24188-214



 ίμαι στη στάση, περιμένω το 323 Mile End, τα μέρη στον κόσμο μοιάζουν με τα μέρη στο σώμα, με πάτησε το τρένο κι η ζακέτα μου έχει μια τρύπα, είπα μετά απο μέρες να έχω μια ομπρέλα κι εγώ αλλά είναι χαλασμένη, έχω περπατήσει για δέκα χρόνια με πόδια που κάνουν για δέκα δευτερόλεπτα, έχω καπνίσει για σαράντα χρόνια με πνευμόνια που κάνουν για σαράντα δευτερόλεπτα, σκάει πού και πού ο ήλιος και τρομάζω από το φώς του, σκληρό και ζεστό όπως πάντα, όπως ξέρει ο πούστης, γαμιέσαι, γαμιεστε όλοι, όλα, είμαι πάλι ανυπόμονη, είμαι πάντα ανυπόμονη, κάθε φορά που θέλω ν' αλλάξω λεφτά με κλέβουν, τα πόδια μου κάνουν πλατς πλάτς μέσα στα παπούτσια, δεν υπάρχει τίποτα αδιάβροχο πάνω μου, σε κάθε βήμα ανατριχιάζω, δε θα ξαναζεσταθούν ποτέ τα πόδια μου, είναι μουδιασμένα από το κρύο νερό, επιμένω να μη φοράω παλτωμπουφανπανωφόρι πώς στο διάλο το λένε, δε φοράω όχι, μόνο εγώ είμαι έτσι, ούτε κασκώλ ουτε σκουφί τίποτα, ένα μικρό κοκτέηλ καπέλο με τούλι που πέφτει πάνω στο μέτωπό μου, οι ταϊλανδοί με προσκαλούν να φάω, οι πέρσες το ίδιο, δεν πεινάω λέω ευχαριστώ, περπατάω όλη τη μπρικλεην, δεν πεινάω λέμε, είμαι καπνίστρια κάπου πρέπει να υπάρχει κάτι να μπορώ να ζεσταθώ και να επιτρέπεται το κάπνισμα, διψάω και δε μπορώ να σκεφτώ, αγοράζω δώρα για ανθρώπους που ξέρω πως θα χαρούν, για μένα τίποτα, δεν ταιριάζει κανένα χρώμα με μένα τώρα που είμαι πολύχρωμη, μωβ με μαύρο πράσινο καφέ και κίτρινο απο πάνω μέχρι κάτω, η ζωή είναι ξεκαρδιστική κι εγώ μπερδεμένη, με βαριέμαι και με νευριάζω, μαγειρεύω με υλικά που δεν αναγνωρίζω, στις άλλες χώρες είναι όλα αλλιώς και οι πατάτες σκληρές, όρθια στον πάγκο της κουζίνας προσπαθώ να καθαρίσω ένα μεγάλο ταψί σε ένα μικρό νεροχύτη, η βρύση έχει ένα περίεργο πόμολο δε μπορώ να το ανοίξω όσο θέλω, ή τρέχει πολύ ή πολύ λίγο, νευριάζομαι κι άλλο, επιχειρώ να την ανοίξω άλλη μία, ανοίγει πολύ δυνατά, πετάγονται πανω μου κρύα νερά μαζί με τις βρωμιές του ταψιού, λάδια νερά και καθαριστικό πιάτων όλα πάνω στην κοιλιά μου, παγώνω, τα νερά στάζουν, τρέχουν στα πόδια μου και στο ντουλάπι, κλεινω τη βρύση κι αρχίζουν τα κλάματα, κλάματα ασταμάτητα πιο πολλά κι από τη βρύση, τρέχουν κι από τα δυό μάτια, με την ίδια ταχύτητα σα να διαγωνίζονται ποιό θα πάει πιό γρήγορα, λίγο να κουνήσω το πρόσωπό μου κι ένα από τα δύο θα προκριθεί, διασχίζουν το πρόσωπό μου, φτάνουν στο σαγόνι, χώνονται μέσα στο λαιμό και συνεχίζουν, τώρα είναι στο στέρνο μου, μέχρι που θα φτάσουν, πρέπει να υπάρχει ένα σημείο που θα σταματήσουν, σκύβω και τότε μερικά απλά στάζουν αυτοκτονικά, ναι βρήκα το σημείο που τα σταματάει, πέφτουν πάνω στη ρωγα μου κι εκεί στοπ, στοπ, ναι ναι αυτό είναι το σημείο, τόσα δάκρυα κι ούτε ίχνος μύξας πώς γίνεται, είμαι αλμυρή, έχω αλμυρή δεξιά ρώγα, πάντα γέρνω το κεφάλι ανεπαίσθητα κι ασυναίσθητα προς τα δεξιά, κλαίω για όλα, για όλα όλα, για το οτι δεν έχω ομπρέλα, για κάθε μελανιά ξεχωριστά, για κάθε χρώμα, για κάθε πόδι, για κάθε σημείο για κάθε ρώγα, κλαίω και δε σταματάει με τίποτα, κλαίω σαν κάποιος να μου είπε πως είναι η τελευταία φορά και πρέπει να το ευχαριστηθώ, κλαίω σα να αποχαιρετάω τα δάκρυά μου, κλαίνε και τα κλάματά μου μαζί, κλαίμε όλοι, τα ζουμιά πάνω στο φουστάνι μου, τα λάδια που έχουν τρέξει στα πόδια μου, τα