344-сфкш



 
Кάθε Πέμπτη η μεγάλη κατηφόρα μυρίζει ψάρια. Η μαμά παίρνει όλο γαύρο, ο γαύρος δεν είναι ψάρι μαμά κι ας παίρνει περισπωμένη. Τον τρώμε βραστό με διακόσσια κιλά μαϊντανό κι ευτυχώς φρόντισε η πανσέληνος να μη βρεί γαύρο η μαμά και φάγαμε καλαμαράκια που την τσαντίζουν τη μαμά γιατί πρέπει να τηγανίζει δέκα ώρες και πιτσιλάει λέει και γίνονται όλα κώλος, πονάει ο  κώλος μου από το σκαμπώ της δουλειάς, σκόρδο με δουλειά δεν πάει αλλά πάει με καλαμάρια και να, αυτά είναι τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, όπως και τα άλλα τα να ράψω απ' αυτή τη μεριά, με την κλωστή από μέσα ή απο έξω είμαι τόσο χαρούμενη όταν πρέπει να διαλέξω τέτοια και σα ν' ανάβει μια λάμπα πάνω από το κεφάλι μου όταν τελικά σκεφτώ κάτι που δεν έχει σχέση με καμία από τις δύο επιλογές μου  σα να ανακάλυψα την αμερική περίπου, έχω ανακαλύψει μερικά εκατομμύρια αμερικές έτσι,  πάντα όταν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στο ένα και στο δύο διαλέγω το τρία, το τρία που είναι συνήθως μια αμερική, κάθε φορά που ράβω κάτι δεν ξεχνάω ποτέ να φυλάξω λίγο ύφασμα, μια μικρή λωρίδα μόνο να φτιάξω κι ένα βραχιόλι για το μπράτσο. Έτσι για κάθε φουστάνι που έχω, έχω κι ένα ίδιο βραχιόλι, κι αν έχει περισσέψει πολύ τότε έχω και κορδέλλα  ή λουλούδι για τα μαλλιά, κι αν το ύφασμα είναι τεράστιο τότε έχω και μανίκια  και σκουλαρίκια και γίνεται όργιο ασσορτίλας και είμαι ολόκληρη ένα ύφασμα, μια κιτσζςιά κανονική. Μην το ανοίξεις το χαρτί, οι φυσιολογικές τιμές είναι πάντα ίδιες όπως όλα τα φυσιολογικά κι εγώ μονίμως μη φυσιολογική, αυτό με τα λευκά μια μαλακία, ό,τι θέλει λέει το χαρτί, αφού έχω μαυρίσει, τι ανεβασμένα λευκά και μαλακίες. Βαριέμαι να μπερδεύομαι και ν' αποφασίζω μόνη μου, ποιά ταπετσαρία να βάλω, ποιά παπούτσια ν' αγοράσω, σε ποιά χώρα να πάω,  τί ταινία να δω το βράδυ, τα εύκολα μέχρι να πρέπει ν' αποφασίσω για τα δύσκολα. Ναι ή όχι, όταν πρώτα απαντηθεί το γιατί. Μύρισε το δάσος από τον αέρα, ένας μεγάλος βράχος εκεί μέσα κρύβει πακέτα από τσιγάρα εφήβων, μαζεύει φιλιά, ένα μεσημέρι πριν το σχολείο, διαβασμένη σε βαθμό αηδίας, τα γυαλιά αρνιόμουν να τα φορέσω, είναι πάντα κάπου εδώ να μου θυμίζουν την αρχή της μυωπίας που δε γνωρίζω το μέλλον της, δεν ασχολήθηκα. Ξέρω μόνο πως δε βλέπω τίποτα εκτός απ' ότι θέλω πολύ να δω. Εκείνο το μεσημέρι, πάνω στο βράχο με ένα αγόρι να με φιλάει με πολλά σάλια, ένα αδιάφορο αγόρι, δε θυμάμαι τ' όνομά του, δε μ ενοιαζε. Μ' ένοιαζε η ιδέα μόνο, ήθελα ένα αγόρι να με φιλάει στο βράχο, όπως μετά που απλά ήθελα ένα αγόρι να πίνουμε μαζί μπύρες, κι ύστερα άλλο ένα να μαγειρεύουμε και να τρώμε πρωινό, κι ύστερα ένα άλλο να ζει στο σπίτι μαζί