13

Лατρεύω τις παρεξηγήσεις που ξεπετάγονται ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται όπως τρυπώνουν τα φοβισμένα μωρά στο κρεβάτι του μπαμπά και της μαμάς. Ο μπαμπάς λέει πως όλα είναι ψευδαισθήσεις κι η μαμά του απαντάει -και τί θα 'ταν η ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις ρε Παύλο! Ακούω μέσα από τη τζαμαρία και κοίτα μετά από εκατόεκατομμύριαχιλιάδεςτρία χρόνια που ζούνε μαζί που δεν έχουν ιδέα ο ένας για τον αλλο. Τρέφονται, στρέφονται, περιστρέφονται κι αποστρέφονται όλα τ' αντίθετα, μέσα στα αντίθετα μα μπορούν να δώσουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλο κι όταν καποιος ονομάζεται μπαμπάς ή μαμά δεν είναι ήρωας για πολλά πολλά παρά μόνο για να μας σώσει. Δεν είδα κάποιον που αγαπάω σήμερα μη με δει έτσι και τρομάξει. Ησύχασα, δεν ησύχασα νύχτα κι αφήνεις ένα κόκκινο ιπτάμενο και μπαίνεις σε ένα μπλε κι εκει μέσα ξεκινάει μια ζωή κι εγώ τη ζώ και τη ρουφάω και την τρέμω και με ξεπερνάει και μου αναποδογυρίζει ό,τι δίπλωνα στη ζωή μου, και είναι καλοκαίρι κι αύριο μαζί εμείς, εγώ, εσύ, κοίτα τον καθρέφτη, το φουστάνι μου, τα εισητήρια, δώσε μου ένα ντεπόν, βάλε νερό, στρίψε μου ένα τσιγάρο, έγραψα σιντί, φιλτράκια, χαρτάκια, ο ποιητής, εσύ ποιητής, το βρακί μου γύρω στον καθρέφτη, πορτοκαλί βαλίτσα, κόψε τα νύχια σου, εκατό μπουκάλια κι ούτε ένα ποτήρι δε βγαίνει να πιούμε, πού θα με πας; πήγαινέ με παντού, με θέλεις χόμο σάπιενς, σε λατρεύω νεάντερταλ, μου λες έτσι, σου λέω αλλιώς, πονάει η κοιλιά μου, σε γλείφω και μουδιάζουν τα πόδια σου, φέρε τσιγάρα, εεε πώς ρεύεσαι έτσι τέλεια, πιάστηκα έλα να γυρίσουμε, βάλε το grow grow grow, πού χτύπησες; έχω ένα σπυρί δίπλα στο φρύδι, πες μου είσαι πανέμορφη, πάλι πέστο, πάλι, πες δε φοβάμαι, ούτε 'γω, γέλα, κι άλλο, δώσε μου τις κάλτσες σου, γέλα πιάνω τα βυζιά μου, πώς πάρκαρες έτσι; ντύσε με, γύρνα με, βάλε μου νερό, φτιάξε καφέ, ναι, ναι , ναι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, θέλεις; θέλεις θέλεις; θέλεις; ξύπνα είναι δεκατρείς και πρέπει να πας στη δουλειά...