μουλιασμένα πόδια μου, φοβάμαι μη σκουριάσω, μη δε στεγνώσω ποτέ, στηρίζομαι στον πάγκο με τα χέρια μου λίγο ανοιχτά, σκύβω κοιτάζω το σιφώνι, κοιτάζω τις βρωμιές κλαίω για τις βρωμιές για το σιφώνι, κλαίω για το σιφώνι, θα είμαι ο πρώτος άνθρωπος που πέθανε απο κλάμα, το πρόσωπό μου είναι σα να μου άδειασαν έναν κουβά νερό, δε μπορεί κανείς να με σταματήσει, ό,τι κοιτάζω με κάνει να κλαίω κι άλλο, κλείνω τα μάτια κι έρχονται κι άλλα, πόσα δάκρυα έχω γαμώ το χριστό μου, κάποτε θα πρέπει να τελειώνουν, τρέμουν τα χέρια μου και το στομάχι μου με εκδικείται για όλες τις φορές που το άφησα νηστικό, τρέχω και ξερνάω στη λεκάνη, κάθομαι κάτω, η πλάτη μου ακουμπάει στο καλοριφέρ και καίγομαι, οτι με περιβάλει με πονάει, ανοίγω τη βρύση βγάζω το φουστάνι και το βάζω από κάτω, δε βρίσκω απορρυπαντικό, το πλένω με σαπούνι για τα χέρια, το στραγγίζω, κάθε που βάζω δύναμη πονάνε τα μωβ χέρια μου, το απλώνω πάνω στο καλοριφέρ, μέχρι και το βρακί μου είναι βρεγμένο, το πλένω κι αυτό και το απλώνω δίπλα στο φουστάνι, είναι εκεί τα δύο χωρίς εμένα, μπαίνω στην πανήψυλη μπανιέρα κι ανοίγω το νερό, τόση ώρα θέλω να τελειώσω με τα νερά και δεν τελειώνουν ποτέ, ναι μόνο αυτό καθαρίζει, το αφήνω και τρέχει πάνω μου, μου πλένει το πρόσωπο και το λαιμό και την κοιλιά και καταλήγει στα πόδια μου ανάμεσα στα δάχτυλά μου, βγαίνω προσεκτικά, τα πόδια μου δεν είναι για πολλά πολλά, παίρνω τη ροζ πετσέτα η γλώσσα μου είναι πιο ροζ, την ακουμπάω πάνω μου, δε μπορώ να σκουπιστώ όσο θέλω, οι μελανιές πονάνε, κι εκεί μέσα σε όλα αυτά τα  διαφορετικά υγρά που με πνίγουν έρχονται και τα τελευταία, σκέφτομαι ένα χέρι που κάπως γνωρίζω, δε μου είναι οικείο πολύ αλλά το γνωρίζω ναι, το χέρι τραβάει τη ροζ πετσέτα απο πάνω μου, διασχίζει τα σημάδια μου ένα ένα και παίρνει το δρόμο για το πιο σημαδεμένο μου όργανο, όχι άλλη υγρασία, δεν αντέχω άλλη, στο κάτω κάτω ξέρω καλά πως αυτήν την προκαλώ και μόνη μου, δε χρειάζομαι κανέναν για τέτοιου είδους υγρασίες. Κάποιον να με στεγνώσει θέλω, έστω και με αέρα κοπανιστό απο 'κείνους που βγάζουν τα μηχανήματα στις κωλοτουαλέτες των μαγαζιών. Μετά από μέρες, ζεστή και στεγνή, μόνη πάλι, όλα μόνη τα έκανα πάντα, το συνειδητοποιώ και πάλι, το πόσο μόνη υπήρξα είναι μάλλον κατόρθωμα, εκτός απο κάτι στιγμές που επέτρεψα σε αντρικά αγόρια να μπουν μαζί μου κάτω απο τα σκεπάσματα, στην απόλυτη ησυχία που έχει πάντα το σπίτι μου, οι στιγμές που είχα ανάγκη απο ήχους ανθρώπων που ζουν κάτω απο σκεπάσματα, η χαρά να έχω στα χέρια μου το μυαλό τους κι ας νόμιζαν πως κρατάω τ' αρχίδια τους, οι στιγμές αυτές που τελειώνουν ήσυχα, με λίγο άβολο ύπνο και το πρωί ξυπνάς και τί ευτυχία το αγόρι-άντρας έχει φύγει, δε θα μπορούσε να σου κάνει καλύτερο δώρο. Εκεί κοντά στο μηδέν που ζω και σκέφτομαι, κοντά στο τίποτα που είναι το μόνο που πιστεύω, όλα αυτά είναι στιγμές ευτυχίας και συντροφιάς, και ναι όσο κι αν δε μ' αρέσει αυτό που θα πω, μόνο τα σώματα ζούνε συντροφικά, τα μυαλά ποτέ. Ένα ένα μόνα τους πάνε τα μυαλά, έτσι είναι φτιαγμένα, έχουν τόση σαβούρα γύρω γύρω που και να θελαν δε θα μπορούσαν να δουν τί γίνεται δίπλα και ναι δε βλέπουν. Ξαπλώνω ανάσκελα με το τασάκι στην κοιλιά μου, μετράω τα μοναδικά καθαρά μυαλά που ξέρω. Ένα, δύο, τρία μπαααα, καλύτερα τα προβατάκια.