Солун 1



πόλη αυτή, τόσους μήνες έχω που ξαναγύρισα, χαίρεται το αποδεικνύει, δίχως κατσαρίδες δίχως τρομερές αναβρασύλες, με συγκινεί, με ξανακάνει όπως παλιά. Έχω τιμήσει όλα τα σημεία της που όλοι σνομπάρουν, όλα τα δυτικά της, αυτά που με μεγάλωσαν κι αυτά που είχα ξεχάσει την ομορφιά τους. Απο 'δω και πάνω τα σημεία μοιάζουν αλλιώς, τσούπ σε λίγη ώρα στα σύνορα με τις χώρες που αγαπάω, ναι ο παππούς μιλούσε βουλγάρικα με τη γιαγιά  για να μην καταλάβει η μαμά τί έλεγαν, απορώ πώς τον καταλάβαινε η γιαγιά, κι οι ιστορίες με τους παππούδες μας κατάντησαν έτσι, κι αν ο προπάππους ο μπαρούχ δεν ήταν κρυφά δίγαμος και δεν παρατούσε την προγιαγιά για να γυρίσει στο Ισραήλ στην άλλη γυναίκα και στ' άλλα παιδιά ποιός ξέρει τί θα είχε γίνει τώρα, κι αν ο παππούς μου  είχε πάρει το μπαμπά να πάνε στην αμερική που είχε βγάλει και εισητήρια, ο μπαμπάς δε θα γνώριζε τη μαμά κι εκείνη μπορεί να μάθαινε κρυφά βουλγάρικα και να παντρευόταν τον εγγονό του μπεναρόγια που ήταν κολλητός με τον παππού της, κι εγώ να ήμουν βουλγαρίδα  γιατί όλα τα επίθετα που δηλώνουν καταγωγή τελειώνουν σε -ίδα όπως το ελληνίδα, έτσι νόμιζα κάποτε όπως νόμιζα πως όλες οι χώρες τελειώνουν σε -ια, σαν την κινεζία και και μου την έδινε που η ελλάδα δεν τελειώνει σε -ία και δεν υπήρχε και κανείς να μου πει γιατί συμβαίνει αυτό, κι ότι απορία μένει μέσα σε μένα γίνεται επικίνδυνη, ακόμη κι αν κάποιος είχε τη διάθεση ν' απαντήσει στις βλακείες μου αποκλείεται να ησύχασα γιατί πάντα κακανάρεσκη ήμουν, ευτυχώς  μετά έμαθα για χώρες που λέγονται μαρόκο και ιράν και κατάλαβα πως υπάρχουν πολλές καταλήξεις, αυτό ας πούμε με ησύχασε, αλλά μετά γεννιούνται καινούργιες απορίες, αν είμασταν βουλγαρίδες θα μέναμε πάλι στη βουλγαροκτόνου ή θα ήταν ντροπή, σαχλές απορίες, τόσο σαχλές που δεν τελειώνουν, έχω και τώρα παρόμοιες, η διαφορά είναι πως τώρα δεν τολμάω να τις ξεστομίσω σχεδόν σε κανέναν, με πήρε ο ύπνος με λυτά μαλλιά τα σκάλωσα στον αγκώνα μου, πόνεσα  και ξύπνησα, γύρισα από την άλλη και ξανακοιμήθηκα πιό βολικά αυτή τη φορά, θα τελειώσει το καλοκαίρι κι αν η πόλη θέλει να με πείσει  για το πόσο με θέλει εδώ,πρέπει να μου χαρίσει έναν παγωμένο χειμώνα χωρίς ήλιο και μερικά λεφτά να τρώει το γιωταχί να πηγαίνει στις χώρες που αγαπάω, τρειςχιλιάδεςοχτακόσσια χιλιόμετρα επί δύο θα κάνει, σήμερα έκανε πεντακόσσια είκοσι και σταμάτησε στην ερημιά, πίσω από το βουνό κοιμόταν η βουλγαρία, κι έκανε τσκιτκ το ψυγείο από τη συστολή κι εγώ ήθελα να του πω σσσσσ μην κάνεις θόρυβο δεν είναι κανείς εδώ, μη μας ακούσουν κι έρθουν οι δεητζήδες και μας διώξουν, απαγορεύεται η είσοδος στους μή έχοντες εργασία, μα εγώ έχω, ήρθα να δω το θησαυρό, ήρθα να αγριευτώ, στο γυρισμό ήταν στην είσοδο ο δεητζής είδε αλλά δεν