμασταν ανόρεχτοι κάπως, εξυπηρετούσαμε κι όταν ο πελάτης έφευγε
ξαναπιάναμε τις θέσεις μας έτσι ήσυχοι πάλι. Καμιά φορά άνοιγε η πόρτα
για να έρθουν εμπορεύματα. Θα μπορούσαμε να είμαστε πιο ήσυχοι καθώς θα
τα τακτοποιούσαμε όποτε θέλαμε εμείς, αλλά εμείς δεν είμαστε έτσι
φτιαγμένοι. Ψυχαναγκαστικοί και οι δύο έπρεπε να τα τακτοποιήσουμε την
ίδια στιγμή. Εγώ η καλυτεροτερότερη όλων, τα έβαζα όλα στην υπερσωστή
τους θέση, καρτελάκια μπροστά, ευθυγραμμσμένα ευλαβικά, αλφαδιασμένα
όλα. Το καλύτερο laser εγώ. Τα τακτοποιουσαμε όλα κι ύστερα πάλι ήσυχοι
στις θέσεις μας. Τί υπέροχη τάξη ενώ το χάος έβραζε μέσα μας. Μερικές
φορές ανοίγαμε κουβέντες. Τα γνωστά, τα του σπιτιού ή άλλα άγνωστα του
κόσμου, μα πάλι επιστρέφαμε στην ηρεμία μας. Το χειρότερο όταν άνοιγε η
πόρτα να μπεί κανένας χασομέρης γείτονας που ήθελε παρέα. Κοιταζόμασταν
με τον μπαμπά, τα μάτια μας έκαναν πφφφ. Μια ο κυρ Αργύρης, την άλλη ο
κυρ Σάββας συνταξιούχοι όλοι, προίκα του πρώην ιδιοκτήτη κυρ Χρήστου. Ο
μπαμπάς τους λυπόταν, τους κάναμε παρέα τους κυρ-ηδες. Εγώ παραχωρούσα
την καρέκλα μου να κάτσει ο εκάστοτε κυρ και πήγαινα προς τα μέσα να
μαστορέψω ή να καθαρίσω πάλι. Ξανατακτοποιούσα τα τακτοποιημένα όσο
άκουγα κυρ-ιστορίες ή ανυπόφορες κλισέ κουβένετες επικαιρότητας. Έτσι
περνούσαν τα απογεύματά μας. Πέντε με οχτώμιση Δευτέρα με Παρασκευή.
Σχεδόν καθημερινά μας περίμενε έξω από το μαγαζί ο Λάκης ο γιός του κυρ
Χρήστου, προίκα κι αυτός. Σχιζοφρενής που μιλούσε μόνος του με μια
κυρία που ποτέ δε μάθαμε ποιά ήταν ή με την παναγία. Όταν ερχόταν ο
Λάκης βάζαμε μία ακόμα λίγο κρυμμένη σπαστή καρέκλα για να κάθεται (
μετά την ξανακρύβαμε για να μην κάθονται οι χασομέρηδες κυρ) μερικές
φορές μοιραζόμασταν το ίδιο τρίγωνο γυάλινο τασάκι, άλλες πάλι ο Λάκης
είχε το δικό του. Συστηνόταν Σοφοκλής, ήταν γύρω στα πενήντα,
μικροκαμωμένος με μια μεγάλη μύτη και πανέξυπνα σχιζοφρενικά μάτια, τόσο
γλυκά μάτια, είχε άπειρη αγάπη μέσα του ο Λάκης για μας. Τον Λάκη δεν
τον λυπόμασταν, τον αγαπούσαμε και νευριαζόμασταν με όσους τον κοίταζαν
με λύπηση. Καθόταν εκεί και δε μας χάλασε ποτέ την ησυχία μας. Μερικές
φορές τραγουδούσε δυνατά, -αγααααάπη μου επικίνδυνη, μερικές μόνο
μουρμουρομιλούσε, κι ένα απόγευμα αξέχαστο, τον ακούσαμε να λέει, -μήπως
φταίει παναγία μου που δε γαμάω; ωωωχ συγνώμη κυρία ήθελα να πω.
Γελάσαμε με τον μπαμπά κι ακόμα γελάμε και γέλασε κι ο Λάκης κι είμασταν
κάπως τρείς ευτυχισμένοι άρρωστοι που συμπληρωνόμασταν τέλεια και δε
θέλαμε τίποτα. Ούτε πελάτες, ούτε χασομέρηδες.
Δευτέρα με Παρασκευή
πέντε με οχτώμιση, ώσπου είπαμε με τον μπαμπά να μοιράσουμε τις βάρδιες.
