Καμιά φορά σε σκέφτομαι τόσο πολύ που πονάει το κεφάλι μου και μετά είμαι εξαντλημένη αλλά δε με παίρνει ο ύπνος. Δεν καλοκαιμάμαι, δεν τρώω, δεν είμαι, δεν εγώ. Ξέρεις το σπίτι μου; ξέρεις που βάζω τις χαρτοπετσέτες; τα καλαμάκια; το σουρωτήρι για το χαμομήλι; Εκείνοι που έχουν στα κρεβάτια τους δυο μαξιλάρια είτε είναι πολύ μονοι, είτε πολύ ευτυχισμένοι, είτε πολύ συνειδητοποιημένοι. Έχω ένα καημό σου 'χω πει. Μια σοφίτα θέλω, μια τρίγωνη οροφή, να θυμίζει απ'ολα μα όχι ταβάνι. Ήθελα να σου αγοράσω κάτι μα δεν το βρήκα. Τσακώθηκα, φώναξα, έκανα τα πάντα μα δε μου το δίνουν. Και σιγά μωρέ, μια σαχάρα ήταν. Μια κακομοιριασμένη ιδιοκτήτρια με κοιτούσε καλά καλά. Αυτό δεσποινίς είναι μέρος της βιτρίνας, δεν μπορούμε να σας το πουλήσουμε, Μα καλά κυριούλα μου θα σου δώσω τα διπλά. Είμαι ερωτευμένη μαζί του όσο χίλιες σαχάρες και δεν μπορείς να μου πουλήσεις μία; Τελοσπάντων παλιοτσούλα, τιποτένια, κουκίδα, φεύγω τώρα αλλά εσύ θα το μετανιώσεις, εγώ έτσι κι αλλιώς έχω και σπίτι μου μια σαχάρα. Κοιμάται κάτω από μια καμήλα που δεν καμπουριάζει και γεννάει μυστικά χαρτάκια με ερωτόλογα όταν εκείνος φεύγει. Το όνομά του αρχίζει απο όλη την αλφαβήτα. Το όνομά του είναι όλη η αλφαβήτα και η σαχάρα είναι ένα μικρό μέρος από το δέρμα του, κι ο ατλαντικός ένα μέρος από το σάλιο του, κι οι σεισμοί η στιγμή που ξεκινάει να με φιλήσει και η λάβα η στιγμή που χώνει το χέρι του μέσα στα πόδια μου και οι καταιγίδες η στιγμή που χύνω και χύνομαι και λιώνω και λιώνομαι και μεμαςτονεμεναμεμουσεμενα με χύνει και φωνάζει και με καίει μέσα έξω μαζί του με κάνει εγώ κι αυτός... Τόσο τεράστιος είναι. Και τόσο ξεφτιλισμένες οι προσωπικές αντωνυμίες. Κι απόσταση και τα χιλιόμετρα το εδώ το εκεί φουυυυυυ μια στιγμή όλα. Ξεφτιλισμένα και τα τοπικά επιρρήματα. Ξουτ και τα χρονικά. Τώρα, πριν, μετά. Του κάνω μαγικά με τις πιπεριές και τα κρεμμύδια. Τα κόβω αργά και μετά δε λέω άλλο. Τις νύχτες μου δείχνει πώς κάνουν τα τρένα όταν δεν κοιμούνται, αφύλαχτη διάβαση ο ύπνος μου μαζί του. Το πρωί κόβει μικροσκοπικά ψωμιά που μοιάζουν με εφτά φέτες και στην πόρτα του κοιμάται ο κύριος Πίκος. Ο καρπός του τώρα που μεγάλωσε είναι δικός του αλλά όταν γεννήθηκε είναι δικός μου. Τις νύχτες που είναι μακρυά μου, ξηλώνω το λαιμό μου, και πλέκω τις φωνητικές μου χορδές αστροβελονιά. Το πρωί έχω δυο καινούργιες φωνές για ν'ακούσει. Προσπαθώ να τον μπερδέψω μα ξέρει όλες τις φωνές μου και βρίσκει τις καινούργιες με την πρώτη! Του λέω λέξεις με -κ και -ρ και -θ και το -ρ μου δεν είναι γράμμα. Είναι μια νότα πάνω σ'ένα πεντάγραμμο κι εκείνος κάνει ορθογραφικά και νομίζει πως είναι λάθη μα δεν είναι του λέω, φταίει που όταν γράφεις λέξεις είναι μουσική αγάπη μου. Λέξεις μαζί με νότες είναι, καινούργια σύμβολα. Έχω κι άλλα κι άλλα κι άλλα μανταμ ιδιοκτήτρια να σου πω. Μήπως τώρα με όλα αυτά συγκινήθηκες και θα μου πουλήσεις τη σαχάρα της βιτρίνας; Όχι ε; Στ' αρχίδια μου.