5131710

Λάθος είναι οι άνθρωποι. Έπρεπε να κοιμούνται απο τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Εγώ κοιμάμαι. Σιχαίνομαι το καλοκαίρι και τον ήλιο όσο τίποτα. Όλα λάθος τα κάνουν όλοι. Ο ήλιος είναι ωραίος για πολύ λίγο, μόνο το χειμώνα για να μην πω για τη θάλασσα, τα' χουμε ξαναπει. Βαριέμαι αφόρητα τους ανθρώπους όλο το χρόνο αλλά το καλοκαίρι ευχαρίστως να μπορούσα να τους πυροβολήσω. Ζω και βαριέμαι, βαριέμαι τόσο πολύ, ο Ζοζέ θέλει βόλτες. Πόσο βαριέμαι να κάνω βόλτες. Πώς μπορεί να θέλει βόλτες; Οι άνθρωποι βρήκαν αυτο το καινούργιο ρήμα που το λένε γιούρω και κλίνεται κάπως σαν: εγώ γιούρω, εσύ γιούρεις, εμείς γιούρουμε, αυτός γιούρει και τα λοιπά και τα λοιπά. Γιούρουν όλοι τα βράδυα. Ανοιχτά τα παράθυρα πάλι κι η απέναντι Ιωάαααννα Αντωνιιιιιιία. Αυτή η Ιωάννα και η Αντωνία δε μεγάλωσαν ακόμα;;; Μεγαλώστε κωλόμωρα.  Αντε να αρχίσετε να πηγαίνετε στα Hondos να ηρεμήσετε. Όλα είναι λάθος το καλοκαίρι. Όταν είμαι ιδρωμένη δεν αντέχω να με ακουμπάνε.Το σεξ το καλοκαίρι ειναι ένα έγκλημα. Κοιμήθηκα χωρίς βρακί γιατί ο ανεμιστήρας ήταν μπροστά στη ντουλάπα και ήξερα πως αν τον ακουμπήσω έστω και λίγο θα πέσει και μετά δεν θα μπορέσω να τον στερεώσω πάλι. Η μαμά της Αντωνίας και της Ιωάννας καπνίζει στο μπαλκόνι, ανάβει τα φώτα του μπαλκονιού, ο άντρας της γιούρει και καμιά φορά γιούρει με τους φίλους του, εκείνη πηγαινοέρχεται απο το μπαλκόνι στην κουζίνα και ξαναείναι μελαχρινή. Στην πυλωτή της δεξιάς πολυκατοικίας είναι και το άλλο παιδάκι που δεν ξέρω το όνομά του , έχει αυτο το τηλεκατευθυνόμενο και κάνει έναν ήχο σαν βζουν βζουν, εκνευριστικότατο, μάνες δεν έχουν να τα μαζέψουν; Εμένα το Ζοζεδάκι μου ούτε που ακούγεται. Κοιμάμαι αργά. Θα ' θελα να διαβάσω κάτι , δε γίνεται να διαβάσω όμως. Είναι καλοκαίρι και δε θέλω να με ακουμπάει τίποτα. Βγαίνω μια βόλτα. Θέλω να αγοράσω αφρόλουτρο. Βλέπω ανθρώπους που τους λένε γυναίκες. Συνήθως δε γιούρουν. Κι αν τους ρωτούσες τι θα ήθελαν θα σου έλεγαν οτι θα ήθελαν να εφημερεύει η να διανυκτερέυει το χόντος σέντερ. Χοντος σεντερ- μπακ.  Ας μου εξηγήσει κάποιος πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που να ασχολούνται όλη μέρα μ' αυτά; Γιατί ζουν; Σκέφτομαι τον αγαπημένο μου Σιμωνίδη με τις κομμένες κεφαλές. Σκέφτομαι κι όλες αυτές. Θα τις φωνάζω κομμένες κλειτορίδες. Απο χτες ακούω τη δέκατη. Και τώρα. Και χτες. Κι απο χτες. Πάλι και πάλι. Είχα καιρό να το κάνω αυτό πάλι. Ξέχασα να κλείσω το πατζούρι, το σιχαίνομαι το φως του ήλιου. Δίνει μια άσχημη κιτρινωπή όψη σε όλα. Χαλάει όλες τις εικόνες. Δεν είναι δυνατόν να καυχιούνται οι επιστήμονες, αφού δεν έχουν βρει ακόμα έναν τρόπο να τον σβήνει όποιος δεν τον θέλει. Θέλω να προσλάβω κάποιον να γεμίζει τις θήκες για παγάκια και τα μπουκάλια. Το κρεβάτι είναι μεγάλο και άδειο. Μόνο εγώ είμαι επάνω κι ο Ζοζέ βρίσκει ευκαιρία κι ανεβαίνει και δεν τον καταλαβαίνω. Ορίστε, ούτε να γράψω μπορώ. Ακουμπάνε οι παλάμες μου στο πληκτρολόγιο και ιδρώνουν. Σε μερικές