είπε τίποτα, μπορεί να κατάλαβε οτι έχω εργασία, κατούρημα στη μέση του πουθενά με άγχος για τα άιματα, θα' χει δε θα'χει, δεν είχε, προνοητική εγώ με τη σερβιέτα παντού, γυναικεία παλιομοδίτικα αξεσουάρ, μια απριλιάτικη νύχτα στα τελειώματα στη δουλειά, εκεί που σχεδόν πάντα έχω πιεί, σχεδόν πάντα έχω νεύρα και συσσωρευμένη καταπίεση, περίμενα την προκατουρούσα να βγεί από μέσα για να μπω, βγήκε και με βλέμμα απόγνωσης με ρώτησε αν έχω μαζί μου αυτό το μικρό σφουγγαρένιο κωλόπραμα που το χώνεις κι έχει και κορδόνι, δε λέω τη λέξη και δεν ξέρω και πώς γράφεται. Της απάντησα πως δε βάζω μαλακίες στο μουνί μου και πως έχω σερβιέτα αν θέλει, δεν είχε επιλογή και δέχτηκε, κατεβήκαμε κάτω και με κοίταζε τρομαγμένη σχεδόν, εγώ  πιο τρομαγμένη που έμεινα χωρίς σερβιέτα, αν κι εποχές αναπάσαστιγμή εφημερία πέρασαν, ποτέ δεν ξέρεις, το ιπποκράτειο εφημερεύει μέχρι τις 08 και πάντα η μαλακία γίνεται στις 07.15 και τρέχεις, τρέξε να προλάβεις, τίποτα επίσκεψη βόλτα, ρουτίνα κατάσταση, έχουν φτιάξει τα πράγματα, κάτι  duphaston και  progestan σιγά το πράμα, καραμέλες, ναι δε γκρινιάζω είμαι υγιής, το οτι πηγαινοέρχομαι στα νοσοκομεία το αποδεικνύει, άυπνη δεύτερη νύχτα, ξημερώνει πιο αργά ναι ναι έρχεται ο χειμώνας έρχεται, κάνω εικόνες, έλα έλα χειμώνα να με παγώσεις, έλα σε παρακαλώ έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς σαν εκείνο το 2003 που ήρθες και χιόνισες από τον οκτώβριο κι εγώ ζούσα μέσα στην κουζίνα τότε, ό,τι και να συμβεί σ' αυτό το σπίτι πάντα η κουζίνα θα είναι η σταρ, πάντα εκεί θα καταλήγουν όλα, με το χάλια πάτωμά της που το χειμώνα το καλύπτω με χαλιά και το κρύβω και το πατάω ξυπόλητη και το ντιβάνι που ενοχλεί, σταματάει να ενοχλεί, χειμώνας στην κουζίνα της θεσσαλονίκης, όλη η ευτυχία, αυτό που είμαι εκεί μέσα γεννήθηκε από τότε που έτσουζαν τα μάτια μου προσπαθώντας να παρακολουθήσω τις κινήσεις της γιαγιάς με το βελονάκι και δε μπορούσα, τελικά μπορούσα, ανυπομονώ να βγαίνω στα σημεία της πόλης που έτσι κι αλλιώς κανείς δεν πηγαίνει, ανυπομονώ να ξημερώνει στις οχτώ και να νυχτώνει στις πέντε και δέκα, θα είναι περίεργος χειμωνας γιατί δε θα έχει τρίτο πρόγραμμα κι αυτό είναι κάτι σχεδόν διαστημικό δεν ξέρω πώς περνάνε τα χειμωνιάτικα απογεύματα στη θεσσαλονίκη χωρίς τρίτο πρόγραμα, ναι θα έχω όσο schubert θέλω αλλά δεν είναι το ίδιο, δε μπορώ να σταματήσω να με βλέπω να κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας και να πονάει η κοιλιά μου, ας πονάει ας πονάει, να βλέπω τη χειμωνορημαγμένη αυλή με τις εξαφανισμένες καρέκλες, είμαι τόσο τυχερή που έχω αυτό το σπίτι, δε χρειάστηκε να ζήσω αλλού για πολύ, όλα όσα έχω να θυμάμαι είναι εδώ, ναι και μερικά που δε θέλω αλλά αυτά όπου κι αν πήγα μαζί μου ήταν άρα δεν έχει