ащифьфш

γλίστρησα τρείς φορές μέσα στο σπίτι, έχουν ξεσυνηθίσει τα πόδια τις κάλτσες, μπήκα στη μπανιέρα κι άνοιξα το νερό, περίμενα να έρθει λίγο ζεστό, έστω λίγο, το νερό ήταν παγωμένο αρχισα να βρέχομαι από κάτω προς τα πάνω, δεν κατάφερα να φτάσω  πάνω από τον αφαλό μου, βγήκα κι άναψα το θερμοσίφωνο, κουνούσα τα πόδια για να μην κρυώνω, ίσως έκανα και ήχους, πέρασε η ώρα και δε μπορώ την αναμονή. Δεν έχω υπομονή να περιμένω το νερό να ζεσταθεί, δεν έχω υπομονή να περιμένω τίποτα. Ξάπλωσα ανάσκελα μην περιμένοντας. Το δεξί μου χέρι είναι παγωμένο, μάλλον στον ύπνο μου σε χάιδευα με το αριστερό, ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί στις δέκα και πίνω νερό, επιβαρύνω κι άλλο την κύστη μου που έτσι κι αλλιώς στις δέκα το πρωί  υποφέρει, ξανακλείνω τα μάτια να συνεχιστούν οι εφιάλτες με αρουραίους και με το ξανθό αγόρι που μου παίζει ένα όργανο που δεν το ξέρω κι εγώ τραγουδάω τόσο λάθος κι εκείνο θυμώνει μη θυμώνεις λέω, γυρίζω να τον κοιτάξω και τότε βλέπω δίπλα μου τον μπετόβεν, κατουριέμαι πολύ, σήκω χαζή να κατουρήσεις, σηκώνομαι κι όση ώρα κατουράω χαζογελάω, βλέπω τον μπετόβεν στον ύπνο μου, πόσο γελοίο είναι αυτό, επιστρέφω στο κρεβάτι, δεν έχει κρυώσει εντελώς, στο σημείο που ήταν τα πόδια μου είναι ακόμη ζεστό, χώνομαι κι έχω την ψευδαίσθηση πως κάποιος ήταν εκεί, ναι ο εαυτός μου ήταν, η δική μου ζέστη που με περιμένει στις δέκα να επιστρέψω από την τουαλέτα να ξανακοιμηθούμε, οι εφιάλτες συνεχίζονται, ένα χέρι με αρπάζει μέσα απο κάτι κάγκελα, είναι τα κάγκελα του σχολείου, είναι αδύνατο να ξανακοιμηθώ, στριφογυρίζω, η κουβέρτα ανεβαίνει τα πόδια βγαίνουν έξω, τα χέρια κι αυτά, το μαξιλάρι μ' ενοχλεί, το κάνω στην άκρη, όπως το αγόρι του στρογγυλού δωματίου έκανε στην άκρη το βρακί μου για να με γαμήσει και μετά μου ετοίμαζε πρωινό και μετά χαζεύαμε τα σκουλαρίκια μου, άστα αυτά πέρασαν τώρα άστα άστα, ξανακοιμήσου, μου είναι δύσκολο να κοιμηθώ, καταπίνω και πονάω κάπνισα πολύ, μίλησα πολύ τα τελευταία βράδυα, ήθελα να φωνάξω με δύναμη ένα τεράστιο εεεεεεεεεε αλλά να το φωνάξω με -αι, και κανείς δε θα  ήξερε οτι κάθε φορά που λέω -ε εννοώ -αι, είναι ο έρωτάς μου για την ορθογραφία και μερικές φορές για τη λαθογραφία,  μιλάω με ανθρώπους που δε με ενδιαφέρουν, μ' εμποδίζουν, δε μπορώ να τους κάνω στην άκρη, πρέπει να βρω μόνη μια άλλη άκρη, ακούω μια εκνευριστική φωνή να με διατάζει, κοιτάζω έναν κακοφορμισμένο άνθρωπο με κακή στάση σώματος, κακή κακή, εχω χαμηλωμένο το κεφάλι, κοιτάζω το τακούνι μου, ονειρεύομαι οτι του το καρφώνω στο πρόσωπο, κατακλύζομαι από τέτοιες σκέψεις