6424

Κοίτα πως έχουν μερικά πράγματα. Ό,τι θέλαμε πήγε στραβά και στ' αρχίδια του πλανήτη και στα δικά μας και πιο πολύ μετράει να θέλεις. Ήμουνα μικρή κι έβλεπα όνειρα, μερικές φορές ξυπνούσα καβλωμένη ενώ είχα κοιμηθεί κουρασμένη, μια φορά ο βίνσεντ γκάλο μου είχε χώσει κάτι στον κώλο αλλά ξύπνησα άδοξα και είχα δουλειά, μετά μέσα στη μέρα το σκεφτόμουνα και με κορόιδευα, χαζοπιπινομούνα ονειρεύεσαι διάσημους να σε καβλώνουν, δεν ξαναονειρεύτηκα κανέναν διάσημο, ντράπηκα και μετά  έμειναν οι γνωστές ασυναρτησίες. Ήταν κι εκείνο το όνειρο που είχα εισητήριο για την κούβα κι εγώ δεν ήθελα να πάω και ήθελα να το δώσω σε κάποιον και κανείς δεν το έπαιρνε και ξύπνησα αγχωμένη, δε θέλω να πάω στην κούβα ρε, έκανα καφέ και καθόμουν στην παλιά τζαμαρία που είχε ακόμα κουρτίνες και είχε και τραπέζι μεγάλο κι έγραφα κάτι βλακείες, και μπήκε ένα ποντίκι στο σπίτι και το άκουγα αλλα δε μ' ένοιαζε. Έτσι είναι όταν είσαι μικρός, είσαι ατρόμητος, ούτε τα ποντίκια δε φοβάσαι, μετά μεγάλωσα και ήταν αυτές οι αθηναϊκές κατσαρίδες και ήρθε εκείνος ο υπερκουραστικός και άρρωστα βαρετός άνθρωπος της απολυμαντικής που μιλούσε παραπάνω απ' όσο άντεχα και να ευκαιρία να μιλήσω στο μαλάκα για τις φοβίες μου και πες μου ρε μαλάκα έχεις φοβηθεί ποτέ κατσαρίδα και μου είπε για κείνες τις λευκές κατσαρίδες και δεν ξέρω αν έλεγε αλήθεια αλλά εγώ το βράδυ στον ύπνο μου ονειρεύτηκα λευκές κατσαρίδες και ξέχασα να τον ρωτήσω αν πετάνε αλλά ίσως και να ρώτησα και να το απέβαλλα από το χαζοκεφάλι μου και ήταν απαίσιο εκείνο το βράδυ και το επόμενο για να μην σκέφτομαι τέτοια προσπαθούσα πιεστικά να σκεφτώ κανένα καλό γαμήσι και θυμήθηκα εκείνο στον καναπέ, τότε που φορούσα την κόκιννη τουαλέτα που την τραβούσα και δεν άνοιγε και ήμουν απο πάνω και δεν είχα βγάλει το βρακί μου που είναι το αγαπημένο μου αυτό και πίεζα το μυαλό μου να σκεφτεί πόσο κατακαβλωμένη ήμουν εκείνο το βράδυ αλλά η πουτάνα η λευκή κατσαρίδα δε με άφηνε και μόλις πήγαινα να ξεχαστώ και να καβλώσω, την ξαναθυμόμουν και τη σκεφτομουν να περπατάει έτσι όπως οι κατσαρίδες περπατάνε, κι ας μην την έχω δει, κι έτρεμα από το φόβο μου και κοιμήθηκα με τόσο φόβο που ούτε η ζέστη του σεπτέμβρη με πείραζε, ούτε καν το πατζούρι που είχε μείνει ανοιχτό. Στη χώρα που θα πάω δεν έχει κατσαρίδες, μόνο ανθρώπους έχει, σιχαμένοι κι αυτοί χωρισμένοι σε λευκοί και μαύροι κι αυτοί, δεν πετάνε αλλά σέρνονται και κρύβονται και κουβαλάνε εσωτερικά επικίνδυνα μικρόβια και σου γαμάνε και τον ύπνο και τα όνειρα κι αυτοί. Μ' αρέσουν τα μέρη με κρύο