23 23 23 23 23



το νερό τρέχει πάνω στα πόδια μου, το βλέπω να κυλάει και να καταλήγει στη βαλβίδα της μπανιέρας με τις τρομακτικές τρύπες, πάντα κολλάνε τα μάτια μου εκεί όλο φοβάμαι οτι κάτι θα βγεί απο μέσα, η μπανιέρα γεμίζει σαπουνάδες, έχω ασπρόμαυρα βυζιά κι ασπρόμαυρο κώλο κι ένα μικρό κάψιμο στο δεξί γοφό που αρχίζει να γίνεται μαύρο κι αυτό, τα σημάδια της εχγείρησης φαίνονται πιό λευκά τώρα πάνω στη μαύρη κοιλιά μου και στο μαύρο μόνιμα πρησμένο αστράγαλό μου, οι ρώγες ποτέ δε μαυρίζουν είπαμε έχουν γάλα μέσα, ένα απαίσιο στυφό ξινό γάλα, ναι το έχω ξαναπεί, επαναλαμβάνεσαι μωρή, το ξέρω, επαναλαμβάνομαι γιατί εγώ είμαι εγώ  και δε θέλω να είμαι κάτι διαφορετικό απ' αυτό που ξέρω,τί θέλεις φάε σκατά, τρώω σκατά μετά σύκα τέσσερα μικρά κι ένα τεράστιο που είχε σχήμα καρδιάς το ξεφλούδισα προσεκτικά και το καταβρόχθισα, δεν έχω βάψει τα νύχια μου, γύρισα να δω το μπαμπά, είναι ακόμα υπό την επήρρεια του αυγούστου, το χέρι του τρέμει και τα χείλη του σφίγγονται, κοιτάζω τα νύχια μου μοιάζουν λευκά κι αυτά, κοιτάζω και τα δικά του, μοιάζουν τα χέρια μας τόσο πολύ, το μόνο που μοιάζει με το μπαμπά είναι τα χέρια μας, το θυμάμαι από μικρή να κοιτάζω τον αντίχειρά του κι ύστερα το δικό μου τότε που απεγνωσμένα έψαχνα κάτι πάνω μου που να μοιάζει με το μπαμπά, συμβιβάστηκα με τους αντίχειρες, ίδιοι είναι ολόιδιοι, ναι μόνο τα χέρια και λίγο οι εμμονές και λίγο η κατάθλιψη,ε και καμιά φορά και τα λαρυγγάκια. Όλα τ' άλλα είναι τόσο αντίθετα, ο μπαμπάς έχει τεράστια μάτια και μικρά χείλη εγώ το αντίθετο ακριβώς, και παλιά ό,που πηγαίναμε όλοι έλεγαν κόρη σου είναι δε σου μοιάζει καθόλου κι εγώ ήθελα να βγάλω τον αντίχειρά μου έξω να τον δείξω και να πω κοίτα κοίτα μωρή μαλακισμένη, ειδικά μια φορά που έλιωσα τον αντίχειρα στην πόρτα και μαύρισε κι ο μπαμπάς είχε ρίξει μια σφυριά στον δικό του, ήταν ακόμα πιο ολόιδιοι ολοολόιδιοι, μεγαλώνω και του ξεμοιάζω, το καταλαβαίνει κι εκείνος, κάνει προσπάθειες να με καταλάβει, τον τρομάζω μερικές φορές, δεν πειράζει σειρά μου να τον τρομάξω, οι αντίχειρές μας όμως επιμένουν να είναι ολόιδιοι, κλείνω τη βρύση, βγαίνω από τη μπανιέρα προσεκτικά, η πατούσα μου αφήνει αποτύπωμα στο κιτςζσ χαλάκι του μπάνιου, ώσπου να μαζέψω τις ζημιές μου έχω ήδη στεγνώσει, αρχίζω να ξαναζεσταίνομαι, κάθομαι στον καναπέ, μυρίζω τόσο