μου, αδιάφορη για τ' αγόρια για τα ονόματά τους για τα σάλια τους, ώσπου ένα αγόρι που ζούσε μακρυά άρχισε να με νοιάζει, να θυμάμαι και να λέω τ' όνομά του από μέσα μου πολλές φορές τη μέρα, μην τσιρίζεις μαμά, οτι και να ήμουν αυτό που σίγουρα δε θα ήθελα να είμαι είναι φωνητική χορδή της μαμάς, κι έλεγα τ' όνομά του και μέσα στη βλακεία του έρωτα που σε κάνει βλακώδη βλάκα και νομίζεις οτι μπορείς να κάνεις τα πάντα εγώ και το αγόρι γίναμε ένα και πηγαίναμε κι ερχόμασταν απο τη μια χώρα στην άλλη, μιλούσαμε άλλη γλώσσα αλλά δε θυμάμαι ποτέ να μη συνεννοήθηκαν τα κεφάλια μας, τέσσερα χρόνια πριν η άνοιξη μου έκανε τη χάρη να γίνεται χειμώνας τα σαββατοκύριακα κι εσύ έπαιρνες ο,τι μέσο πετούσε πιο γρήγορα κι έρχόσουν και δε μ' ένοιαζε να έχω αγόρι μέσα στο σπίτι, εσένα ήθελα να έχω, όλα ήταν εναντίον μας και μόνο εμάς είχαμε με με το μέρος μας, ώσπου αρχίσαμε κι εμείς να γινόμαστε εναντίονες, κι από τότε όλο στο παραλίγο είμαστε μια στα λονδίνα μια στις βουλγαρίες ε στις λισαβόνες βεβαίως αφού σε κόλλησα πορτογαλίτιδα, παραλίγο στο μπρίστολ όλα παραλίγο επειδή το παραπολύ πέθανε, είναι η μοίρα του να πεθαίνει κι αυτό καλύτερα να το ξέρεις από την αρχή για να μην παθαίνεις βλακίτιδα για πάντα, είναι τόσο εξωφρενικά επικίνδυνο να πιστεύεις στους έρωτες για πάντα, είναι τόσο δύσκολο να μπορούν να είναι δύο άνθρωποι μαζί, θα πρέπει να αγαπάνε μερικά ίδια πράγματα, να έχουν ίδια αγαπημένη γεύση παγωτού ή να θέλουν κι οι δύο να βλέπουν μαυρόασπρες ταινίες, πάνω απ 'ολα να χασκογελάνε, τα γέλια πάντα τα είχα πρώτα πρώτα στη λίστα μου με τις απαραίτητες προϋποθέσεις έρωτος,  είναι αστεία η ζωή των κοριτσιών, είναι γεμάτη αγόρια, η δική μου ευτυχώς όχι, ο κούριερ με ψάχνει με παίρνει τηλέφωνο, θέλει να μου φέρει κόκκινα παπούτσια, που να έρθω μου λέει, θέλω να του πω να τα κρύψει κάπου να πάω να τα βρω αλλά δε χρειάζεται να τον τρομάξω τον άνθρωπο, έτσι πεζά του εξηγώ εκεί δεξιά μετά αριστερά, είναι πάνω στο μηχανάκι, ακούω από το τηλέφωνο το βζουυυν ναι μου λέει το βλέπω, ναι στρίβω, τι κατάλαβες χαζέ, θα παίζαμε μια χαρά αν τα έκρυβες, σ'ευχαριστώ όπως και να 'χει θα τα φορέσω σήμερα κιόλας, να στα δείξω θέλεις, μπα άστο, η μαμά θα τα δει και θα πει ναι για σένα μ' αρέσουν, όλα έτσι αρέσουν στη μαμά, για μένα μονάχα, αυτό μεταφράζεται πως δεν της αρέσουν αλλά έτσι δε γίνεται πάντα, κι εγώ το μπαμπά τον λατρεύω μαμά αλλά δε θα τον διάλεγα ποτέ για άντρα μου, για σένα όμως μ' αρέσει αφού κι οι δυό τρελαίνεστε για χαλβά και περπάτημα τότε καλά κάνατε και γίνατε βλάκες που θα είναι μαζί για πάντα, δεν ήταν δύσκολο, για μένα ήταν πιο πολύ γιατί τρελαίνομαι για παγωτο φυστίκι και αυγά και δε βλέπω ταινίες με άλλους.