γιατί οι ρώγες είναι πάντα μεγάλες και τσούζουν και το δέρμα είναι σαν ανατριχιασμένο και είναι και κόκκινο και οι  άνθρωποι λένε πιο λίγα λόγια γιατί φοβούνται πως αν ανοίξουν το στόμα  θα μπει κρύο μέσα τους και δε μιλάνε. Άλλαξα δουλειά. Δεν φτιάχνω καφέδες για ακρυλικές αλλά πετάω νότες σε ανθρώπους. Εκείνοι κάθονται από κάτω και κοιτάνε και λίγο ακούνε και μετά χωρίς καμία αντίληψη σου λένε οτι μοιάζεις με τη μπαέζ και με τη ζουγανέλη και με την ευσταθία κι εσύ χαμογελάς ή βρίζεις ή τους κάνεις να νοιώθουν απαίσια και μετά τους τραγουδάς  feed your head αλλά στο μουνί τους και στα παπάρια τους, χαίρομαι που έφυγα από τη χαζοαθήνα, τη σιχαινόμουν όσο κι αν αγάπησα τις γειτονιές που έζησα, είναι η πόλη της κατσαρίδας συν του οτι μου πονάει τα πόδια, συν του οτι δε θυμάμαι να ονειρεύτηκα τίποτα της προκοπής εκεί ααα και τώρα  που το  θυμήθηκα ψέμματα είπα, άλλη μια φορά είχα ονειρευτεί οτι η μαμά μου, μαγείρευε στον πολάνσκι αλλά δεν ήταν ο κανονικός πολάνσκι αλλά ήταν ο άντρας της ζαφειρούλας, ναι ό,τι να'ναι τα όνειρα , αλλά και μερικές φορές έχω δει κάτι όνειρα που αν τα έβλεπε ο lynch θα έκλαιγε και ξέρω πια πώς κάνει ταινίες ο βλάκας, σίγουρα τέτοια βλέπει. Εκείνες τις εποχές αναγκαζόμουν να αυνανίζομαι στο μπάνιο, ναι πάλι γι'αυτό μιλάω, ο αυνανισμός είναι η πιο σωστή και άρτια ιδεολογία, είμαι πιστή σε ότι φέρνει κάβλα, πιστή μέχρι θανάτου, όμως στο μπάνιο ποτέ δεν αυνανίζεται κανείς σωστά. Δεν επιτρέπεται να μπλέκονται με νερά τα υγρά και στ' αρχίδια μας αν κάποιος βάζει νερό στο κρασί του, το θέμα είναι να μη βάζει νερό στα υγρά του. Κρυώνει η πλάτη μου πια, κι αυτό είναι μάλλον ένδειξη οτι γερνάω ή κάτι τέτοιο, βάφω τα μάτια μου υπεράπειρα κατάμαυρα και τα νύχια μου κάτι αποχρώσεις του μπλεπράσινου ή πρασινομπλέ, ίσως λέγεται ατλαντικί αυτό το χρώμα, βλέπω τηλεόραση, το κέντρο της αθήνας το έχω γραμμένο στο υπερτέλειο μουνί μου αφού σε λίγο καιρό θα παίζω τζαζ στο  bristol  μέσα στη μαυρίλα στον καραγκρί ουρανό, έχω πια βρει τις εικόνες που ζουν μέσα σε ότι γράφω και χαίρομαι και πάντα πίστευα οτι υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τα πράγματα όπως τα βλέπω εγώ και τους ζηλέυω που μπορούν να βλέπουν εικόνες εκεί που δεν υπάρχουν, κι άλλους ζηλεύω, εκείνους που δε φοβούνται να πουν μαλακίες, εγώ τουλάχιστον δε φοβάμαι να πω τι θέλω σε όποιον θέλω κι αν δεν το καταλαβαίνει τον λυπάμαι και τον χαρακτηρίζει βλάκα το κεφάλι μου. Κάνω και λάθη ναι κάνω όλο λάθη, το πιο μεγάλο μου είναι οτι ανοίγω την τηλεόραση εκεί που όλη η κουραδίλα