3411904

Εσύ τί δουλειά κάνεις; Διασκεδάζω μύξες. Πονάνε τα πόδια μου, φοράω σκατοτακούνια. Τι κιτς λέξη το τακούνι, είτε τη λες είτε δεν τη λες το ίδιο κάνει. Πέντε ώρες όρθια ανάμεσα σε μύξες, μυρωδιές ανθρώπων,χημείες κι εκχυλίσματα εγκεφάλων. Κορίτσια κάθε είδους, χαζά πιο χαζά, πεινασμένα για μεγάλους έρωτες, αγόρια χαζά πιο χαζά, πεινασμένα για λίγο μουνί, για κώλο ούτε λόγος. Πίνω δεν πίνω. Πρέπει να πιω, δεν κάνει να πιω. Λεφτά της πείνας, όρθια κούραση, φωναχτή, φασαριόζα, χειροκροτήματα, κορίτσια χαζά πιό χαζά, πάνε έρχονται, πίνουν, έχουν περίοδο. Βρωμιάρες, κάνουν τις τουαλέτες χωματερές σαν το μέσα τους. Πεταμένα κόκκινα χαρτιά, περίοδο έχεις μωρή; άρα δε θα γαμηθείς σήμερα. Κρατιέμαι όσο πιο πολύ μπορώ, σφίγγομαι, πρήζεται η κύστη μου, δεν αντέχω άλλο πρέπει να κατουρήσω. Περιμένω να βγεί η κότα που είναι μέσα, είναι χίλιες ώρες μέσα, άντε μωρή βγες εδώ θα χέσεις; Βγαίνει , μπαίνω, βρωμάει μέσα, όλα είναι κατουρημένα, χαρτιά στο πάτωμα, κότα-μπόχα. Τη βλέπω μετά να κάθεται με το μυρωδάτο της ποτό με τα γυναικουλίστικα τσιγάρα, τα άκαβλα μπούτια, τα χιλιογαμημένα μαλλιά, τα εκατό κιλά KNAUF στη μάπα της, τα κρυμμένα της σπυριά. Χαριεντίζεται με έναν χαζό πιο χαζό μουνάκια. Θέλω να πάω να του πω, δε θα γαμήσεις βλάκα, έχει περίοδο κι είναι κι άπλυτη. Συνεχίζω τη δουλειά νοιώθω τα ποδια μου πρήζονται, είμαι τόοοοσο κουρασμένη, θέλω να πιω τόοοοσο πολύ. Πλησιάζει η ώρα να φύγω, κάτι τελευταία μαζεύω. Τα μισά κορίτσια φέυγουν μόνα όπως ήρθαν. Τα πιο απελπισμένα περιμένουν μέχρι το τέλος. Θέλω να φύγω κάνε πιο εκεί μωρή που απλώθηκες, κούνα λίγο τον κώλο σου να περάσω. Αναίσθητες σαπιογκόμενες. Δε θα σε γαμήσει μωρή τσάμπα περιμένεις τόση ώρα και του λες μαλακίες, Στα παπάρια του τί ζώδιο είσαι. Τσάμπα βγήκες απ' το σπίτι. Θα μπορούσες να κάτσεις μέσα, να δεις ταινίες, να μη χαλάσεις λεφτά, να χύσεις μέχρι να εξαφανιστεί από τα νύχια σου αυτό το σχεδιάκι το υπεργελοίο σιχαμένο σχεδιάκι. Αλλά και να σε γαμήσει δε θα σ' αρέσει. Δε θα σ' ερωτευτεί. Κανείς δεν ερωτεύεται  πια. Είναι πασέ και βαρετό. Θέλω να βγάλω τα παπούτσια μου, τα πόδια μου έχουν κάνει μια γραμμή. Κόκκινη γραμή εκεί που ξεκινάνε τα δάχτυλα, έχω ένα κόκκινο ημικύκλιο. Κάθε μέρα που ξυπνάω έχει μισοφύγει, έχει μείνει ένα μικρό λευκοροζ σημαδάκι, και μέχρι να ξαναφορέσω τα παπούτσια έχει εξαφανιστεί. Όταν επιστρέφω έχει ξαναζωντανέψει. Γυρίζω σπίτι, βγάζω παπούτσια, πεινάω, είναι πολύ αργά θα αρχίσουν σε λίγο τα τσίου τσίου, πουλάκια που κελαηδάνε, τα άλλα πουλάκια των αγοριών δεν κελάηδησαν σήμερα γιατί τα κορίτσια ήταν χαζά πιο χαζά. Πονάει κι η μέση μου. Κατουράω με περηφάνια και χαρά, κατουράω πολλή ώρα, παίρνω μια βαθειά αναπνοή, ρίχνω νερό, αλλάζω βρακί, πρέπει να προλάβω να κοιμηθώ πριν ξημερώσει. Με καθυστέρησε η κότα, η μπόχα της, ξαπλώνω στα σεντόνια, σκέφτομαι φαγητά, ανθρώπους, πατάω το αυτί μου να βουλώσει επιτηδες να μην ακούω τσίου τσίου, οι τουαλέτες και οι μπόχα αρχίζουν να εξαφανίζονται. Μένω εγώ και το μαξιλάρι και το σεντόνι. Κοιμάμαι σιγά σιγά. Αποτυχημένος ύπνος, καθυστερημένος, πονάει η μέση μου, ξεβρακώνομαι, ζεσταίνομαι, ξυπνάω με νεύρα. Ξανακατουράω πολύ, η φωνή μου μοιάζει με σκυλάδικη φωνή, δε θέλω να μιλάω το πρωί, μόνο να γράφω, ή να τραγουδάω μεγάλες επιτυχίες, Ναι σιγά.