71

Το σπίτι της γιαγιάς είναι κάτω απ' της μαμάς όπως πολλά σπίτια γιαγιάδων βρίσκονται κάτω από σπίτια μαμάδων ή και το αντίθετο. Είναι απο κείνα τα οτινάναι σπίτια που κάθε τόσο του χτίζανε κι ένα δωμάτιο ακόμη, κι ένα ακόμη κι έτσι κατέληξε να είναι ένα σπίτι με τυφλά δωμάτια, εσωτερικά παράθυρα, με κάθε δωμάτιο να βρίσκεται σε άλλο επίπεδο, κι αν εξαιρέσουμε το μωσαϊκό της κουζίνας και τα ξύλινα πατώματα στα υπνοδωμάτια, το υπόλοιπο σπίτι είχε κάτω τσιμέντο ναι τσιμέντο ναι τσιμέντο. Επιδιορθώθηκε  σε δόσεις , μερικές άπειρες φορές , όπως ακριβώς χτίστηκε. Η γιαγιά ζούσε στην κουζίνα. Η κουζίνα ήταν τα πάντα σ' αυτο το σπίτι. Η κουζίνα με το μεγάλο παράθυρο και το ντιβάνι και την τηλεόραση και τη σόμπα και το τραπέζι που καθόταν ο παππούς να φάει. Το υπόλοιπο σπίτι ήταν σχεδόν πάντα άχρηστο. Στο μέσα υπνοδωμάτιο κοιμόταν ο παππούς, στο μικρό τυφλό δωμάτιο δεν κοιμόταν κανείς και στο σαλόνι δεν καθόταν κανείς. Το σαλόνι ήταν μέχρι πρότινος το πιο ανυπόφορο δωμάτιο. Με έναν ασπριδερό μουσαμά, με κάτι τετράγωνα σχέδια κάπως σαν πλακάκια, και κάτι βελουτέ πολυθρόνες, ένα στρογγυλό τραπεζάκι που το χε φτιάξει ο μπαμπάς,  κι ένα σκρίνιο τεράστιο να πιάνει όλο τον τοίχο, απο κείνα με τα πολλά ντουλάπια, μερικά με τζάμι μερικά με ξύλο μερικά ράφια και φυσικά με ένα φαρδύ ντουλάπι με τους μεντεσέδες απο κάτω που άνοιγε προς τα έξω και κάτω, που μέσα είχε κάτι μπουκάλια με αυτά τα απροσδιόριστα ποτά, που είναι πάντα γλυκά και που τα καπάκια τους πάντα κολλάνε και κάνουν χρ χρ όταν πας να τα ανοίξεις και βρωμάνε. Μαζί με αυτά κι άλλα μικρά μπουκαλάκια σουβενίρ, ρακή από την κρήτη σε ένα κιτς ξύλινο μικρό, σούμα από τη Ρόδο, ένα βαζάκι με ποτό Κέρκυρας και τελοσπάντων διάφορες αηδίες απο νησιά, αναμνηστικά όλα ή δώρα, απο κείνα τα δώρα της υποχρέωσης τα υπεραναμενόμενα και βαρετά που όταν στα φέρνουν θέλεις να τα πετάξεις την ίδια στιγμή και να βρίσεις κιόλας την έλλειψη φαντασίας του κάθε βλάκα που τα αγόρασε. Το αγαπούσα αυτό το ντουλάπι παρόλαυτά, μπορεί επειδή άνοιγε έτσι. Το σαλόνι θα μπορούσε να θεωρηθεί το δωμάτιο του θανάτου μιας και χρησιμοποιήθηκε όταν πέθανε ο παππούς  κι ύστερα όταν πέθανε η γιαγιά κι ύστερα όταν πέθαναν κάτι έρωτες εκεί. Τα χρόνια που η γιαγιά αρρώστησε πολύ, το σπίτι είχε γεμίσει ξύλινες μπάρες σε όλους τους διαδρόμους για να κρατιέται  και να πηγαίνει στην τουαλέτα, κι ύστερα όταν αρρώστησε πιο πολύ το σπίτι γέμισε ράμπες για να πηγαίνει η γιαγιά μέχρι έξω με το καροτσάκι, κι ύστερα όταν αρρώστησε ακόμα πιο πολύ, δίπλα στο ντιβάνι της κουζίνας είχε μια χημική τουαλέτα, κι όταν η γιαγιά πέθανε έμειναν οι τρυπες από τις μπάρες στους τοίχους, τρύπες που ξεκίνησαν με οχτάρι τρυπάνι αλλά καθώς οι τοίχοι ήταν παλιοί και διαλυμενοι κατέληξαν να θέλουν δεκάρι βύσμα και ναααα κάτι στριφώνια τεράστια 