1347

дούλεψα και σχόλασα και έτρεξα σπίτι να βρω τ' αγαπημένα μου. Το αγόρι που τους Ιουλιοαύγουστους περνάει έξω από την αυλή μου, και χώνει τα χέρια του μέσα στις γλάστρες και τη μπλε σοκοφρέτα μου. Χρόνια πριν ανακάλυψα έναν ποιητή που μ' έκανε να ταξιδέψω στο τέλος του κόσμου πέρα στα δυτικά, να δω τον ατλαντικό να μπουκωθώ μπακαλιάρους, ν' αυνανιστώ μεσημεριάτικα. Πολλά χρόνια μετά βρήκα άλλον έναν. Ζωντανό με ας πούμε ξανθά μαλλιά και μυαλό ξυραφοξυράφι. Πάνω σ' εκείνη την ώρα που είχα πιστέψει πως ο άνθρωπος είναι το βαρετότερό μου είδος κάπου φεβρουάριος ήταν, εε τί θα ήταν, κι έλεγα το πρωί την ώρα που φούσκωνε ο καφές ουφφφ άνθρωποι ουφφφ σας βαριέμαι, το μάτι μου σκόνταψε σε έναν καρδιοποιητή με όνομα ιερό και δάχτυλα εβραϊκά και αναπνοή με ανθρακικό, κι ευτυχώς μόνο ένα κομμένο καλώδιο που αλλοίμονο αν βραχυκυκλώσει γιατί τότε από τα λόγια του εκτοξεύονται γρέζια μεταλλικά, μπαίνουν στα μάτια και καμιά φορά τα καταπίνεις κι όσο κι αν ξέρει μετά να σε κάνει καλά έχεις ήδη καταπιεί. Δε θυμάμαι τα τελευταία λεπτά στη δουλειά, πήρα τα λεφτά μου κι έφτασα σπίτι. Όλη μέρα ονειρευόμουν τη στιγμή που θα έχω μπροστά μου το της γλάστρας, θα φάω τη μπλε σοκοφρέτα κι ύστερα θ' ανάψω ένα τσιγάρο με τα κολλημένα σπίρτα, θα το πάρω στα χέρια μου, θα το μυρίσω μέχρι να μπουκωθούν τα ρουθούνια μου, κι ύστερα με χειρουργικές κινήσεις θα το ανοίξω  κι όπως κάθε φορά που κάνω σχέδια έτσι και τώρα το της γλάστρας ανοίχτηκε ξεκωλοριζιασμένα την ώρα που κατουρούσα μούσκεμα στον ιδρώτα από τη βάρβαρη υγρή νύχτα, να κλαίω με το πολύτιμο στα χέρια μου, αυτή είναι η σωστή αντίδραση όταν κρατάς κάτι πολύτιμο ανεξάρτητα που το πρώτο μέρος που ακούμπησε το πολύτιμο ήταν το πλυντήριο δίπλα μου, κι από τότε το πλυντήριο πλένει καλύτερα, εκεί στη λεκάνη με το βρακί κατεβασμένο δε μπορούσα να ξεχωρίσω ποιά είναι πιό φυσική μου ανάγκη, να ερωτεύομαι γλωσσοφιλολογικά ή να κατουράω, εκ των υστέρων δε μπορώ να σκεφτώ καλύτερη στιγμή για ν' ανοίξω το πολύτιμο, δυο φυσικές ανάγκες μαζί που αν τις κρατήσεις πονάς. Μέρες πριν ξέροντας πως το μέσα του πολύτιμου θα ' ναι κόκκινο έψαχνα ένα ταιριαστό χρώμα για τα νύχια, τί ταιριάζει με το κόκκινο, τί τί, λογάριασα χωρίς τον ξενοδόχο, μια ανθεκτική κόκκινη κλωστή μ' εμπόδιζε να πολυτιμηθώ κι ίσως σοφά ήταν εκεί, αν δεν ήταν θα έμενα στη λεκάνη για τις επόμενες 4 ώρες, ήρθα στη γωνία του σπιτιού  που αγαπάω, εκεί που ξετυλίγεται