Εκείνος το πρωί, εγώ πέντε με οχτώμιση. Κι έφτανα πάντα πέντε και ένα
πέντε και δύο κι ο Λάκης πάντα απ' έξω. Ξεκλείδωνα κι έμπαινε πρώτος και
κατέβαινε τα τρία σκαλιά και ξεκινούσε να μιλάει - τί κάνεις Λινούλα, ο
μπαμπάς, η μαμά, η Σ, ο Η, ο Σ, οι θείοι σου, τα ξαδέρφια σου, κι εγώ
απαντούσα -όλοι καλά έιναι Λάκη μου. Κι όταν χώρισα με τον Σ, ο Λάκης
έλεγε - τί κάνεις Λινούλα, ο μπαμπάς, η μαμά, η Σ, ο Η, οοοο... ( και
κόμπιαζε λίγο), οι θείοι σου, τα ξαδέρφια σου, κι εγώ απαντούσα -όλοι
καλά έιναι Λάκη μου. Λίγο καιρό μόνο του πήρε να συνηθίσει πως Σ δεν υπάρχει πια και τον αφαίρεσε από τη λίστα. Καθόταν στην αριστερή θέση κι εγώ
σ' αυτήν με τα ροδάκια και τώρα το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο τρίτο και μόνο
τα Π της Αγάπης, και ξεκινούσα το διάβασμα, κι η σόμπα έκανε τον θόρυβό
της, κι ο Λάκης έφευγε νωρίς κι έμενα μόνη και πατούσα το κουμπί της
σόμπας να καίει μόνο εμένα πια, μα μόνο από τ' αριστερά. Κι άνοιγε η
πόρτα κι έμπαινε πελάτης και έψαχνε τον μπαμπά κι έλεγα ο μπαμπάς
έρχεται μόνο το πρωί κι ο πελάτης έφευγε λέγοντας καλά θα 'ρθω το πρωί.
Κι ερχόταν το πρωί κι έλεγε στον μπαμπά -ήρθα χτες κι ήταν η κόρη σου,
κι ο μπαμπάς απαντούσε -η κόρη μου ξέρει όσα κι εγώ, άλλη φορά να τη
ρωτάς. Κι ερχόταν πάλι και δειλά ζητούσε αυτό που ήθελε κι εγώ έτρεχα
και τσουπ οτι ήθελε ο κάθε πελάτης κι έμενε λίγο άφωνος ο κάθε πελάτης,
όντως τα ήξερα κι ο κάθε πελάτης ήταν χαρούμενος, και πάντα υπήρχαν
εκείνοι που έφευγαν γιατί ήθελαν να έρθουν το πρωί.
Σάββατο το πρωί όλα άλλαζαν γιατί δουλεύαμε πάλι μαζί με
τον μπαμπά μα δεν ήταν ήσυχα. Τρέχαμε σαν παλαβιάρηδες μέσα στους
διαδρόμους, τον περίμενα να φύγει από τον μεσαίο διάδρομο που έψαχνε
γυαλόχαρτα, για να μπω εγώ να δώσω στριφώνια, με περίμενε να βγάλω τα
πλαστικά από τον αναδευτήρα για να βάλει τα υδροχρώματα, βζουν βζουν σαν μουρλέγκοι, κι είχαμε κάτι μικρά διαλείμματα κάπου κάπου, εγώ αμέσως
τασάκι, εκείνος δε θυμάμαι κι ερχόταν και κανας πελάτης να με παινέψει,-
ναι ήρθα η κόρη σου μου το έδωσε, ναι ήξερε, κι ο μπαμπάς περήφανος
φουσκωνιάρης -ε σου το είπα κυρ τέτοιε, -ναι κυρ τέτοιε μ' έχει
ξεπεράσει η Λινούλα, κι ερχόταν πάλι η Δευτέρα κι εγώ η καλυτεροτερότερη
πάλι, εμπαιναν κι έβγαιναν οι κυρ, έφευγαν όλοι ευχαριστημένοι, κι εγώ
τους ψάρωνα, ναι αν θέλεις καλό στυλιάρι να πάρεις πουρνάρι, και
μερικές φορές έμπαιναν και κρατούσαν κάτι στα χέρια, κι ήξερα τί θέλουν,
κι έμπαιναν υδραυλικοί, οικοδόμοι, εργολάβοι, κυρ, όλοι έμπαιναν και
μια φορά μπήκε εκείνος ο αχώνευτος που ερχόταν μόνο πρωί αλλά δεν είχε
άλλη επιλογη γιατί είχε πάθει ζημιά. Κρατούσε ένα λευκό κομμάτι
