0000



Дυό τόνοι ξύλα χύθηκαν στην αυλή,  τις νύχτες επιστρέφω νωρίς,  στην τράπεζα το πρωί το σώμα της κυρίας πίσω μου είναι βιαστικό, το αισθάνομαι να δονείται πίσω μου αγάμητα, είμαστε στον θάλαμο εκείνον της αναμονής, η φωνή λέει πατήστε το κουμπί και περιμένετε ν' ανάψει το πράσινο, ψάχνω το κουμπί, στα δύο δευτερόλεπτα που διαρκεί αυτό, νοιώθω το χέρι της από πίσω να θέλει να πεταχτεί να το πατήσει, η ανάσα της είναι εκνευρισμένη, στο μουνί μου τη γράφω, η πόρτα ανοίγει, μπαίνω με βήμα ήρεμο και κανονικό, κοιτάζω δεξιά ένα υποκίτρινο φως που μπαίνει από τη τζαμαρία, στα δύο δευτερόλεπτα που διαρκεί αυτό, η κυρία με σπρώχνει για να προλάβει να πάρει χαρτάκι πριν απο μένα,  μου θυμίζει εκείνη τη βρωμερή ίδια κυρία που έκανε το ίδιο στον ο.α.ε.δ και κόντεψε να με ρίξει κάτω, μα ο υπάλληλος που την εξυπηρέτησε ήταν πιο αργός από τον υπάλληλο που εξυπηρέτησε εμένα κι έτσι τελείωσα πρώτη και φεύγοντας της έδειξα το υπέροχο κωλοδάχτυλό μου κάνοντας και μισή στροφή,  ή την άλλη στο μανάβικο του supermarket  με το κωλόμωρό της και τη σκατομάνα της, οι άνθρωποι σιχαίνονται τις ζωές τους και το δείχνουν κάθε που πρέπει να κάνουν υπομονή έστω σε μια  μικρή ουρά για να ζυγίσουν τις ντομάτες τους, ζώα που σπρώχνονται να προλάβουν να καθίσουν στο λεωφορείο, να πληρώσουν έναν λογαριασμό, να παραλάβουν ένα δέμα, να ζυγίσουν δυο γαμημένες ντομάτες, τα σάββατα πηγαίνουμε με τη μαμά στο  supermarket, η μαμά είναι πάντα βιαστική μα ποτέ δε χώνεται, ποτέ δεν σπρώχνει, έχει τη βιασύνη  που έχει σε όλη τη ζωή της, την ολόδική της βιασύνη που είναι ευγενής τουλάχιστον, είναι όλοι άσχημοι μέσα στην αγωνία τους να προλάβουν να πάρουν χαρτάκι, είναι άσχημοι στο ταμείο, άχρηστες τιποτοικογένειες με ατίθασα καταπιεσμένα παιδάκια, μανάδες κακοφορμισμένες και μπαμπάδες ημίσκληρους, παρατηρώ μια  τέτοια οικογένεια, τους πετυχαίνω πρώτα στον διάδρομο με τις κονσέρβες, κι ύστερα στον άλλον με τα απορρυπαντικά, ο άντρας κι η γυναίκα δεν κοιτάζονται ποτέ, τους ξαναβρίσκω στο ταμείο, το αγοράκι ρίχνει κάτω το μπουφάν του, το κοριτσάκι με περιεργάζεται, κοιτάζει τα χέρια μου με απορία, κοιτάζει μια το δεξί που έχει μπλε νύχια κι ύστερα το αριστερό που έχει μωβ, ο άντρας κι η γυναίκα δεν κοιτάζονται, μπορεί να έπρεπε να νοιώσω συμπόνοια, να σκεφτώ πως είναι κουρασμένοι, πως αγχώνονται για τα άλλα χαρτάκια τα χρωματιστά που καθορίζουν τα πάντα, όχι δε μπορώ να νοιώσω καμία συμπόνοια, εμετό μου προκαλούν,  τους κάνω εικόνα να επιστρέφουν σπίτι μέσα στην απογευματινή σαββατομιζέρια τους και αναγουλιάζω κι αμέσως παθαίνω αυτοθυμό, ποιά είσαι μωρή μαλακισμένη που τα ξέρεις όλα, μπορεί να φτάσουν σπίτι και να πηδηχτούν μέσα σε απόλυτη καύλα κι αγάπη και να λιώσουν στα χάδια κι εσύ να γυρίσεις μόνη στο βρωμόσπιτό σου, ολομόναχη και κατάξερη και νηστική, νοιώθω την ίδια αναγούλα και για μένα, όλοι το ίδιο σιχαμένοι είμαστε μα εγώ τουλάχιστον δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν, σε μένα μόνο που δεν παίρνω από λόγια, τα ξύλα στην αυλή είναι βουνό, φοράω κάτι τεράστια γάντια, τα χέρια μου κολυμπάνε μέσα, ξεκινάω να παίρνω ένα να το βάζω στη θέση του, το κάνω αργά, διαλέγω ποιό ταιριάζει με ποιό σα να κάνω παζλ, καταλαβαίνω πως με αυτόν  τον ρυθμό δε θα τελειώσουν ποτέ, αρχίσω να τα παίρνω στα χέρια μου δύο-δύο, κι αν κάποιο είναι κάπως μικρό κι ελαφρύ παίρνω και τρίτο, φοράω μόνο μια ζακέτα, ο μπαμπάς είναι πιο εκεί και κόβει τα μεγάλα στη μέση, κάνει ένα μαγικό με το τσεκούρι