5/5-5/10=18

 

 𝒳ριστούγεννα, 07.52 κατεβαίνω από το σπίτι. Δεν υπάρχει ψυχή. Στη Mitcham Lane περνάει αυτοκίνητο κάθε 2 λεπτά, που σημαίνει ερημική ερημιά. Όλα κλειστά και βρεγμένα. Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που πάει στη δουλειά. Ξέρω οτι δεν είμαι, αλλά έτσι νοιώθω. Ξεκλειδώνω την πόρτα του πανδοχείου κι ανεβαίνω στον διάδρομο που βρίσκεται το δωμάτιο 11. Εκεί λίγο πιο μπροστά βρίσκεται η έξοδος κινδύνου που βγάζει στην ταράτσα. Βγαίνω στην ταράτσα και όλα είναι γλιτσερά και παγωμένα. Κατεβαίνω τη μεταλλική σκάλα που οδηγεί στον κήπο. Όλη αυτή η διαδρομή γιατί ο μαλάκας J. δε μου δίνει κλειδί της αυλής. Φτάνω επιτέλους στο σημείο που με φοβίζει πιο πολύ απ' όλα μου τα φοβιστικά.  Στα 19, όταν είχα διαβάσει το Die Taube είχα φοβηθεί πολύ τα περιστέρια. Αργότερα το ξέχασα. Και τώρα εδώ μπροστά στη μεταλλική μπλε πόρτα ο φόβος επιστρέφει. Κάθε πρωί στις 07.57 αναμετριέμαι μαζί του. Καθημερινά η μεταλλική μπλε πόρτα είναι ο εφιάλτης μου. Στέκεται μπροστά μου ψηλή, υγρή και τριξιάρα με την τρελή κλειδαριά της. Δεξιά μου η ξύλινη πόρτα που οδηγεί στο δωμάτιο του μποηλερ. Την ανοίγω, πάνω στο μεταλλικό κουτί βρίσκονται τα κλειδιά της μπλε πόρτας. Τα παίρνω μαζί με μια ανάσα. Και τώρα ήρθε η ώρα. Πρέπει να ξεκλειδώσω την τρελλή κλειδαριά της μπλε πόρτας. Το κλειδί μένει σταθερό, ο εξωτερικός μύλος πρέπει να γυρίσει δεξιόστροφα 4 φορές περίπου μέχρι να ακουστεί ένα ανεπαίσθητο κλικ. Τότε γυρνάω τον εξωτερικό μύλο μαζί με το κλειδί αυτή τη φορά, και η πόρτα ανοίγει τρίζοντας τόσο τρομακτικά που τα κόκκαλά μου σχεδόν ακούγονται. Έτσι ανατριχιασμένη στέκομαι πίσω της και την ανοίγω σιγά σιγά. Περιμένω μερικά δευτερόλεπτα από πίσω της να δω τί θα πεταχτεί. Όταν έχει περιστέρια μέσα συνήθως βγαίνουν αμέσως σαν μουρλαμένα. Βγαίνει το πρώτο, περιμένω λίγο ακόμα. Ξέρω οτι θα έχει και δεύτερο και ξέρω πως θα με παιδέψει. Το κεφάλι μου είναι κολλημένο πίσω από την πόρτα. Το σέρνω μέχρι να ξεπροβάλλει το μάτι μου. Κοιτάζω τρομαγμένη να δω που είναι το δεύτερο. Δεν βλέπω τίποτα. Κάνω θορύβους με το στόμα για να το καλέσω να βγεί έξω. Δεν ξέρω ποιοί θόρυβοι προσελκύουν τα περιστέρα, κάνω ηλίθιους ήχους, ψψ, τσσ, κκ, δεν πιάνει τίποτα. Ησυχάζω λίγο νομίζοντας πως δεν υπάρχει δεύτερο. Κι όταν πάω επιτέλους να μπω μέσα στον διάδρομο, τότε πετάγεται με ταχύτητα απογείωσης  airbus και περνάει ξυστά από πάνω μου, την ώρα που η καρδιά μου πιάνει τους 8χιλιάδες χτύπους και τα κόκκαλά μου ξανασυναρμολογούνται. Τότε κλείνω την πόρτα γρήγορα και προσπαθώ ν' ανασάνω. Αυτή είναι η