cugf sautuk-3/2



ι καλοκαιρινοί μήνες μου περιορίζουν τα ενδιαφέροντα. Καταφέρνουν να με κάνουν να ασχολούμαι τουλάχιστον μία ώρα τη μέρα με μικρά μαύρα φτερωτά φασαριόζικα μουνόπανα ή αλλιώς κουνούπια. Τα κουνούπια αν δεν τα βάλεις στην πρίζα κατά το απόγευμα εφτά ή εφτάμιση, τα 'χεις παρέα μέχρι αργά. Τα καλοκαίρια επαναλαμβάνομαι τόσο βαρετά, τόσο αηδιαστικά, κάνω τις ίδιες κινήσεις, αέρα με το δεξί μου χέρι, ξύσιμο με ότι βρώ, όπου βρώ, ιδρώνω ολόιδια με πάντα, όσο κι αν προσπαθήσω να μου κάνω εντύπωση δεν το καταφέρνω. Κάθομαι στο ίδιο σημείο του σπιτιού, όσο πιό ακίνητη γίνεται για να μή ζεσταίνομαι, καπνίζω, δε φοράω ποτέ σουτιέν, πέφτουν στάχτες μέσα στα βυζιά μου, κάνω φουυ, πέφτουν στο πληκτρολόγιο κάνω φουυ, ζεσταίνομαι κάνω φουυ, βαριέμαι κάνω φουυ, θέλω απροσδιόριστα πράγματα, δεν μπαίνω στον κόπο να τα συγκεκριμενοποιήσω και κάνω φουυ, φουυυ όλο το καλοκαίρι, κάθε που ξυπνάω μετά το πολύ μεσημέρι είμαι έτοιμη να πεθάνω, το στήθος μου έχει σίδερα μέσα , κάνει ένα βαρύ φουυ  και το κεφάλι μου είναι γεμάτο πηχτά άγχη, να τα προλάβω όλα θέλω κι ας μήν έχω κάτι να κάνω. Το σαν τίποτα μερικές φορές είναι πιό αγχωτικό από το σίγουρο τίποτα. Όπως και να 'χει τα μικρά αγαπημένα μου πράγματα δεν τ' αλλάζω, τις μέρες χάνω λίγο τις μετράω με ξερατά, αύριο έχει μουσακά και θα τον φάω ακόμα κι αν χρειαστεί να παραγγείλω οισοφάγο και στομάχι από το εξωτερικό. Απο 'δω που κάθομαι βλέπω συνέχεια τα γόνατά μου, γυαλίζουν είναι μαλακά, το αριστερό πονάει όπως όλα τ' αριστερά, το στομάχι μου πάει προς τα μέσα, τόσες ντομάτες κρέμονται στα φυτά του μπαμπά και στο σπίτι καμία, πόσο θα ταίριαζε μια μεγάλη ντομάτα με το μουσακά. Η σίτα έχει ξεκωλοριζιαστεί πλήρως, ήταν που ήταν, τη γάμησε κι η Ζαΐρα μπες βγες μπες βγες, μέχρι κι ελέφαντας περνάει τώρα απο μέσα, όχι δε θα με ενοχλούσε ο ελέφαντας, μ' ενοχλούν τα ιπτάμενα μικρά και μεσαία ζωΰφια που πετάνε μέσα στο σπίτι, το μέσα δωμάτιο έχει τρεις αφυγραντήρες κι είναι όλοι γεμάτοι με νερό, όλα με κάνουν να σκέφτομαι πως όπου να 'ναι θα συναντήσω κατσαρίδα, αύριο μετά το μουσακά ορκίζομαι να σκουπίσω να σφουγγαρίσω και να βάλω εκείνη την αλοιφή που λέει οτι διώχνει τις κατσαρίδες. Όχι πως το πιστεύω αλλά σαν ιδέα με παρηγορεί.  Τόσα πλυντήρια και το αγαπημένο μου έμεινε άπλυτο. Το 'δωσα στη μαμά να το βάλει με τα δικά της ρόυχα, θα το μετανοιώσω γιατί θα μυρίζει αλλιώς μετά αλλά δεν θα είναι το μόνο που θα μετανοιώσω σε σχέση με τη μαμά. Η μαμά πίνει καφέ κι αντί για νερό βάζει φρέσκο γάλα, κι όταν κάνει καφέ στο δικό μου σπίτι τα μπρίκια μου γεμίζουν ξεραμένο γάλα. Είναι το χειρότερό μου, μπορώ να πλύνω τα πάντα αδιαμαρτύρητα αλλά όχι μπρίκι με ξεραμένο γάλα, όχι αυτό. Κι η μαμά σχεδόν κάθε φορά που έρχεται τα πλένει όλα, κι ύστερα κάνει καφέ κι αφήνει το μπρίκι άπλυτο κι εμένα μου αρρωσταίνει τον εσωτερικό μου κόσμο αυτό κάτι σαν την κεφαλοσπορίνη δεύτερης γενιάς, δεύτερης γενιάς κι η μαμά, ο μπαμπάς ευτυχώς μόνο φραπέ και βάζει και νερό μέσα μετά κι άλλο κι άλλο μέχρι που το καθαρίζει το ποτήρι κι όταν φτάνει κάτω ρουφάει με δύναμη και κάνει φρσσσσσσσσσσσπρς, τουλάχιστον άπειρης γενιάς ο μπαμπάς μοιάζει πιο πολύ με κεφαλοαπορίνη, χρόνια προοδευτικός ο μπαμπάς και τώρα τελευταία κάτι λέξεις σαν οικογένεια λέει και τρομάζω, συμφωνήσαμε οι τοίχοι να γίνουν γκρι τουλάχιστον, κουβαλάει το γκρι ο μπαμπάς απο τους προππαπούδες του που ήταν όλοι κόκκινοι  εξωτερικά από τις ρωσσοβότκες κι απο μέσα όλοι γκρι. Τρομάζω αν σκεφτώ πως μέχρι να χειμωνιάσει θα γράφω για κουνούπια, σίτες κι ανεμιστήρες. Πρέπει ν' αποκτήσω ενδιαφέροντα. Ας κάνω στην άκρη τουλάχιστον να πει κανένας άλλος τίποτα. Ναα, κάνω.


Je veux parfumer l'aube comme l'anis
Pour que ton cheval trouve plus vite
Le sentier de ma solitude
Je veux être plus faible que le nuage
Suspendu au-dessus du volan
Et qui tombe au premier souffle du vent
Plus douce que la pistache vert
Tes dents aimeront me broyer
Me mêler à ta chair
 
Y.G