0

K -->αι τώρα; Η άνοιξη θα κοιμάται έξω από το παράθυρό μου κάθε βράδυ; Δε θέλω. Ο άερας πού πήγε; Ο χειμώνας πού θα κοιμάται; Πάω κι έρχομαι και στριφογυρίζομαι πάνω σου. Ανάβω κεριά και περιμένω να μακρύνουν τα μαλλλιά μου. Οι φράουλες πότε βγαίνουν; Αγόρασε μου είκοσι. Η θάλασσα ήταν κρύα σήμερα και η Κυριακή ντρέπεται που δεν είναι η τελευταία μέρα του καθισιού. Κάθε χρόνο είναι ο καημός της. Αυτή τη Δευτέρα με τους χαρταετούς ευχαρίστως την έπνιγε. Το μυρμήγκι μου δε βγήκε σήμερα μα δεν ανησυχώ. Ίσως να 'χει πάει εκδρομή. Έκοψα ένα μικροσκοπικό κομφετί σε σχήμα χαρταετού, το'δεσα με μια τρίχα μου και το άφησα πάνω στο πληκτρολόγιο. Ελπίζω να το δει και να χαρεί. Κι όπως βλέπεις να, αποφεύγω να γράψω για σένα γιατί πάλι δε θα'χω σταματημό. Και τώρα που με κυριάρχησες; Τί να κάνω που κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ σε παίρνω και πετάμε; Έλα να με πάρεις. Δε μ'αρέσουν οι άνθρωποι. Δεν τους καταλαβαίνω, έλα να με πάρεις. Θέλω να σου γράψω όλο τον κόσμο, χρειάζομαι τρία σύμπαντα χαρτί για να το κάνω και πάλι τίποτα δε θα'χω πει. Έλα να με πάρεις. Θα μπαίνουμε στα λούνα παρκ με περισσότερη σοβαρότητα απ' αυτή που έχουν οι άνθρωποι οταν μπαίνουν στις τράπεζες. Έλα να καταργήσουμε τη βιασύνη. Θα σου τραγουδήσω σάχλες, θα φορέσω όλα τα ρούχα μου ένα-ένα και θα με βλέπεις. Ξυπνάω και είσαι μέσα στο αυτί μου. Ψιθυρίζεις, μου μιλάς για σπίρτα και τσεκούρια και φωτιές και μπουμ και μπουμ κι εγώ. Κοιμάμαι και αυνανίζω το μυαλό μου πάνω σου. Χύνω δυνατές σκέψεις με όλα αυτά που θέλω να σου πω, να σου κάνω.Όταν ανατριχιάζουμε το δέρμα μας έχει οργασμό; Να σου πω ένα μυστικό; Εκείνη τη νύχτα που στριμωχτήκαμε στα σκοτεινά και μου ψιθύριζες θυμάσαι; Το δέρμα μου έχυσε χίλιες φορές. Σαν παράλυση με απογείωση μαζί. Το σπίρτο δεν το φοβάμαι , θα το φορέσω σκουλαρίκι κι όταν δεν θα μπορώ να σε ακούω να μου ψιθυρίζεις θα το ανάβω. Θα καίω το αυτί μου να μην ακούει τίποτα. Κι αν δεν είχε τόσο σκοτάδι και σ' έβλεπα θα έχυναν κι οι βλεφαρίδες μου. Έχω μικρά μάτια. Φταίει η καταγωγή μου. Κατάγομαι από μικρόκοσμο. Πήγα στη θάλασσα. Είχα ραντεβού με έναν αχινό. Μου μιλάνε όλα τα πλάσματα κι εσύ με πιστεύεις έτσι δεν είναι; Ευτυχώς που τελειώνουν οι απόκριες γιατί φοβάμαι μη σε πιάσει καμιά βλακεία και ντυθείς άνθρωπος και τότε θα καταπιώ το σπίρτο-σκουλαρίκι. Γύρισα το απόγευμα από τη θάλασσα. Ρε μαμά πάλι ήρθες σπίτι και το καθάρισες; Είσαι η πιό μαμά του κόσμου ρε μαμά. Το ονοματεπώνυμό σου είναι Μαμά Μαμά κι επάγγελμα μαμά και ύψος μαμά και θρήσκευμα μαμά. Δε σε αντέχω και δεν αντέχω και τον εαυτό μου να σε λατρεύει τόσο. Τρομάζω που η θερμοκρασία μου εξαρτάται από το μικρό κουμπάκι του θερμοστάτη στον τοίχο. Ήθελα να εξαρτάται απο σένα. Απο το δάχτυλό σου. Να το ακουμπάς στον αφαλό μου σα να είναι ο θερμοστάτης μου και να ζεσταίνομαι. Κρυώνω τώρα και θέλω να με κατασπαράξει η ζέστη σου. Το νεφρό ξυπνάει φοβάμαι. Πόσο κοντά μου είσαι; Με πόσα λάμδα θα με φωνάξεις αν με δεις; Η πεταλούδα μου δε σαλεύει σήμερα. Αυτοκτόνησε. Ποιός ήταν στο τηλέφωνο μαμά; με ζήτησε μαρία; είπες οτι δεν είμαι εδώ; αφού δε με λένε μαρία ρε μαμά, αει φτιάξε μου μια σούπα τώρα και σώπα γιατί και σήμερα με ασφυξία θα τη βγάλω μου φαίνεται.