καθημερινότητά μου. Αυτό είναι το ξεκίνημά μου στη δουλειά. Κάθε πρωί το ίδιο άγχος, επειδή ο μαλάκας J. δεν κλείνει ποτέ την πόρτα, κι εκείνα μπαίνουν μέσα κι εγκλωβίζονται όλη τη νύχτα και λαχαίνει σε μένα να τα απεγκλωβίζω κάθε πρωί μ' αυτόν τον μαρτυρικό για τα κόκκαλά μου τρόπο. Χριστούγεννα 08.00, βρίσκομαι μέσα στον διάδρομο ήσυχη πια πως δεν θα πάω από περιστέρι. Προχωράω στο βάθος και μπαίνω στην αποθήκη αριστερά. Τραβάω το κορδόνι κι ανάβει το πνιγηρό βαβουριάρικο φως. Τζζζζγκ και τρεμοπαίζει. Μπροστά μου ένας κόκκινος κι ένα κίτρινος κουβάς. Ο κίτρινος για τις τουαλέτες, ο κόκκινος για όλον τον υπόλοιπο χώρο. Τους περνάω και τους δύο στον δεξιό βραχίονα, παίρνω τις αντίστοιχες σφουγγαρίστρες και βγαίνω πάλι στον διάδρομο. Στρίβω δεξιά αυτή τη φορά. Μπαίνω στην κουζίνα, εδώ οι θόρυβοι είναι πιο τρομακτικοί ακόμα. Ψυγεία και γκάζια και ο αέρας των τεράστιων απορροφητήρων, τα ποντίκια εγκλωβισμένα στα ενδιάμεσα κουφώματα. Ανοίγω τον διακόπτη με τον αγκώνα, διασχίζω την κουζίνα και βρίσκομαι στον χώρο σερβιρίσματος, ανοίγω το φώς με τον αγκώνα κι εκεί, διασχίζω τον χώρο κι επιτέλους φτάνω στην πίσω μεριά του μεγάλου μπαρ. Εκεί είμαι συνήθως ήσυχη. Φοράω τη νάυλον ποδιά μιας χρήσης, την περνάω από το κεφάλι, τη δένω πίσω στη μέση, φοράω τη μάσκα, τα γάντια μου και ξεκινάω να γεμίζω τους κουβάδες. Η παμπ είναι σκοτεινή. Στον πίνακα με τους χίλιους διακόπτες κι ασφάλειες, ξέρω τί πρέπει να πατήσω και τί όχι. Με τυφλό σύστημα ανοίγω όσα πρέπει. Παίρνω τον κίτρινο κουβά, μια σακούλα σκουπιδιών, τη σφουγγαρίστρα, και παραμάσχαλα, 2 καθαριστικά κι ένα χαρτί γενικής χρήσης. Μπλε κι αυτό. Οι καρέκλες ανάστατες. Συγκεκριμένες καρέκλες. Ξέρω ποιός καθόταν πού. Η καρέκλα του Michael τραβηγμένη αριστερά για να χωράει η τσάντα του, του Krystof λίγο πίσω, παραδίπλα του Graham και του Andrew, στο τέρμα του μπαρ του δεύτερου Michael, κι ενδιάμεσα η καρέκλα του  Martin. Όλες οι άλλες είναι στη θέση τους πράγμα που σημαίνει πως δεν ήταν κανείς άλλος χτες τη νύχτα εκεί. Είναι Τρίτη. Γι' αυτό αγαπώ την Τρίτη. Γιατί είναι η επόμενη της Δευτέρας και τις Δευτέρες δεν έχει κόσμο, άρα οι τουαλέτες θα είναι λογικά καθαρές. Ξεκινώ από τις μπροστινές τουαλέτες. Αν αυτές είναι καθαρές τότε οι πίσω θα είναι σίγουρα πιο καθαρές. Επιβεβαιώνομαι και παίρνω μια βαθειά ανάσα μέσα από τη μάσκα. Αν ήμουν η Iwona η βρωμιάρα θα μπορούσα να μην κάνω τίποτα. Όμως εγώ δεν είμαι βρωμιάρα. Παστρικώνομαι ό,που και να είμαι. Ψεκάζω τις τουαλέτες, τις καθαρίζω με το χοντρό μπλε χαρτί γενικής χρήσης, τραβάω τα καζανάκια ρίχνω το δεύτερο φάρμακο, τρίβω τους καθρέφτες, τις βρύσες, τους νεροχύτες, τις πόρτες, τα γυαλίζω όλα. Χριστούγεννα 08.15 έχω καθαρίσει ήδη τις μπροστινές τουαλέτες. Κουβαλώντας όλα τα απαραίτητα κατευθύνομαι στις πίσω. Η απόσταση είναι μεγάλη. Η παμπ είναι 300 τ.