Γενάρης,
δε γελιέμαι. 13. Ημέρα Κυριακή και κρύο ξυριστικό. Παραλίγο να δούλευα αλλά
ευτυχώς η τρελλή Βουλγάρα με τη ζήλια της με έσωσε. Πήραμε το 249 και κατεβήκαμε
στη στάση Crystal Palace Park. Φορούσα εκείνο το μπουφάν που στην αρχή
δεν κούμπωνε και μετά κούμπωνε. Εσύ φορούσες αυτό που από πάντα κούμπωνε.
Συμφωνήσαμε κι οι δυό οτι τέτοια κατηφόρα δεν περιμέναμε να δούμε ποτέ στο
Λονδίνο. Εγώ λίγο χαιρόμουν που έχει και το Λονδίνο κατηφόρες. Τόσο χαζή. Λες
και μετά δε θα έτρωγα την ανηφόρα στη μάπα.
Περπατούσαμε
μέσα στο πάρκο και ρουφούσαμε τις μύτες μας. Εκεί έμαθα πως πρέπει να κυκλοφορώ
παντού με ένα πακέτο χαρτομάντηλα όπως εσύ. Εσύ λίγο κορόιδεψες αλλά δεν
πειράζει γιατί εγώ σε έχω κοροϊδέψει πιο πολλές φορές.
Περπατούσαμε
στο πάρκο και ρουφούσαμε τις στεναχώριες μας. Εκεί έμαθα πως πρέπει να
κυκλοφορώ παντού με υπομονή όπως εσύ. Εσύ δεν κορόιδεψες γιατί κανείς μας δεν
κοροϊδεύει για τέτοια.
Περπατούσαμε
στο πάρκο και ρουφούσαμε την πίεση, την απόγνωση, την ανάγκη για λίγη χαρά, την
ελπίδα οτι μια μέρα θα είναι καλύτερα. Εκεί έμαθα οτι πρέπει να κυκλοφορώ
παντού με σένα όπως εσύ. Εσύ δεν το κατάλαβες αλλά εγώ με κορόιδεψα που άργησα τόσο
πολύ να το μάθω.
Καθίσαμε
στο παγκάκι Maggie 21.02.1956 - 30.09.2009. Πρώτη εγώ.
Έστριψα τσιγάρο, εσύ όρθιος μπροστά μου και πίσω σου εκείνο το λονδρέζικο
δέντρο, που τα κλαδιά του έμοιαζαν με ρίζες κι ήταν σα να είναι ανάποδα στο
χώμα. Με έβγαλες φωτογραφία, και μετά εγώ εσένα. Κάθισες δίπλα μου και τρέμαμε
από το κρύο και φιληθήκαμε και οι μύτες μας ήταν παγωμένες, και τα μάγουλά μας το ίδιο, και τρίψαμε τα πρόσωπά μας
και προχωρήσαμε στον λαβύρινθο, κι εσύ πάλι με δέντρα πίσω και μπροστά σου, κι
εγώ με τη γόπα του τσιγάρου, που πάλι δεν είχα πού να την πετάξω και την
κουβάλησα μέχρι το σπίτι.
Περπατούσαμε
ανάμεσα στους πέτρινους δεινόσαυρους, και κρατιόμασταν (παγωμένο) χέρι -
(παγωμένο) χέρι. Εσύ μου μάθαινες, εγώ άκουγα σαν παιδί, κί ύστερα ήρθε εκείνο.
Ποιός δεν έχει δεί το Jurassic Park, κι ύστερα γίναμε λίγο πιο χαρούμενοι. Μία
μικρή απόφαση μας έκανε χαρούμενους και ούτε καταλάβαμε την ανηφόρα του Anerley,
κι εκείνο το απόγευμα 13 του Γενάρη και ημέρα Κυριακή, κλειστήκαμε στο ακόμα
καθαρό απο Πολώνους και bed bugs δωμάτιό μας, κι ευτυχήσαμε για λίγο, με πατάτες και πολύ αλάτι
κι ας ξημερώνει Δευτέρα αύριο, κι ας πρέπει να σηκωθώ από τις 0600, κι ας
πρέπει να καθαρίσω όλα τα σκατά του κόσμου, κι ας πρέπει να σερβίρω τον κάθε
βλάκα ή όχι βλάκα, κι ας πρέπει να πάρεις το 270, κι ας πρέπει να πας στον
μαλάκα, κι ας πρέπει να και να.