τουμπόραμα 18άρι, μου λέει θέλω ρακόρ 15άρια κι ένα ίδιο τέτοιο κομμάτι
ενενήντα πόντους, πριν καν πλησιάσει του λέω αυτό είναι 18άρι, όχι μου
λέει, βγάζω ένα 15άρι να το φορέσω στη μαλακία που κρατούσε βλέπει δεν
ταιριάζει, βγάζω κι ένα 18άρι τσουπ γαντάκι, το βουλώνει ο αχώνευτος, -ε
μπερδεύτηκα μου λέει, -δεν πειράζει λέω εγώ, (δεν
μπερδεύτηκες έχεις κοντή ψωλή), -κόψε κι ένα κομμάτι ενενήντα πόντους,
-είναι αριθμημένο το τουμπόραμα κυρ μαλάκα, θα κόψω ένα μέτρο και μετά
αν θέλεις θα σου αφαιρέσω δέκα πόντους, πάλι δυσπιστία ο κυρ μαλάκας,
-για τον ηλιακό το θέλω, -μαύρο θα πάρεις τότε κυρ μαλάκα μου, το μαύρο
είναι για υψηλές θερμοκρασίες είναι ελάχιστα πιο ακριβό, πάλι δυσπιστία ο
κυρ μαλάκας αλλά δεν έχει άλλη επιλογη, τα πληρώνει ανόρεχτα, μου
πετάει τα λεφτά με αγένεια, του δίνω πίσω ρέστα και απόδειξη με
ευγένεια, φεύγει κι έρχεται το Σάββατο και λέει την ιστορία στον μπαμπά,
κι εγώ είμαι πίσω και κάνει υποτιθέμενες ερωτήσεις, κι ο μπαμπάς του
επιβεβαιώνει οτι το τουμπόραμα είναι αριθμημένο και πως το μαύρο ειναι
αγια υψηλες θερμοκρασίες και το βουλώνει κι εγώ χαίρομαι πίσω στον
διάδρομο, πάρτα κυρ μαλάκα, πάρτα κυρ αρχίδι, πάρτα κυρ δύσπιστε, κι έτσι
κάθε Σάββατο όλοι οι κυρ μαλάκες, κυρ αρχίδια, κυρ αντρίλες, κυρ
σκατένοι, κυρ κοντοψώληδες, κυρ ηγυναικαστηνκουζίνα, κυρ
σαςγαμωτοναντρισμό, κυρ πηγαινεναπλύνειςκαναπιατο, έφευγαν με βουλωμένα
στόματα ώσπου κάποιοι μεταμορφώθηκαν με τα χρόνια, κι έγινα το κοριτσάκι
τους, το καμάρι τους, -τί κάνει το κορίτσι μας το καλό και μου πιαναν
και την κουβέντα κι αν τύχαινε να μπει κανας καινούργιος δύσπιστος ήταν
οι πρώτοι υπερασπιστές μου, κάτσε κάτσε εδώ το κορίτσι μας τα ξέρει όλα,
κι έλεγαν λέξεις παλιές, με έλεγαν, τσακάλι, ξεφτέρι, σπίρτο, καπάτσα
κι όλο πάλι από την αρχή, κι ύστερα έμπαιναν οι προμηθευτές και
ξενέρωναν κι αυτοί γιατί νόμιζαν οτι πρέπει να κουβαλήσουν τα
δεκαπεντάκιλα και τα εικοσάκιλα και τα τσιμέντα και τους στόκους και τα
σακιά κι ύστερα ηρέμησαν κι αυτοί όταν μ' έβλεπαν να σηκώνω ένα
δεκαπεντάκιλο τσιμεντόχρωμα σε κάθε χέρι, τα άφηναν στην πόρτα κι
έφευγαν, κι εγώ τα έκανα όλα μ' αυτά τα χέρια που ήταν δυνατά και
σήκωναν τα πάντα κι η μέση μου δεν πόνεσε ούτε μια φορά ούτε ποτέ θα
πονέσει, κι η πλάτη μου δεν πόνεσε ούτε μία φορά ούτε θα πονέσει, κι
ήμουν δυνατό κορίτσι με δυνατά χέρια και μπλε ποδιά γεμάτη χρώματα και
την έβγαζα Δευτέρα με Παρασκευή οχτώ και εικοσιπέντε και πήγαινα σπίτι
κι έτριβα τα χέρια να φύγουν τα χρώματα και ντυνόμουν κορίτσι και
πήγαινα να τραγουδήσω και φορούσα δώδεκα πόντους να κάνω το 1.65, 1.77
και το βράδυ επέστρεφα κατάκοπη κι έβγαζα τα κοριτσίστικα και την άλλη