νόημα, δυσκολεύομαι να σταματήσω να γράφω, είναι σα να πρέπει να πεις σ' ένα παιδάκι να κατέβει από την κούνια και να γυρίσει σπίτι να διαβάσει, δεν έχω σοβαρές υποχρεώσεις πια, περνάω τα σάββατα σα κυριακές, μαγείρευα μία ώρα, αργά και με κέφι, δίπλα ένα τετράδιο κι έγραφα μέχρι να λερωθούν τα χέρια μου, σκυμμένη εκεί στον πάγκο, έχει ζέστη, το πίσω μέρος του αστραγάλου μου με φαγουρίζει, το ξύνω με το άλλο πόδι, εξακολουθεί, γυρίζω το κεφάλι πίσω και σκύβω να δω τί σκατά με φαγουρίζει τόσο πολύ, κουνούπι, μεσημεριανό κουνούπι, ανακατεύω τις κατσαρόλες με τη σειρά, σκεπάζω τη μία και την αφήνω να κάνει τη δουλειά της μόνη, η άλλη μ' έχει κι άλλο ανάγκη, και τότε με φαγουρίζει το δεξί μπούτι, το χέρι μου είναι λερωμένο, το ξύνω με το μικρό δάχτυλο και την παλάμη ανοιχτή, δε με ικανοποιεί, τί να κάνει ένα μικρό δαχτυλάκι σε ένα ολόκληρο μπούτι, ανοίγω τη βρύση και ξεπλένω το χέρι μου, ξύνομαι με όλο το χέρι βρέχω το μπούτι και το φουστάνι, το χέρι μου στάζει, μια σταγόνα κυλάει απο το μπουτι προς τα κάτω, με γαργαλάει, τη σκουπίζω με το μέσα μέρος του καρπού, τόση ώρα χαμένη για ένα κουνούπι, πόσο γαμημένο είσαι επιτέλους, άσε με να μαγειρέψω, άσε με να φάω μωρή μαλακισμένη θα μου πεις κι εσύ, ναι αν το βλέπεις έτσι έχεις δίκιο, όχι όχι είπα θα γράψω για το χειμώνα και πάλι για κουνούπια γράφω, χάλασε η εικόνα, χάλασε, γαμημένο ήθελες να φάς; γαμημένο κνώδαλο σιχαμένο μουνόπανο μου γάμησες την εικόνα , μου γάμησες ό,τι έγραφα, μου γάμησες οτι περίμενα πώς και πώς σε σιχαίνομαι να πεθάνεις, να πεθάνεις, σκατά σκατά σκατά,  ε όχι δε θα με σταματήσεις εσύ, το γόνατό μου καίει, γυαλίζει, κι απο δω που το βλέπω είναι τόσο όμορφο, το μαζεύω, το κολλάω πάνω μου και του δίνω φιλιά, το δαγκώνω, του κάνω σημάδια, το δεξί μου φρύδι έχει μια μελανιά από την τελευταία  μέρα στη δουλειά, με κουτούλησε ένα μουσικό όργανο, άρχισε να μελανιάζει αργά όπως κάνουν οι κοιλιές όταν κουτουλάνε σε καπώ απρόσεκτων, έλα πάλι χειμώνα στο μυαλό μου, έλα να συνεχίσουμε όσα λέγαμε έλα να πούμε για το πιό ωραίο χειμωνιάτικο φωσκοτάδι που μπαίνει στην κουζίνα, ξημέρωσε, η μαμά συγκινήθηκε το βράδυ από περηφάνια λέει, ναι σιγά μην είναι από περηφάνια, αφού κάθε αύγουστο έτσι είσαι ρε μαμά ποιόν δουλεύεις, ίδιες κουβέντες με το μπαμπά, ίδια όλα τον αύγουστο, κι η κουζίνα ξέστρωτη άσχημη με φώς ήλιου και το πάτωμα να κολλάει, σαν άλλη, απλά την προσπερνάω, δε μπορώ να καθήσω εκεί ούτε λεπτό, καθαρίζω όλο το σπίτι και ξεχνάω να την ξεσκονίσω, είναι σα να μην υπάρχει, όχι δεν είμαι σκληρή μαζί της, το ξέρει κι εκείνη δε με παρεξηγεί,κανένα δωμάτιο δε με παρεξηγεί πια, κανένα σημείο, τους αρκεί που επέστρεψα και που τους έχω αφήσει μια μικρή ελπίδα πως δε θα ξαναφύγω. Μικρή είπα μη χαίρεστε τόσο ...