ζει και αναπνέει, ξεχάστηκε η ράνια βισβάρδη, μόνο λίγο τα απογεύματα ξαναζωντανεύει, εκεί στη γωνία του μαγαζιού με τις βίδες και τα τρυπάνια, ξέχασαν τα μάτια μου να αναγνωρίζουν το δεκατριάρι γερμανικό, ντάξει θα τα ξαναθυμηθώ όλα. Το γερμανικό κλειδί δεν είναι σαν το ποδήλατο και μάλλον ξεχνιέται, θυμόμουν όμως τις γωνίες τις 6x10, δεν είναι και λίγο. Μερικές φορές χρειάζεται να ζήσεις σε άλλες θερμοκρασίες για να καταλάβεις γιατί έχεις δέρμα. Εγώ στους 0 βαθμούς κατάλαβα οτι το δέρμα μου ζωντάνεψε και με ευχαρίστησε επιτέλους μετά απο χρόνια γκρίνιας και ταλαιπωρίας. Αλήθεια μου έλεγε, όπως τα περισσότερα δέρματα, και η απόδειξη ήταν οτι δεν κρύωνα. Γύρισα εδώ τώρα και το σπίτι έχει κρύο, εδώ το δέρμα έπαψε να μιλάει. Κλείστηκε πάλι στον εαυτό του, θα μιλήσει όταν καβλώσει, αλλά καλοκαίρι έρχεται και ξέρει οτι λειψή θα είναι η κάβλα του. Αυτό του αρκεί για να ξενερώσει και να μην πολυμιλάει. Το σπίτι είναι γεμάτο τρύπες, μόλις έφαγα, κι ό,τι κι αν φάω, μετά έχω έναν πόνο στο στομάχι σαν εκείνη τη μέρα στο αεροδρόμιο που πονούσε το στομάχι μου, κουβαλούσα κι εκείνα τα ψεύτικα χιόνια κι ο κύριος αεροδρόμος μου ανοιξε τη βαλίτσα και κοίταζε τί έχω μέσα κι ύστερα μπιπ μπιπ το σίδερο του ποδιού, και ψάξιμο παντού ωχ και στο κεφάλι, μου πασπάτευε η κυρία τα μαλλιά και έπρεπε να κάνω υπομονη, πως να της πω οτ δεν αντέχω να μου αγγίζουν το κεφάλι, κρατιόμουν και σφιγγόμουν κι ίσως γι' αυτό να πόνεσε το στομάχι μου μετά, ή ίσως κι από τα σοκολατάκια με φουντούκι. Ποτέ δε θα μάθω. Πόσα δε θα μάθω. Μαγείρεψα χτες μετά απο καιρό, δεν μπορώ να μαγειρέψω σ'αυτήν την κουζίνα, δεν μου αρκεί το φως. Παλιά μπορούσα, όσο υπήρχε η βιδωμένη καρέκλα κι όσο έπινα εκατό κιλά αλκοόλ την ημέρα. Μαγείρευα τα καλύτερα φαγητά τότε κι ας μην τα έτρωγα. Φτάνει που ήξερα πως δυο μάτια που καθόντουσαν στη βιδωμένη καρέκλα έκαναν ζουμ στον κώλο μου. Τώρα κάνουν τα δικά μου ζουμ στο σιφώνι, είναι τόσο τρομακτικά τα σιφώνια. Είναι που βλέπεις μέσα από τις τρύπες ένα απέραντο μαύρο κι είναι που ξέρεις οτι χωράει να βγει μια κατσαρίδα απο μέσα. Μπορώ να λιποθυμήσω στη σκέψη κι έτσι έρχεται η φίλη μου η λαστιχένια τάπα και με απαλλάσει από τον εφιάλτη. Κλείνω το σιφώνι, κλείνω και τα μάτια, χέσε το φαΐ. Κάνω έναν καφέ και στρίβω τσιγάρο.  Κάθομαι και κρυώνω, δεν ξέρω να ανάβω συτή τη σόμπα με το γκάζι. Τη φοβάμαι. Θα κάτσω μέσα στο κρύο. Θα φέρω στο μυαλό μου τους 0 βαθμούς μήπως αποφασίσει το δέρμα να μιλήσει, να πούμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα.

Τα μαξιλάρια είναι δώρο