όλη η ζωή μου, εκεί που συμβαίνουν όλα, ξέχασα τη μπλε  σοκοφρέτα, τα ξέχασα όλα, η πόρτα έμεινε ξεκλείδωτη κι εγώ πιο ξεκλείδωτη μπροστά στο πολύτιμο το δεμένο γλυκά με την κόκκινη κλωστή, στο πολύτιμο που μια φορά πρόδωσα με τη δειλία μου στα σκοτάδια της επτανήσσου και την καρδιά μου να σφυρίζει σα να θέλει αλλαγή ιμάντα, κι εκεί  μόλις έστριψα στη σκοπού ταχυπαλμήθηκα όσο εκείνο το νοεμβριάτικο απόγευμα στη rua dos douradores εκεί που εκείνος σαλευόταν και σάλευε, έτσι και τώρα αγαπώ την πόλη λίγο παραπάνω, εκεί που οι ποιητές περπατούν οι πόλεις μένουν όμορφες, οι γειτονιές τους είναι πιο γκρι-ανθισμένες, οι δυτική συνοικία έγινε ένα με τη δυτική ευρώπη finis terrae η βερμίου*, κι όταν έσπασε η κλωστή τα μεταλλικά γρέζια που μόνο οι ποιητές ξέρουν να σου πετάνε στα μάτια χωρίς να τα ματώνουν, γέμισαν τον τρόπο που ξέρω να βλέπω, δεν ξέρω πώς έμοιαζα τη νύχτα 13 με 14 του αυγούστου, δεν ξέρω πόσο αλουμίνιο δάκρυσα, ακίνητη στη βιαστική φυγή, πόσο χρόνο μου πήρε να κοιτάξω το χάρτη, να γείρω το λαιμό μου λίγο δεξιά, κίνηση αγάπης παντοτινής, πάντα γέρνω λίγο δεξιά όταν θέλω να δείξω αγάπη να κοιτάξω μ' αγάπη, κατάλαβα πως πρέπει να περιστρέψω και το πολύτιμο λίγο δεξιά, έμεινα εκεί στο χάρτη πριν τολμήσω να προχωρήσω, εε από 'κει και για τις επόμενες οκτώ ώρες ήμουν καταδικασμένη να ακινητοποιηθώ πιο πολύ ακόμα, η μόνη κίνηση που θα μπορούσα να κάνω ήταν ν' ανοίξω τα χέρια μου να χαϊδέψω ένα αριστερό χέρι, να γεμίσω με ακανόνιστα ξεκούρδιστα φιλιά ένα ξανθοκόκκινο κεφάλι, με κλάμματα και γαμωσταυρίσματα που είναι αδύνατο να φιλήσεις το από μέσα των ανθρώπων, το όργανο που τους κάνει όμορφους που είναι μόνο ένα λαβυρινθένιο και τέλεια γλιτσερό, να φιλήσεις όλα του τα σημεία να ματωθούν τα χείλια σου, ο αύγουστος έγινε φεβρουάριος, δε γίνεται να μην αγαπάς τον ποιητή που μετατρέπει τους σιχαμένους μήνες σε λατρεμένους, που αλλάζει τις εποχές όπως θέλει κι αν μέχρι τώρα είχα δώσει μια υπόσχεση στον πορτογάλο και του 'λεγα πως ζω για να μεταφράσω τη  φράση στη σελίδα 107, έτσι με την ίδια αγάπη τον ίδιο παινεμό λέω στο αγόρι με το ενίοτε μπανταρισμένο θέναρ πως θα ζήσω κι άλλο γιατί πρέπει να μεταφράσω  στα πορτογαλικά τη φράση στη σελίδα 74, κι ο ζηλιάρης πορτογάλος δε θα ησυχάσει αν δεν τη δει γραμμένη στη γλώσσα του. Αν δεν ταιριάζει το κόκκινο με το πράσινο τότε τί

*Aqui, onde a terra se acaba e o mar começa
Luis de Camoes, Os Lusiadas