ℴ Kafka κατάλαβε πολύ πριν από μένα το όχι νόημα. Μπορεί κι εκείνος να έκλεινε τις πόρτες στη μούρη του μόνος του, δεν ξέρω. Τουλάχιστον μπορεί να μην ξέμενε από τσιγάρα. Τουλάχιστον έμενε στην Πράγα. Τουλάχιστον δε φοβόταν τις κατσαρίδες. Κάτι πάει πολύ λάθος και εκείνος το ήξερε τόσο καλά. Τουλάχιστον ήξερε να χρησιμοποιεί τις λέξεις, κάτι που πασχίζω να μάθω απο τον προηγούμενο αιώνα χωρίς καμία επιτυχία. Πάνω που θέλω να τους δώσω τη βαρύτητα που λένε όλοι οτι έχουν, πετάνε σαν σκασμένα μπαλόνια φρρρρ κι αφήνουν μόνο σάλια. Μια φορά στο αυτοκίνητο τις είχα δεί όλες μία μία να μπαίνουν μέσα από το μισάνοιχτό μου παράθυρο με τη φωνή σου, να κάθονται στο κάθισμα του συνοδηγού, και να κάνουν κάτι σχέδια που μου έπαιρναν το κεφάλι. Τέλειες, όμορφες, μια υπέροχη αρμονία, αγάπη, έρωτας, μουνί, μαζί, αχ, ουφφ, εμείς, εκείκάτω. Όλες με τη φωνή σου, θυμάσαι; λίγο πριν καταστραφεί το στομάχι σου, εσύ ήσουν άρρωστος κι εγώ νόμιζα πως δε με θέλεις, και κάθε φορά που το νόμιζα φρρρ οι λέξεις πετούσαν, κι εγώ να μένω με σάλια μέσα στον κύκλο της θρησκείας που λέγεται δυσπιστία και είναι δική μου εφεύρεση. Θα περάσει η ζωή και δεν θα θυμάμαι αν τελικά πίστευα ή δεν πίστευα στις λέξεις. Θα περάσει η ζωή και δεν θα έχω καταλάβει αν τις μισώ ή είναι το πιο πολύτιμό μου όπλο. Θα περάσει η ζωή και η λέξη που θα μείνει θα είναι μόνο μία και θα αρχίζει απο -δ και θα τελειώνει σε -ή, γιατί δεν γνωρίζω τίποτα που δεν μπορεί να διαταραχθεί και τίποτα που δεν είναι διαταραγμένο. Θα ήμουν ευτυχισμένη με ένα μεγάλο παράθυρο κι ένα πιάνο δίπλα λες; Αν είχα περίοδο όπως όλες οι γυναίκες, όποτε πρέπει κι όπως πρέπει; Άν δεν φαγουριζόμουν σαν θεόμουρλη κάθε μιάμιση με δύο μέρες; Άν φορούσαν όλοι για πάντα μάσκες να μη βλέπω τα άσχημα στόματά τους; Άν οι Άγγλοι μπορούσαν να προφέρουν σωστά το όνομά μου; Άν πίστευα πως όλα θα πάνε καλά; Άν δεν πίστευα οτι όλα είναι πιο σκοτεινά απ' όσο δείχνουν; Άν μπορούσα να μείνω για πάντα στον βορρά; Ονειρεύτηκα πολλές φορές οτι σε συναντώ σε έναν βόρειο σταθμό. Έχει κρύο και φοράω το πιο ωραίο φουστάνι του κόσμου και το πιο ωραίο σάλι του κόσμου, κι εσύ με περιμένεις, και τα πράγματά μας είναι λίγα, έχουμε σπίτι με πράσινη πόρτα και κανέναν γείτονα. Σηκώνομαι στις μύτες κάθε μέρα και μυρίζω τον λαιμό σου και είναι αυτό το πρωινό μου, και δεν μας ξέρει κανείς, εγώ φοράω πάντα τις κάλτσες δύο-δύο για να σε δυσκολεύω όταν με γδύνεις και να ισοφαρίσω που δε φοράω βρακί. Πλένω πάντα εγώ τα πιάτα γιατί υπάρχει μια ανώμαλη καύλα μέσα μου όταν το κάνω γι΄αυτό επιμένω να τα πλένω πάντα εγώ. Γιατί πάντα περνάει από το μυαλό μου οτι έρχεσαι πίσω μου και σηκώνεις το φουστάνι μου και με κάνεις να χύνω και γεμίζουν τα από μέσα μπούτια, κι έτσι μπορεί να περάσει η ζωή μου στον πάγκο της κουζίνας, αλλά προχτές το πρωί που έπλενα το ξεραμένο ταψί της πίτσας νομίζω δεν σκέφτηκα οργασμό, μόνο να τελειώνω για να πιω καφέ. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν έτρωγα πίτσα κάθε μέρα λες; Άν σε ξυπνούσα κάθε φορά που σε χρειάζομαι; Άν έβρισκα με την πρώτη το σωστό νήμα για να μην ξηλώνω; Άν κάθε λέξη που μου λες την πίστευα; Κι εσύ; Ας μιλήσουμε για σένα. Έλα να πούμε για σένα, όλο για μένα λέμε. Έλα πες. Θα ήσουν ευτυχισμένος αν είχαμε πράσινη πόρτα; Άν σου έπαιζα πιάνο; Άν μύριζα τον λαιμό σου για πρωινό κι είχα οργασμό όποτε έπλενα τα πιάτα; Άν κάθε λέξη που μου λες την πίστευα; Αν όλο γελούσα; Άν έπαιζα πιάνο δίπλα στο παράθυρο; Όχι πάρε εσύ το παράθυρο, ναι εντάξει, αν είχες εσύ το παράθυρο; Τί σκατά θα σ' έκανε ευτυχισμένο, πες. Πες κι εγώ θα το κάνω.