πολλές ώρες μέσα στη μέρα, βία σ' αγαπώ, πώς να μη βλέπω εφιάλτες μετά, επιστρέφω σπίτι κι ένα μικρό πλάσμα με τέσσερα μικρά ποδαράκια με υποδέχεται τόσα χρόνια με την ίδια χαρά. Εφτά χρόνια όσες φορές τη μέρα κι αν ανοίξω την πόρτα του σπιτιού έχει την ίδια χαρά, ποτέ λιγότερη, ποτέ δε βαριέται να με υποδεχτεί, πόσο μπορεί να χαίρεται, πώς γίνεται να προκαλώ τόση χαρά σε ζωντανό οργανισμό πώς ε, πώς. Μιλάω με το μικρό μαύρο πλάσμα, ποτέ δε βαριέμαι, της λέω πως είναι τυχερή που ανήκει στο πιο τέλειο είδος, σε κείνο που ακομπλεξάριστα δείχνει την αγάπη του τη χαρά του, στις δέκα το πρωί και μετά από όλη την ταλαιπωρία με τα υγρά που πρέπει να μπουν και να βγουν από το σώμα μου, γυρίζω ανάσκελα τελικά, είμαι λαχανιασμένη, χτες στις δέκα το πρωί ο θόρυβος του αέρα μου έκανε το πιό ομορφο ξύπνημα, σφύριζε και φώναζε και βββ και φσσσσ και ουιουυυ και δεν έφτανε αυτό πάρε και βροχή στη λαμαρίνα της αποθήκης, μπαμπά και μαμά μη βγάλετε ποτέ αυτή τη λαμαρίνα απο κεί σας ικετεύω μη μαμά μη μπαμπά, μην κόψετε την απο μέσα ροδιά ποτέ ποτέ, μην πεθάνετε, μην πεθάνουμε ντάξει ναι; σας παρακαλώ κύριε μπετόβεν μη με μαλώνετε ναι;  θάλασσα μην είσαι μπλέ ναι; δεν πρόκειται να μπορέσω να κοιμηθώ άλλο σήμερα, μετράω από μέσα μου μέχρι το δέκα και σηκώνομαι, όσο μετράω το χέρι μου είναι μέσα στα πόδια μου, είμαι υγρή, ωραία να ξυπνάς υγρή, έχεις για όλη τη μέρα, κατουράω πάλι, εύχομαι η κουζίνα να είναι πεντακάθαρη, τί ομορφιά να ετοιμάζεις καφέ και πρωινό σε πεντακάθαρη κουζίνα, πόσο έξω έπεσα,  της πουτάνας γίνεται, η μικρή κατσαρόλα με το ξεραμένο σπανακόρυζο από χτες που δεν πρόλαβα να την πλύνω,   πιάτα, ποτήρια και το χειρότερο απ' όλα το καπάκι της κατσαρόλας που θέλει πλύσιμο αλλά δεν έχει τίποτα πάνω, τσάμπα πλύσιμο όλα τα καπάκια, τσάμπα νερό, τα πλένω όλα αποφασιστικά δε μπορώ να γυρίσω αριστερά, πονάει ο ώμος μου ο λαιμός μου, biofreeze πρωί πρωί σα να είμαι πρεζάκι κι ένα φουλάρι να με κρατάει ζεστή, τα έπλυνα όλα ο καφές φυσικά δεν πέτυχε, όση ώρα ασχολούμαι μ' αυτά, δε σκέφτομαι τίποτα, τίποτα, είμαι ήσυχη σήμερα, ξύπνησα ήσυχη και υγρή και δε με νοιάζει τί ώρα είναι, να μην πονούσα μόνο κι όλα θα ήταν όμορφα, ζαλίζομαι λίγο αλλά δεν το κάνω θέμα, θέλω να φύγω να κάνω μια βόλτα ο μπαμπάς κι η μαμά λείπουν, τους περιμένω γιατί το μικρό μαύρο πλάσμα δε θέλω να μείνει μόνο του, είναι τόσο ήρεμο και τρυφερό εδώ δίπλα μου, κοιμάται κολλητά στα ξυπόλητα πόδια μου, είμαστε ωραία εικόνα της λέω, είμαστε τόσους μήνες έτσι, ίσως για σένα να μη φοράω κάλτσες , πεινάω, να είχα εδώ φανταρικές τηγανητές πατάτες. Να είχα.