και τα χτυπάει μια φορά και μετά γυρίζει το τσεκούρι από την ανάποδη, κάθε φορά σταματάω και τον κοιτάω, του λέω άσε με κι εμένα να δοκιμάσω, παίρνω ένα χοντρό μεγάλο ξύλο όχι μου λέει αυτό δε γίνεται είναι στριφνό, θέλω λίγο να γελάσω, η παιδική μου αθωότητα θα τον ρωτούσε σαν το κεφάλι σου ε μπαμπά; η ενήλική μου ενοχότητα ρωτάει απλώς τι πάει να πεί στριφνό, ο μπαμπάς εξηγεί κι εγώ επιμένω και ρωτάω, μα δεν κόβεται με τίποτα; ούτε με πριόνι; ούτε με αλυσοπρίονο; ο μπαμπάς απαντάει όχι κάθε φορά, η παιδική μου αθωότητα θα ρωτούσε ούτε με δράκο; η ενήλική μου ενοχότητα αποφασίζει να πάψει να ρωτάει, παίρνω ένα άλλο, το χτυπάω με το τσεκούρι και καταφέρνω μόνο να κολλήσει το τσεκούρι μέσα, φτάνει προσπάθησα, η μαμά απλώνει πετσέτες στο μπαλκόνι και μας κοιτάει, ορίστε που παραπονιέσαι που δεν έκανες γιο την ακούω να λέει, κι αμέσως μετά βάλε κάτι ακόμα παιδί μου με τη ζακετούλα είσαι, ο μπαμπάς με κοιτάζει ιδρωμένη με τα τεράστια γάντια και τα τρία κούτσουρα στα χέρια και γίνεται ολόκληρος μια ενοχή, σε λίγο βγάζω τη ζακέτα μου και γίνομαι ο εαυτός μου με την πλάτη και τους ώμους έξω, έχω πιάσει ρυθμό πια, θα μπορούσα να στοιβάζω κούτσουρα για όλη μου τη ζωή, η μαμά ξαναβγαίνει με βλέπει χωρίς τη ζακέτα λέει κάτι δικά της, ακούω μερικές λέξεις, μη χειρότερα θεε μου και τέτοια και μπαίνει μέσα γρήγογρα σα να μην αντέχει να με βλέπει, το ξυλοβουνό αρχίζει να μικραίνει, κι άλλο κι άλλο κι άλλο, η δουλειά τελείωσε, μυρίζω ωραία, ξυλένια, ξυλικά, βγάζω τα γάντια και τα χέρια μου είναι κατακόκκινα, με φαγουρίζουν, πηγαίνω μέσα να πλυθώ, ο μπαμπάς δεν έχει γιο  αλλά έχει μια κόρη που είναι δυνατή σαν αγόρι και κουβαλάει τρία τρία τα κούτσουρα κι η μαμά έχει μια κόρη που δε φοράει ζακέτες και πανωφόρια αλλά κάνει τον άντρα της να γελάει κι έτσι της τα συγχωρεί όλα, αν όλη η ζωή είναι γεμάτη απο ενοχές, συμπλέγματα, φόβους κι ανασφάλειες τότε ευτυχία είναι οι στιγμές που αυτά λείπουν, οι ελάχιστες στιγμές, οι τόσες δα, νύχτωσε κι όλα είναι ήσυχα, το σαββατόβραδο ήσυχο, βήχω σαν σκατά και χαλάω την ησυχία, ψάχνω αναπτήρα στην τσάντα μου, χώνω μέσα το χέρι και το στριφογυρίζω, βγάζω το χαρτάκι της τράπεζας, ένα χαρτάκι με έναν αριθμό, λευκό και μικρό, βγάζω κι ένα λίγο πιο μεγάλο ροζ με τον αριθμό 10 επάνω, σκέφτομαι πως αν είχα μπόλικα τέτοια θα ήταν όλα αλλιώς, σκέφτομαι πως όταν δεν έχεις τέτοια δεν έχεις τίποτα, χάνεις κεφάλια, πόδια, χέρια, νεφρά επειδή δεν έχεις ροζ και γαλάζια χαρτάκια, είναι τόσο αηδία που καταντάει ωραίο, βήχω, πίνω νερό, σκουπίζω, τινάζω, μια σκόνη μπαίνει στο μάτι μου,  πιάνω την κιθάρα, τραγουδάω, σταματάω, τί καλά να ξεκινούσε πάλι χειμώνας, στις εφτά το απόγευμα  δεν είναι πια βαθύ σκοτάδι, θ' αλλάξει η ώρα πάλι, μια ώρα μπροστά ναι, πώς ν' αλλάξουν οι άνθρωποι, μια ώρα μπροστά κάθε μάρτη, μια ώρα πίσω κάθε οκτώβρη, πώς να πάνε μπροστά εε; πώς;;; τώρα που το σκέφτομαι κι εμένα το πίσω μ'αρέσει αφού, ο οκτώβρης και το πίσω και το από πίσω, όχι οι πισινές ευτυχώς, όχι οι καβάτζες ευτυχώς, ευτυχώς και δυστυχώς, ευτυχώς γιατί θα καταντούσα μια πισινή που βιάζεται και σπρώχνει, μια ξεφτιλισμένη γυφτένια  κουράδα χωρίς αξιοπρέπεια  που δε ντρέπεται προκειμένου ν' αποκτήσει υλικά "αγαθά", δυστυχώς γιατί τώρα θα είχα πολλά ροζ και πολλα υλικά "αγαθά", και θα ήμουν πρώτη πρώτη σε όλα τα γκισέ, και θα είχα έξι νεφρά και τρία πόδια, αλλά ξέρεις τί ρε γύφτο; τις νύχτες θα κοιμόμουν με ημίσκληρους... προτιμώ τους "σκληρούς"... τράβα γαμήσου τώρα.