4849 M63

Лίγο λίγο λιώνω, μύξες διαδηλώτριες, μου συμβαίνουν πράγματα που δεν εξηγούνται, αναβάλλω τις επισκέψεις στους γιατρούς από φόβο και βαρεμάρα, δε θέλω να ασχοληθώ με  μένα, με έχω κουράσει πάρα πολύ, η κόπωσή μου μεγαλώνει μεγαλώνει, ποτέ δεν άντεχα τους ανθρώπους αλλά αυτόν το χειμώνα είναι όλα χειρότερα, έκλεισε η φωνή μου, δε μίλησα δύο μέρες, η ευτυχία μου είναι αυτή, να μη μιλάω, να ακούω μόνο όσους θέλω ν' ακούσω, απογοητεύομαι μέρα και νύχτα απο  'μένα, είμαι άλουστη και τσούζουν τα μάτια μου, ψηλαφίζω πράγματα πάνω στο σώμα μου που δε μ' αρέσουν, τίποτα δε μ' αρέσει, ίσως μόνο οι τηγανητές πατάτες με φέτα, έπρηξα τη μαμά να κάνει κουραμπιέδες και δεν έφαγα ούτε έναν, φυσάω τη μύτη μου κι ύστερα χώνω ronal, μ' αρέσει αντί για περίπου να λέω λίγο-πολύ, αυτή η παύλα ενδιάμεσα κάνει όλη τη διαφορά, μ' αρέσουν όλα εκείνα που κάνουν τη διαφορά, τί έλεγα αα ναι έλεγα για τη διαφορά, αν μία λέξη την πείς πάνω απο οχτώ ή έννιά φορές συνεχόμενα αρχίζει  να ακούγεται περίεργη, σχεδόν άγνωστη,  η γλώσσα δε θα πάψει ποτέ να με μαγεύει, γράμματα σύμβολα στη σειρά να δίνουν νόημα, αν αυτό δεν είναι μαγεία τότε δεν ξέρω τί είναι η μαγεία, δεν είναι πέντε οι αισθήσεις, είναι έξι κι η έκτη δεν είναι καμία μεταφυσική μαλακία, η έκτη είναι η γλώσσα, η γλώσσα είναι αίσθηση, οι λέξεις, η γραμματική, είναι αίσθηση, είναι είναι ναι, στη σκέψη πως δεν ξέρω όλες τις γλώσσες του κόσμου μπορεί να με πιάσει βαθειά στεναχώρια, κι αφού δε χωνεύω τον ήλιο πώς γίνεται το πιό όμορφο πράγμα που  έχω αντικρύσει να είναι τα ηλιοτρόπια ε, ποιός σκέφτηκε να τα ονομάσει έτσι, τι σημαίνει η λέξη, από πού βγαίνει, γιατί δε μπορώ να έχω το συνδυασμό που ονειρεύομαι, το συνδυασμό των πιο αγαπημένων μου εικόνων, μια ανήσυχη γκρίζα θάλασσα και δίπλα ακριβώς κίτρινα κατακίτρινα ηλιοτρόπια, γιατί δεν υπάρχει αυτός ο συνδυασμός, φύση γαμιέσαι καμιά φορά, τι σημαίνει ηλιοτρόπια, θέλω ικανοποιητική απάντηση, γιατί υπάρχουν μόνο υπερατλαντικά ταξίδια κι όχι υπερειρηνικά και υπερινδικά, αν ξεκινήσω τώρα σε λίγο να περπατάω σε πόσον καιρό θα φτάσω στο βερίγειο πορθμό, λέω τη λέξη πορθμός από μέσα μου οκτώ εννιά δέκα έντεκα φορές στο τέλος μου φαίνεται αστεία η λέξη, η μέρα σήμερα ονομάζεται των φώτων, η μέρα των φώτων, τι άσχημη η γενική μερικές φορές, γιατί δε γιορτάζουμε και τη μέρα των σκοταδιών, έξι ιανουαρίου τα φώτα, εφτά τα σκοτάδια,οχτώ ανοίγουν τα σχολεία, μικρή σκατοπόλη με ένα κωλοαεροδρόμιο χωρίς κίνηση, επιτρέπεται σάββατο βράδυ να μην προσγειώνεται ούτε ένα αεροπλάνο, όχι δεν επιτρέπεται, γιατί υπάρχουν ομαλά κι ανώμαλα ρήματα, γιατί δεν υπάρχουν ομαλοί άνθρωποι, ένα μπουκάλι κρασί κατέβασε ο μπαμπάς σε μερικά λεπτά κι ύστερα μου 'δωσε τρία φιλιά, όσα θα μου έδινε κανονικά όλο το χρόνο, έλεγε λόγια αγάπης στη μαμά, πολλά λόγια, όσα θα της έλεγε κανονικά σε τρία χρόνια, πόνεσαν τα πόδια μου με δυο χιλιόμετρα τρέξιμο λαχάνιασα σα σκατόγρια κι έτρεξα κατευθείαν στο μπάνιο περνώντας από το μαύρο χωλ, ο τοίχος πέφτει σιγά σιγά, φοβάμαι πως από την υγρασία θ' αρχίσουν να φυτρώνουν πράγματα εκεί πάνω κι εγώ θα πρέπει να τα ποτίζω και δε θα στεγνώσει ποτέ ο τοίχος, ας φυτρώσουν τουλάχιστον ηλιοτρόπια λέω από μέσα μου, παιδίστικες μαλακίες σα σπαστικό στον ωριλά, συγνώμη να σας πω αναγουλιάζω εύκολα με αυτό το ξυλάκι και στην ιδέα οτι θα μου χώσετε αυτό το άλλο το πράμα θα ξεράσω πάνω