μ. Σε λίγο θα πρέπει να τη σκουπίσω και να τη σφουγγαρίσω όλη. Τα χέρια μου δεν έχουν μουδιάσει ακόμα. Ανοίγω την πόρτα της πίσω τουαλέτας με τη σιγουριά οτι θα είναι όλα καθαρά κι εδώ. Μπαίνω στην πρώτη ναι ναι καθαρή, αχρησιμοποίητη, το μπλε υγρό που είχα ρίξει χτες είναι ακόμα εκεί. Ανοίγω τη δεύτερη πόρτα, το ίδιο, η τρίτη το ίδιο, νοιώθω ευτυχία και αμέσως δυστυχία, κοιτάζομαι στον μεγάλο καθρέφτη και  με λυπάμαι. Είναι Χριστούγεννα 08.18 κι εγώ νοιώθω ευτυχία γιατί δεν υπάρχουν σκατά να καθαρίσω. Αυτού του είδους η ευτυχία είναι δυστυχία. Κι εγώ είμαι μικροευτυχισμένη μέσα στη μεγαλοδυστυχία μου κι ο καθρέφτης μου το επιβεβαιώνει. Φαίνονται μόνο τα μάτια μου, είναι κουρασμένα. δυστυχισμένα και καθόλου χριστουγεννιάτικα. Δεν έχω χρόνο για ευτυχοδυστυχίες. Ψεκάζω τις τουαλέτες, τις καθαρίζω με το χοντρό μπλε χαρτί γενικής χρήσης, τραβάω τα καζανάκια ρίχνω το δεύτερο φάρμακο, τρίβω τους καθρέφτες, τις βρύσες, τους νεροχύτες, τις πόρτες, τα γυαλίζω όλα κι εδώ. Τουαλέτες τέλος. Χριστούγεννα 08.31. Έχω ήδη ιδρώσει. Ξέρω πως δε χρειάζεται να σκουπίσω παντού. Μόνο το σημείο που κάθεται ο Michael, που σίγουρα θα έχει πέσει καπνός, αα ίσως και η μεριά του  Graham να έχει λίγα ψίχουλα αν έφερε τα κράκερ μαζί του. Επιβεβαιώνομαι και πάλι. Όλα τα σημεία είναι όπως τα άφησα χτες καθαρά εκτός απο κείνα που ήξερα πως δε θα είναι. Σκουπίζω τα δυο μικρά σημεία, τρέχω αφήνω τη σκούπα και ξεκινάω με τον κόκκινο κουβά το σφουγγάρισμα. Τα χέρια μου έχουν αρχίσει να μουδιάζουν. Η σφουγγαρίστα είναι οικιακής χρήσης κι όχι επαγγελματική, που σημαίνει μικρή. Μια μικρή τόση δα ξεμαλλιασμένη σφουγγαρίστρα για 300 τετραγωνικά. Είναι  δολοφονία του καρπιαίου σωλήνα μου. Το O.C.D μου δε με αφήνει να ξεκινήσω απ' οποιόδηποτε σημείο. Πρέπει να ξεκινήσω από εκεί που τα πλακάκια σχηματίζουν τα τετράγωνα. Κάθε τετράγωνο έχει 16 πλακάκια. Γύρω γύρω ξύλο. Πρέπει να σφουγγαρίσω πρώτα το εξωτερικό ξύλο και μετά τα 16 εσωτερικά πλακάκια. Μόνο έτσι μπορώ να καθαρίσω. Αν βγώ παραέξω από την ξύλινη γραμμή μπορεί να αρρωστήσω. Η διαδικασία σφουγγαρίσματος μοιάζει ατελείωτη. Στα πρώτα δέκα λεπτά τα δάχτυλά μου είναι ήδη μουδιασμένα κρατάω τη σφουγγαρίστρα με τις παλάμες, τα δάχτυλα δε νοιώθουν τίποτα. Είμαι γρήγορη, είμαι εξαιρετικά γρήγορη, δεν αφήνω ούτε χιλιοστό ασφουγγάριστο. Είμαι η βασίλισσα του multitasking, φέρνω τις καρέκλες στη θέση τους με τα πόδια, ενώ παράλληλα σφουγγαρίζω όπως καμιά στον κόσμο. Χριστούγεννα 09.05, έχω γυαλίσει μπαρ, τραπέζια, τουαλέτες και 300τ.