2551


Είναι μεσημέρι και κάνω ακροβατικά μέσα στο σπίτι. Έχω κλειστεί μέσα σ' ένα κύβο που μοιάζει ασπρόμαυρος μα είναι χρωματιστός. Τα βράδυα ξυπνάει η κοιλιά μου και μου θυμίζει πως δεν είμαι αθάνατη. Μα δε θέλω να είμαι αθάνατη παλιοκοιλιά κι αν θέλεις να με φοβίσεις εγώ δεν το παίζω αυτό το παιχνίδι. Προτιμώ το αλλο με τα σοκολατάκια που μιλάνε και μετά πάνε για κατούρημα και μετά μπαίνουν στο κεφάλι του ποιητή μου και μετά κρεμιούνται στον τοίχο με τα σκουλαρίκια μου και μετά χώνονται κατω από τις πέτρες και μετά πίσω από το λεξικό και σε περίμενα να έρθεις. Σε περίμενα και το στομάχι μου έκανε καλλιτεχνικό πατινάζ και πάλι σε περιμένω και αυτή τη φορά θα κάνει και άλμα επί κοντώ. Ξύπνησα με μια μεγάλη πληγή από μαχαίρι στην παλάμη μου και δε θυμάμαι πού και πώς την έκανα. Το ραντεβού μας την επόμενη φορά θα είναι στον καναπέ μου ναι; Θα φοράω μια κουβέρτα που είναι μόνο για τους γάμους και τις δεξιώσεις και θα σου αλλάζω τις λέξεις για να με δαγκώνεις. Θα αλλάζω όσες απέμειναν γιατί μου τις έχεις απαγάγει όλες και δεν έχω άλλες να σου πω όλα αυτά που θέλω. Με φτώχεψες. Θα'ρθεις και θα λιώνομαι, θα χύνεις εκατόν εβδομήντα τέσσερα εκατομμύρια χιλιάδες διακόσσια ιμαλάια ποτάμια και μετά θα μένουμε να σπαρταράμε χωρίς ρυθμό, άχαρα σαν πλάσματα που ζουν μέσα στη φωτιά και ξαφνικά τα βάζουν με το ζόρι στο ψυγείο. Θα σκηνοθετήσω μια υπερπαραγωγή για σένα. Θα ανεβαίνω και θα κάνω ακροβατικά πάνω σε ένα ξύλινο λάμδα που έχει διάφανη πεταλούδα στον ώμο του. Και μετά και μετά την ώρα που θα περνάει εκείνο το αεροπλάνο από πάνω μας θα πηδήξω ψηλά και θα ακουμπήσω με τα δάχτυλά μου τη σκονισμένη κοιλιά του και θα σώσουμε αυτή τη σκόνη που προσγειώνεται ναι; Όσο σε θέλλω τόσο θυμώνω με τους άλλους που ζουν σ'αυτόν τον πλανήτη που σε λίγο καιρό δεν θα'χει πράσινο χρώμα. Ο δικός μας έχει πολύ πράσινο αλλά δεν είναι δέντρα. Έχει πράσινο ουρανό, κόκκινες κουβέρτες, ριγωτά σεντόνια κι ένα μόνο δέντρο. Ένα στολισμένο με χίλια δυο πράγματα που χρειαζόμουν η δε χρειαζόμουν. Γιατί γράφω; γιατί δε σε φιλάω κατευθείαν αφού όλες οι λέξεις μου εκεί θέλω να καταλήξουν; Θέλω εκείνη τη στιγμή που δε μας βολεύει ο καναπές και πηγαίνουμε στο μέσα δωμάτιο που είναι τετράγωνο όταν είσαι όρθιος κι όταν ξαπλώνεις γίνεται στρογγυλό, εκείνο που ξέρει να ηχομονώνεται μόνο του μη τυχόν και χάσει μισό βογγητό σου. Εκείνο που κρατάει τα μαξιλάρια κοντά κι έρχεται η μαμά και ρωτάει πώς το κάνεις έτσι το κρεβάτι πουλάκι μου; παλεύεις το βράδυ; Όχι μαμά δεν παλέυω. Απλά χύνω και θέλω να πάει παντού όλο το υγρό τέρας που ζει μέσα μου. Ξεκανόνισε τις δουλειές της Δευτέρας χωρίς να μου κάνεις έκπληξη. Πρόσθεση για να δω πόσες ώρες έμειναν μέχρι να'ρθεις, αφαίρεση για να δω τί έχασα μέχρι να σε συναντήσω, διαίρεση για να μοιραστώ μαζί σου τις γιορτές που θα κάνουμε με ζεστά κάστανα και πολλαπλασιασμός για να μετράω πόσο πιό πολύ μπορώ να σε θέλλω. Θα ξεκοκκαλίσουμε όλο το αλκοόλ του σπιτιού και θα φάμε ζεστό παγωτό. Θα σου μαγειρέψω μια τρικυμία και θα πιούμε φρέσκο χώμα. Θα με χύνεις στο πρόσωπο και θα τσούζει το μάτι μου για δυο ώρες μετά. Γι αυτό το σπέρμα σου πετάγεται εκεί. Γιατί θέλει να με κάνει να δω όπως βλέπεις κι εσύ. Τα μυστήρια πλάσματα που ζουν στο σπίτι μου , σου μίλησαν όλα με την πρώτη, δε χρειάστηκε να σας συστήσω, ήξερες τη γλώσσα τους και σε αναγνώρισαν. Έχω δυο διαφορετικούς τρόπους να υπολογίζω τη ζωή μου και δε βαριέμαι ποτέ να παίζω παιχνίδια με τα δόντια. βαριέμαι εκείνους τους άφαντους ανθρώπους που δε χαλαλίζουν λίγο σάλιο για να γλείψουν μα το'χουν μόνο για να καταπίνουν τις υποχρεώσεις τους. Με θυμάμαι μικρή με τέσσερις τσίχλες στο στόμα να πονάει το σαγόνι μου και να μπουκώνομαι κι όταν φεύγει η γέυση της φράουλας να την πετάω έξω και μετά πάλι άλλες τέσσερις κι η μαμά να ξελαρυγγιάζεται, φτάνει πιά με τις τσίχλες. Ναι φτάνει μαμά, όχι επειδή μεγάλωσα αλλά γιατί βρήκα καινούργιες γεύσεις να με συνεπαίρνουν. Κάθομαι στον καναπέ σε κείνη τη γωνία που χτίζουμε το σπίτι μας και μόνο που με κοιτάς τσούζουν οι ρώγες μου και τις αγαπώ που έχουν αυτά τα μικροσκοπικά σημάδια πάνω, τις μικρές γραμμές κι έχουν το δικό τους χρώμα και ποτέ δεν τους ένοιαξε που δεν έχουν το ίδιο με το υπόλοιπο σώμα και μ'αρέσει που συναγωνίζονται καμιά φορά και ζηλεύει η μία την άλλη κι όταν τις τρως και τις δυο τότε γίνονται παλί φίλες και οι τοίχοι στο σπίτι κοντεύουν να γίνουν στίχοι και το πάτωμα ξεπάτωμα κι εγώ χίλιες κι εσύ ένα εκατομμύριο.