σας, ένας γλυκός ωριλάκος με βλέπει να φέρομαι σα προβληματικό, χαλάρωσε μου λέει κάνε αα, έκανα αα δεν κατάλαβα τίποτα, τελειώσαμε λέει,  τί ώρα να έρθω πάλι αύριο, αν είναι τόσο εύκολο θα έρχομαι κάθε μέρα,  φεύγοντας μπήκα σε ένα κατάστημα με είδη πλεξίματος, μόνο εγώ και κάτι γιαγιάδες ήταν μέσα, η πωλήτρια έτρεξε σε μένα, κίτρινο θέλω και καφέ και πράσινο, τι φτιάχνεις μου λέει, ηλιοτρόπια της λέω, μου δείχνει ένα γελοίο λαδί, έχεις δει κυρά μου ηλιοτρόπιο που να το βάλω αυτό το εμετί χρώμα, πράσινο πράσινο της λέω καταπράσινο, θα διαλέξω μόνη μου κάνε πέρα, ιδρώνω, ίδρωσα, με χτύπησαν λίγο τα παπούτσια, το κέντρο της πόλης φταίει κι όχι τα παπούτσια, η οδός αγίας σοφίας και οι γύρω δρόμοι υπάρχουν για έναν και μόνο λόγο, φτιάχτηκαν για να πηγαίνουμε στους γιατρούς, γιατί όλοι οι γιατροί είναι στην αγ. σοφίας ε, γιατί, τί κάνουν όλοι μαζί πίσω απο την εκκλησία, γιατί δεν αλλάζουν το όνομά της σε οδό γιατρών να ησυχάσουμε όλοι, καημό το' χω μια φορά να πάω σε έναν γιατρό που να βρίσκεται στη λαγκαδά που αγαπάω, πού πάς μωρή αρρωστιάρα χωρίς βιβλιάριο, έξω στην αίθουσα αναμονής όλοι οι αναμονείς κι αναμενόμενοι ρουφάμε τις μύξες μας, δε χαιρετάω ποτέ στα ιατρεία κανέναν συνασθενή, παλιός καημός της μαμάς, να λες γεια, γιατί, τους ξέρω κι απο χτες, αν ήταν όλοι όσοι μας τρέχουν οι μύξες να χαιρετιόμασταν, κι όταν πονάνε οι κοιλιές μας, όχι όχι δε με συνδέει τίποτα με τα δυο μπάζα που ξεφυλλίζουν τα βρωμοπεριοδικά με τις χιλιογλυμμένες άκρες, που έχουν τσακίσει, βοτρμποτέ και μαρικλέρ νοέμβριος 2006, πόσα μυξιάρικα χέρια έχουν αγγίξει τα περιοδικά, σιχαίνομαι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ακουμπήσω περιοδικό ιατρίου, το βιβλιάριο είναι για άλλη μια φορά ληγμένο, λές κι επίτηδες το κάνω κάθε φορά, το ανανεώνω όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, απροχώρητο μάλλον είναι εκείνο που δεν προχωρά, σαν εκείνο το μεσημέρι στο παπανικολάου να με περιμένει η χοντροκώλα προϊσταμένη να της πάω τα αίματα, με περιμένει για εισαγωγή κι εγώ συνειδητοποιώ πως το βιβλιάριο είναι ληγμένο και να τρέχει η μαμά στα ίκατα να παίρνει τηλέφωνα, βοηθάει να έχεις διάσημη μαμά, σε μία ώρα ήταν πίσω, εγώ βρήκα ευκαιρία για τσιγάρο φοράω ένα σπρόμαυρο φουστάνι με πανμικρά λουλούδια χωρίς τιράντες, με δυο τεράστιες τσέπες μπροστά, το στρίβω γρήγορα, ο ήλιος μου καίει την αριστερή γάμπα, δεν έχω φωτιά, μια κυρία απέναντι μου δίνει έναν αναπτήρα που γράφει με κιτςζσ γράμματα χαλκιδική κι έχει κι ένα χάρτη με τα τρία πόδια το αριστερό είναι κάπως ξεθωριασμένο, και της χαλκιδικής της καίει ο ήλιος το αριστερό της πόδι, το πρώτο ναι, ή ξεθώριασε από τα υπεράθλια ανθρωπάρια που μαζεύονται εκεί, απλώνω το αριστερό χέρι να της τον δώσω πίσω, κοιτάζει το μελανιασμένο χέρι, πώς ν' αντισταθείς σε τέτοιο, κράτησέ τον μου λέει, έρχεται κι η μαμά πάμε πάνω, που είσαι εσύ καλέ με μαλώνει η προϊσταμένη, α γαμήσου μωρή κι εσύ που ούτε σίτες δεν έχετε και θα μπαίνουν νυχτερίδες το βράδυ, πετάγεται η μαμά, εε μπερδευτήκαμε, μπράβο ρε μαμά ωραία  απάντηση, μεταφέρω την ιστορία στο μπαμπά να γελάσουμε, εκείνος σοβαρεύει, σου έχω πει να τα φροντίζεις αυτά τα πραγματάκια, δεν είναι δυνατόν ν' αφήνεις το βιβλιάριο να λήγει, άσε μας ρε μπαμπά που σ' έπιασε το σοβαρό σου, έλα πιες κανένα μπουκάλι να δώσεις κανα φιλί και για του χρόνου και χέσε μας.

*ιατρείου αγράμματη