μ πάτωμα. Κανείς άλλος στον κόσμο δεν το κάνει αυτό. Ξέρω πως δεν είναι έτσι αλλά  εγώ έτσι νοιώθω. Σειρά έχει ο κήπος. Όλα τα δέντρα του Λονδίνου πάντοτε θαλλούν, εκτός από τα δέντρα στον κήπο που πρέπει να σκουπίσω. Είμαι γρήγορη, έχω σύστημα, σκουπίζω τα φύλλα κι ας φυσάει, είμαι πιο γρήγορη από τον λονδινικό αέρα, τα χώνω όλα μέσα στη μαύρη σακούλα, τη δένω σφιχτά, τρέχω στους κάδους, την πετάω, βγάζω τα γάντια, την ποδιά, τα πετάω, τρέχω μέσα, πλένω χέρια, ξαναβγαίνω στον κήπο κλείνοντας την μεταλλική μπλε πόρτα. Επιστρέφω τα κλειδιά στο δωμάτιο του μπόηλερ, κλείνω την ξύλινη πόρτα. Χριστούγεννα 09.31, έχω τελειώσει τα πάντα. Κάθομαι στο παγκάκι του κήπου, μου μένουν 27 λεπτά μέχρι να ξεκινήσω να ανεβαίνω στο πανδοχείο. Βγάζω τον καπνό μου, στρίβω τσιγάρο, καπνίζω, έχω χρόνο και για δεύτερο, πίνω νερό, πολύ νερό, πίνω άπειρο νερό και καπνίζω, δροσίζομαι και πικραίνομαι, κρυώνω, φυσάει, τα δάχτυλά μου παγώνουν, φυσάω τον καπνό κι ο αέρας τον επιστρέφει στα μούτρα μου, ο μαλάκας J. κατεβαίνει την εξωτερική μεταλλική σκάλα, με καλημερίζει, με μερικριστμαστιάζει, κοιτάει το ρολόι του, πάντα του κάνει εντύπωση που έχω τελειώσει τα πάντα τόσο νωρίς, είμαι σίγουρη πως σκέφτεται γιατί να πληρώνομαι για 2 ώρες αφού τελειώνω στη μιάμιση, τον κοιτάω με ύφος -να πάρεις την  Iwona τη βρωμιάρα μαλάκα  που δεν της φτάνουν ούτε τρείς ώρες και κάνει και προχειροδουλειά- ανοίγει την ξύλινη πόρτα του μπόηλερ, παίρνει τα κλειδιά της μεταλλικής μπλε πόρτας, την ανοίγει άφοβα, κουλ και στα σκατοπαπάρια του, τί να φοβηθεί αφού τα έκανα όλα εγώ, - hey J. 2 pigeons this morning, -Heh, μπαίνει μέσα κι αφήνει πάλι την πόρτα ανοιχτή. Χεχ ο σκατομαλάκας, χεχ που εχω τραβάω τον καθημερινό τρομοδιάβολο, χεχ και η πόρτα ανοιχτή. Το πιο απλό πράγμα για 'κείνον, είναι ο απόλυτος εφιάλτης για μένα. Χριστούγεννα 09.58, ανεβαινω την εξωτερική μεταλλική σκάλα για την ταράτσα, ανοίγω την πόρτα εξόδου κινδύνου, μπαίνω στον μεγάλο προθάλαμο, προχωράω στον διάδρομο που βρίσκεται το δωμάτιο 11, στρίβω, κατεβαίνω στο ισόγειο. Ώρα ν' αρχίσει η δουλειά. Πόσα δωμάτια σήμερα; η ρεσεψωνάρα απαντά -μμμ εεε έχει αρκετή δουλειά, 8 δωμάτια, ααα και είναι Τρίτη, έρχονται τα σεντόνια, πρέπει να τα ανεβάσεις όλα στον τρίτο και να τα τακτοποιήσεις. Γι' αυτό σιχαίνομαι την Τρίτη. Γιατί έρχονται τα σεντόνια...