8x80 και όλο το σπίτι ήταν πάντα γιαγιά, μέχρι που εγώ αποφάσισα να μείνω εκεί και το σπίτι άλλαξε κάπως αλλα το σαλόνι έμενε ίδιο, και πάλι ζούσα στην κουζίνα κι εγώ με έναν ψευτοέρωτα, κι όταν ο ψευτοέρωτας έφυγε, πάλι άλλαξε το σπίτι κι έγινε εντελώς δικό μου, ολόδικό μου, και πάλι ο μπαμπάς το έφτιαξε από την αρχή, αυτή τη φορά έφτιαξε και το σαλόνι , το γέμισε με μια τεράστια βιβλιοθήκη που κάνει μια γωνία κι έφτιαξε και καναπέδες κι απ' όλα ο μπαμπάς, η μαμά έφερνε μπιχλιμπίδια για τη διακόσμηση που εγώ κάθε τόσο πολύ μεθοδικά εξαφάνιζα και τα πήγαινα στο τυφλό δωμάτιο, κι έτσι άρχισα να ζω σε όλο το σπίτι, και μετά μια μέρα εγώ η Σ. κι η μαμά πήγαμε στη συμβολαιογράφο για να κάνουμε τα σπίτια δικά μας, και η Σίσσυ πήρε το πάνω κι εγώ το κάτω της γιαγιάς και η συμβολαιογράφος διάβαζε δύο ώρες κάτι ακατάληπτα κι έλεγε κάτι για ψηλές κυρίες κι έλεγα στη Σ. για σένα λέει, περίμενα να πει και για τις μετρίου αναστήματος κυρίες αλλα δεν είπε, δεν τη συνέφερε μάλλον γιατί μετά έπρεπε να πει και για τον εαυτό της και τότε θα έπρεπε να πει για τις πολυ πολυ κοντές κυρίες, πουτσομεζές η συμβολαιογράφος, βαμμένη σα θειά, σοβαρή και βαρετή μέχρι λιποθυμίας, με βαρετό γραφείο κάπου στην Ταντάλου, χαχανίζαμε με τη Σ. μας έπιασε νευρικό, ήταν δίπλα κι ο βλαχοδικηγόρος με τον χοντρό κώλο που είχε ξεσκίσει κάτι σοκολατάκια, κι η μαμά σοβαρή η καημένη, βαριόταν κι αυτή, τόσες χαμένες ώρες από τη ζωή μας, βάλε κι άλλες τρεις στην συμβολαιογράφο, κι όταν  βγήκαμε απο κει , το σπίτι ήταν δικό μου όμως εγώ δεν άντεχα άλλο να ζήσω εκεί κι έφυγα και πήγα σε ένα άλλο και καλύτερα να τον σκότωνα το μπαμπά που του το' κανα αυτό, ευτυχώς δεν έκανε άλλη απόπειρα γιατί αυτή τη φορα ήμουν πιο χάλια απ' αυτόν, στην έσκασα μπαμπά, όμως κάθε μέρα το 'λεγε ο μπαμπάς και τί κάνεις εκεί μόνη σου, ένα δωμάτιο είναι, και σε σκέφτομαι κάθε βράδυ εκεί μόνη σου και έχω ασφυξία, ναι μπαμπά κι εγώ έχω άσε με, και μ' άφηνε, αλλα επανερχόταν και το νεφρό μου θα δινα και όλα για σένα και δε μπορώ να σε βλέπω έτσι Λινούλα, ναι μπαμπά μου ξέρω και το νεφρό και το συκώτι και τη σπονδυλική σου στήλη αλλά άσε με, δώσε την καταθλιψάρα σου να την πετάξουμε κι άσε τα συκώτια και τα εντόσθια και πάλι σταματούσε ο μπαμπάς και μια μέρα βαρέθηκα στο άλλο σπίτι, τελειώσε κι η ασφυξία και γύρισα πάλι στο σπίτι της γιαγιάς που τώρα ήταν δικό μου και πάλι αλλαγές και βάψιμο και στοκάρισμα και τώρα μαμά και μπαμπά μην έρχεστε γιατί εδώ θα έρχονται αγόρια να βγάζουμε τα μάτια μας. Δεν ήταν το καλύτερό τους αλλά από το να μένω μακρυά, ας είμαι και τσουλάκι που φέρνει αγόρια στο σπίτι. Ήρθαν μερικά αγόρια αλλά δεν ήθελα να μείνουν, έφευγαν κι έμενα εγώ και ξανακοιμόμουν μέχρι το μεσημέρι και μια μέρα περίμενα ένα αγόρι που μάλλον ήθελα να μείνει και είπα στη μαμά να μην