μέρα πάλι ποδιά κι ο μπαμπάς καμάρωνε κάθε Σάββατο μέχρι που ήρθε ο κυρ
λιγούρης να με κουτουπώσει εκεί δίπλα στους δίσκους κοπής Dronco, κι εγώ
τραβήχτηκα πίσω κι άκουσε ο μπαμπάς να λέω- τι κάνεις ρε μαλάκα και
θυμήθηκα οτι αυτός ήταν ο ίδιος μαλάκας που πριν έναν χρόνο την ώρα που
έπαιρνα τσιγάρα από το περίπτερο ήρθε πίσω μου να μου ψιθυρίσει τι ωραία
κωλάρα έχω κι είχα γυρίσει στο μαγαζί σιχτιρίζοντας, και αυτός ήταν τον
θυμήθηκα, -η κόρη σου είναι ανώμαλη είπε ο ποντικομούρης κι έτρεξα να
συγκρατήσω τον μπαμπά μην του κόψει κανα αρχίδι με τον Dronco που
κόβαμε τα μπουριά, έφυγε ο κυρ σαλιοσκουπίδης κι ο μπαμπάς σε υστερία,
εκεί που πριν ήμουν το σουπερ κορίτσι του, το καμάρι το ξεφτέρι, το
τσακάλι, το δυνατο κορίτσι που τα ξέρει όλα, -όλα τα ξέρει η Λινούλα,
καλύτερα απο μένα η Λινούλα, δε μασάει τίποτα η Λινούλα, έγινε ξαφνικά
ανήμπορη παρθένα η Λινούλα, ντάξει μπαμπά δεν μου τον ακούμπησε,
χαλάρωσε τον έχω, τους έχω τέτοιους μαλάκες μπαμπά, τους ξέρω μπαμπά,
μετά θα πάω να τραγουδήσω και θα έχει κι άλλους τέτοιους μπαμπά μη
φοβάσαι είμαι δυνατό κορίτσι, κόβω κι εγώ αρχίδια μπαμπά και χωρίς
Dronco, έχω άλλον τρόπο να κόβω εγώ μπαμπά σαν τότε που ερχόταν ο
υδραυλικός κι όλο έδειχνε τόσο θέλω είκοσι πόντους σωλήνα κι έλεγα αυτό
που δείχνεις είναι δώδεκα, κι έλεγε έελα που το ξέρεις κι άνοιγα το
μέτρο κι ήταν όσο έλεγα και σοκ κάθε φορά και μια φορά ήθελε τριάντα
πόντους και έκοψα κατευθείαν ε πού το ξέρεις μου λέει, -τόσο τον έχει ο
γκόμενός μου, ναι υπάρχουν πολλοί τρόποι να κόβεις αρχίδια μπαμπά,
ήρέμησε λίγο ο μπαμπάς γύρισε στις Κυψέλες του, εγώ στο τασάκι μου, η
σόμπα έτριζε, η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Λάκης, -γειά σου Παύλο γειά σου
Λινούλα, τί κάνει η Λ.η Σ. ο Η οι θείοι, τα ξαδέρφια, τ'αδέρφια τ'
ανήψια; όλα ήταν πάλι ήρεμα, ο Λάκης είχε προσαρμόσει την ερώτηση, δε
μπεδευόταν πια, εμείς απαντήσαμε όλοι καλά Λάκη αλλά τα χειλάκια του
μπαμπά ήταν σφιγμένα, από μέσα του έκοβε τ' αρχίδια του κυρ σίχαμα, εγώ
δε θυμάμαι. Αν κλείσω τώρα τα μάτια θυμάμαι μόνο τα δυνατά μου χέρια,
τα θέλω πίσω.
Αν έρθεις μια μέρα να με πάρεις με ένα αυτοκινητόσπιτο να
μου πείς έλα πάμε να διασχίσουμε τον Kolyma highway, τα χέρια μου θα ξαναγίνουν δυνατά σαν τότε στο υπόγειο, θα ξεχιονίζω το αυτοκινητόσπιτο, θα ξεθολώνω τα τζάμια, θα σπάω πάγο, θα κουβαλάω δεκαπεντάκιλα τσάι, θα ζυμώσω έναν σκασκό κουλουράκια κανέλας, θα τρίψω έξι κιλά καρότα για να φτιάξω κέικ, και θα στρίβω τσιγάρα χωρίς διαλείμματα. Θα είμαι ήσυχη όπως τότε στο υπόγειο. Θα ακούμε οτι μπορούμε. Μόνο με το κατούρημα δεν έχω βρεί λύση ακόμα αλλά θα βρω.