ωραία που θέλω να με φάω, τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει υπερβολικά, τα στριφογυρίζω πολλές φορές και στο τέλος γίνονται σαν ένα μεγάλο μήλο, δεν πετάει τίποτα από τα τσιμπιδάκια, δε μπορώ να πετάει ούτε μια τρίχα, εμμονή λέγεται και την πήρα από το μπαμπά μαζί με τον αντίχειρα, τόσες νύχτες ύπνος πάνω στα χώματα και στα μυρμήγκια, όλα τα κόκκαλα πονάνε, ένα πράσινο σιχαμερό πράμα κρύφτηκε στο μανταλάκι χέστηκα από το φόβο μου,βαθύ κυπαρισσί Νο 65 τα χέρια μου, δε βγαίνει η λαδομπογιά με νερό χαζή έπρεπε να τα καθαρίσεις με λευκό πνέυμα, όταν η μαμά προλαβαίνει και μαζεύει τα ρούχα τα φέρνει σιδερωμένα, με βλέπει ξύπνια στις 9 το πρωί κι αυτό την κάνει ευτυχισμένη, τον μπαμπά δεν ξέρω τι τον κάνει ευτυχισμένο, τίποτα μάλλον,μπαμπά και μαμά θα σας ξαναμαγειρέψω την κυριακή,τότε που το σπίτι μας έπαθε χιροσίμα ο μπαμπάς κι η μαμά είχαν ολόιδιο πρόσωπο, πεθαμένο κι οι δύο, η μαμά στη γωνία της κουζίνας αμίλητη για μερικούς μήνες κι ο μπαμπάς στο σαλόνι έτοιμος κάθε δευτερόλεπτο να κρεμαστεί, εγώ ανάμεσά τους φοβισμένη καταστεναχωρημένη, με ξεκολλημένα όργανα να κρέμονται από πάνω μου, να ρουφιέμαι όλη μέρα μη φανεί κάτι και το βράδυ μπρούμυτα στο μαξιλάρι τ' άφηνα όλα να πέσουν δεξιά κι αριστερά, πόσο αίμα ζούσε στο σπίτι μας εκείνον τον καιρό, πόσο πολύ αίμα,, ματώναμε οικογενειακώς, εγώ με χρώμα κι ο μπαμπάς λίγο, η μαμά διάφανα, έκλαιγα μέσα στο μαξιλάρι μέχρι που εκείνο πάθαινε ασφυξία και πνιγμό πιό πολύ απο 'μένα, κάθε που άνοιγα μια πόρτα έβλεπα το μπαμπά να κρέμεται απο πίσω και τη μαμά να ουρλιάζει, ξυπνούσα στις οκτώ το πρωί κι οδηγούσα σιωπηλή όλη την παραλιακή, πάγωνα και βρωμούσε ο τόπος, πάγωναν τα γόνατά μου και μέσα στον τρόμο μου ήρθε εκείνος δίπλα στο παράθυρο και προσπαθούσε να χωρέσει το χέρι του μέσα και τρόμαξα και πατούσα δυνατά την κόρνα, δε με άκουγε κανείς, ο εκείνος τρόμαξε κι έφυγε, κι ύστερα είδα το μπαμπά να έρχεται προς το μέρος μου, ρούφηξα και τον τρόμο να μη φαίνεται ούτε αυτός, όλοι εκείνοι που μεγάλωσαν με προβληματική υγεία έχουν κάτι κοινό. Ξέρουν να είναι προβληματικοί χωρίς πρόβλημα. Στα δεξιά μου κοιμάται ένα μικρό πλάσμα με 4 πόδια, αισθάνομαι μια τεράστια ευθύνη γι' αυτό το πλάσμα, θέλω να του δείξω τι γράφω τόση ώρα κι ας μην καταλάβει. Μήπως τα πλάσματα με δύο πόδια καταλαβαίνουν. Αρχίδια.