πατήσει όλο το σαββατοκύριακο γιατί θα βγάζω πάλι τα μάτια μου και θα ερωτεύομαι, κι έκλεισα τα παντζούρια κι ήρθε το αγόρι και βγάλαμε τα μάτια μας κι ερωτευόμασταν δυο μέρες και σκυλογαμιόμασταν ταυτόχρονα γιατί μόνο έτσι ερωτεύεσαι, κι η μαμά ξέχασε να ειδοποιήσει και τον μπαμπά, και το απόγευμα το αγόρι πήγε μέχρι την τουαλέτα γυμνό, με άφησε καταχυμένη μέσα στο υπνοδωμάτιο κι άκουσα την πόρτα να ανοίγει και τη φωνή του μπαμπά να ρωτάει που είμαι και φώναξα, μπαμπά είμαι στο υπνοδωμάτιο και δεν είμαι μόνη μου κι ο μπαμπάς εξαφανίστηκε, μπορεί να σκόνταψε δεν ξέρω, μπορεί να δάγκωσε ότι έχει και δεν έχει, και μόλις άκουσα την πόρτα να κλείνει πάλι, ήρθε το αγόρι που τυχαία βγήκε από την τουαλέτα και σκεφτόμουν πως αν είχε βγει ένα δευτερόλεπτο πριν, θα ερχόταν  μούρη με πούτσο με τον μπαμπά μου κι εγώ ύστερα θα έπρεπε να πω, κοίτα μπαμπά τί ωραίο αγόρι με ωραίο πούτσο βρήκα γιατί θα ήταν γελοίο να πω μπαμπα απο δω το αγόρι που σου πηδάει την κόρη, ευτυχώς όλα αυτά αποφεύχθηκαν, έμεινε μόνο ο μπαμπάς δαγκωμένος και τον μάλωσε κι η μαμά μετά που μπήκε έτσι, και κουβέντα δεν έχει ειπωθεί γι' αυτό όπως και γι' άλλα που όλοι ξέρουμε μα ποτέ δε μιλάμε. Μετά ξαναέφυγα για πολύ καιρό, κι ερχόμουν κάθε τόσο και το σπίτι ήταν πάντα αλλιώς, κάθε φορά είχε καινούργια πράγματα μέσα, τα μπιχλιμπίδια είχαν επιστρέψει από το τυφλό δωμάτιο πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης, τα συρτάρια γέμιζαν με μαμαδίστικα πράγματα και τα ντουλάπια της κουζίνας με σάλτσες που έφτιαχνε η μαμά, με ταψιά που δεν πολυχρησιμοποιούσε η μαμά, οι ντουλάπες με ρούχα που δεν πολυφοράει η μαμά, κι η τζαμαρία με φυτά και λουλούδια που θέλει να σώσει από το κρύο η μαμά κι η κατάψυξη με κρέατα για το μέλλον, και δε με ενοχλούσε τίποτα γιατί ερχόμουν για λίγο, και μετά που αρρώστησα κι εγώ πολύ το σπίτι ξαναγέμισε βοηθητικές ρόδες για να κινούμαι, κι ένα καρότσι δίπλα μου, και μια αυτοσχέδια μπάρα στην είσοδο της τουαλέτας για να ανεβαίνω το σκαλοπάτι, να κρεμιέμαι και να ανεβαίνω, κι έτσι έκανα, σηκωνόμουν στο ένα πόδι και κρεμιόμουν και πηδούσα, και πάλι με έσωσε η πατέντα του μπαμπά που βίδωσε ένα σιδερένιο σωλήνα 1/2" στο κάσωμα της πόρτας και έβαλε και επένδυση vidoflex για να είναι μαλακό να μην πονάνε τα χέρια μου, και πάλι άλλαγές και το τραπέζι στην άκρη και βιδωμένη πλάτη στο ντιβάνι της κουζίνας, και μπαλαντέζες μέχρι το κρεβάτι και πολύμπριζο με διακόπτη δίπλα μου, αλλά αυτή τη φορά η μαμά δεν είχε όρεξη για διακόσμηση, κι έγινα καλά και ξαναέφυγα και τώρα ξαναήρθα  για να ξαναφύγω πάλι αλλά αυτή τη φορά μάζεψα όλα τα μπιχλιμπίδια σε μια σακούλα, τα ρούχα, τα ταψιά και τα έδωσα στη μαμά για να σιγουρευτώ οτι δεν θα επιστρέψουν γιατί το σπίτι μάλλον δεν αντέχει άλλο. Εγώ αντέχω. Το σπίτι όχι.

Η φώτο πάλι με τα πόδια, πάλι απο δω