μέρες που θα γίνει η εγχείρηση, θα έρθει η μαμά. Θα είναι πάνω από το κεφάλι μου, θα κοιτάει το σπίτι στις γωνίες. Της την έσκασα φέτος. Εχω καθαρίσει μέχρι και το πάνω μέρος του  χαλκοσωλήνα  του καλοριφέρ, και το πλαστικό  φ12 του απορροφητήρα και  έχω ρίξει κι εκείνη τη νεκροκεφαλή στην τουαλέτα. Κουβέντα δεν θα μπορεί να πει. Ίσως την καταφέρω να καθόμαστε! Ο μπαμπάς αυτό το καλοκαίρι θα μετατρέψει την κατάθλιψή του σε φωτοβολταϊκή και άρα δεν θα αυτοκτονήσει, και για του χρόνου βλέπουμε τί θα τον κάνουμε.  Παίρνει το αυτί μου κουβέντες απο κομμένες κλειτορίδες. Μιλάνε για το ποιός είναι πιο ωραίος γκόμενος απο τους ποδοσφαιριστές. Κι ύστερα αμέσως μιλάνε για κρέμες. Κρέμες παντού. κρέμες για όλα.  Θέλω να κάνω εμμέτό. Θέλω να πάω κοντά να τους ρωτήσω πράγματα. Αλλά πάλι σιχαίνομαι. Και βαριέμαι κιόλας. Η μόνη κρέμα που θα θελα να υπάρχει είναι μια που να σε κάνει να κρυώνεις. Να μουδιάζει τα νέυρα που ευθύνονται για την αίσθηση της θερμοκρασίας και να μην ιδρώνεις. Αυτην την κρέμα θέλω. Για να μπορώ να ΧαίρομαιΤοΓαμήσιΚιΑυτόΤοΚαλοκαίρι.Αυτός ο κύριος πελαργός ή γλάρος δε θυμάμαι τί είναι, όταν λέει όχι σκουπίδια και πλαστικά γιατί δε συμπεριλαμβάνει και τους ανθρώπους;  Γιούρισα κι εγώ λίγο προχθές. Με κουράζει αυτο το πράσινο γκαζόν. Αφού είναι ψεύτικο γιατί δεν το κάνουν άλλο χρώμα;  Η Λισαβόνα τώρα δεν θα έχει πάθει νύχτα ακόμα. Θα είναι απόγευμα. Θα φυσάει ένας μικρός ατλαντικός αέρας που δεν θα ακούγεται και θα τα κάνει όλα να μυρίζουν δυτικά. Θα καθόμασταν ψηλά στη Santa Catarina με μερικές Sagres και μερικά risois και θα ρίχναμε κάτι φιλιά. Δεν θα υπήρχε περίπτωση να είμαι ιδρωμένη και θα είχα κάτι κάβλες χίλιατριανταεκατό κιλά. Θα κοιμομασταν  απότομα το πρωί μετά απο σεξ, με το βρακί ακόμα στο πλάι και χωρίς να κατουρήσουμε για να μπερδεύεται εκείνη η πίεση και το τσούξιμο της κάβλας με κείνη την πίεση και το τσούξιμο του ΘέλωΝαΚατουρήσω.Τεντώνομαι. Εχω ανάγκη τον ανεμιστήρα πιο πολύ απο οτιδήποτε άλλο. Θα ΄θελα να έχω μικρά βυζιά το καλοκαίρι. Είναι απάνθρωπο να έχεις βυζιά το καλοκαίρι. Είναι απάνθρωπο να υπάρχει χοντοςσεντερ. Φοβάμαι όποτε μπαίνω μέσα μην πατήσω καμιά κλειτορίδα και πέσω και πάλι σίδερα και βίδες. Όποτε κατεβαίνω απο το σπίτι και περνάω απο την πόρτα της κωλοοικογένειας στον πρώτο τους κλωτσάω το χαλάκι. Πότε θα καταλάβεις μωρή κοντή  οτι είναι επικίνδυνο; Θέλω να πέσει ολη η πολυκατοικία. Τους σιχαίνομαι όλους όσους μένουν εδώ. Ο μαλάκας ιδιοκτήτης με τη γυναίκα φάντασμα που μαζέυει ελιές όλο το χρόνο όλο το εικοσιτετράωρο, αφήνει το λάστιχο να τρέχει στο μπαλκόνι. Κλείστο ρε γαμημένε μαλάκα. Δε φτάνει που ξοδεύεις το οξυγόνο μου, ξοδεύεις και το νερό μου. Δεν έχω υπομονή. Το καλοκαίρι με φέρνει πιο κοντά σε ανθρώπους. Παράθυρα ανοιχτά, φωνές, όλοι έξω, τους συναντάς πιο πολύ. Τους σιχαίνομαι. Πολύ τους σιχαίνομαι. Δεν είναι τίποτα. Ποτέ δεν θα είναι τίποτα. Δεν μπορούν να θέλουν να είναι τίποτα. Εκτός αυτού,  δεν έχουν μέσα τους ούτε ένα όνειρο.