000-64

Θυμάμαι τους με το ζόρι μεσημεριανούς ύπνους στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά έβαφε τους τοίχους με λαδομπογιά, συνήθως μπεζ. Για να δροσιστώ ακουμπούσα το μέτωπό μου πάνω, κολλούσα τη μούρη μου, και μαστούρωνα εφηβικά, ακρυλικά, και διαλυτικά. Τώρα πια οι λαδομπογιές δε μυρίζουν έτσι. Υδατοδιαλυτά χρώματα, eco-μαλακίες και περιβάλλον. Αρχίδια. Και οι αναμνήσεις; Θυμάμαι και το ρελιέφ στο σπίτι μας, να μου γδέρνει  αγκώνες και δάχτυλα. Μετά άρχισε ο μπαμπάς να βάφει σκέτο πλαστικό, και τώρα χρώμα πάνω στο χρώμα οι τοίχοι είναι απλώς λιγάκι ανώμαλοι όπως όλοι μας μέσα στο σπίτι. Οι τοίχοι δεν πληγώνουν. Οι άνθρωποι μόνο. Κι αυτό είναι το πιο εύκολο. Το μπορούν όλοι. Να περνάς μέσα από τις ζωές των ανθρώπων για τόσο λίγο, να ρουφάς, και να τους πληγώνεις.  Να εξαφανίζεσαι μετά γιατί πήρες τη δόση σου. Οι άνθρωποι έλκονται από το άγνωστο. Οι άγνωστοι τους φαίνονται πάντα πιο γοητευτικοί γιατί δεν τους θυμίζουν ποιοι είναι. Δεν τους ξέρουν κι αυτό  είναι από μόνο του μεγάλη ανάγκη, όταν δεν θέλεις και πολύ να ξέρεις τι είσαι. Εγώ τρομάζω με αυτό που είμαι το πρωί. Είμαι εκείνη που δεν μπορεί να ανασάνει όπως θέλει. Πηγαίνω καφέδες σε ανθρώπους που με τρομάζουν. Και τελικά δεν ξέρω αν με τρομάζουν οι΄ξένοι πιο πολύ από εκείνους που νόμιζα οτι ξέρω. Κανέναν δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω. Κρατάω καφέδες στα χέρια, περνάω το δρόμο, μπαίνω σε χώρους που μυρίζουν αρώματα, βερνίκια κι ακρυλικά. Κι όμως καμία μυρωδιά δεν με κάνει να συγκινούμαι όσο η λαδομπογιά της γιαγιάς. Ακρυλικό απο ακρυλικό διαφέρει όσο κι οι άνθρωποι μεταξύ τους. Ανοίγω την πόρτα κι αντικρύζω χαμόγελα ηλίθια. ηλίθια πανηλίθια. Χαμογελάω κι εγώ, δίνω τους καφέδες, παίρνω λεφτά, δίνω τα ρέστα, κι επιστρέφω. Κι ύστερα ξανα τηλέφωνο, θέλουν πάλι καφέ οι ακρυλικές. Ξαναπερνάω το δρόμο, ξανανοίγω την πόρτα. Χαμογελάνε πάλι αλλά είναι αλλιώς. Όλη μέρα βάφονται, βάφονται, βάφονται, τρομάζω. Θέλω να βρω ένα μακιγιάζ, να είναι σα μάσκα, να κρύβει το πόσο εμετό θέλει να κάνει το κεφάλι μου σε κάθε συναναστροφή μου μαζί τους. Ξαναχαμογελάω, τους στέλνω όλη μου την οστεοπόρωση και επιστρέφω. Ξέρω ποιά ώρα, ποιοί θα έρθουν, τί θα πουν όταν μπουν, τί θα πουν όταν βγουν, τι θα κοιτάζουν όσο τους ετοιμάζω τις αηδίες που παραγγέλνουν. Με ρωτάνε που έφτιαξα τα μαλλιά μου, απο που πήρα τα ρούχα μου, με περιεργάζονται σαν εξωγήινη κι εγώ τα βράδυα ονειρεύομαι να ήμουν μια ακρυλικιά. Απο τόση δα σιχαινόμουν τα γυαλιστερά πράματα Κυρίως στο ανθρώπινο σώμα κι ακόμα πιο ειδικά τα γυαλιστερα χείλια. Σιχαίνομαι να γυαλίζουν τα χείλια μου, με αηδιάζει η αίσθηση κι οι γυναίκες που γυαλίζουν τα χείλια τους κι είναι οι τσάντες τους γεμάτες με γυαλιστικά,, σιχαίνομαι, και καπνίζουν και το τσιγάρο γίνεται αηδιαστικό, κοιτάζω το φίλτρο να γυαλίζει κι ανακατεύομαι, δε μ' αρέσουν τα γυαλιστερά, μόνο η λαδομπογιά της γιαγιάς μου άρεσε. Δε θέλω να πω άλλο για τις ακρυλικές, υπάρχουν κι οι αγχωμένοι που πίνουν όλοι e-stress-o, και πάλι κάθομαι και σκέφτομαι τί είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να θέλουν τους καφέδες γλυκούς πικρούς μέτριους. Από την πρώτη φορά που έφτιαξα καφέ να πιω, ποτέ δεν κατάλαβα αν τον θέλω πικρό μέτριο ή γλυκό. Κάθε φορά τον φτιάχνω αλλιώς. Χίλιες φορές παρακαλάω να έρθει λίγο κρύο προς τα 'δω, δεν έρχεται, έχω εναν μόνιμο ανεμιστήρα μέσα στο κεφάλι μου,  κάνει βουυυυυυυυυυ, βουυυυυυυυυυ, μου βουλώνει το αριστερό αυτί, μου χώνει σκουπιδάκια στο αριστερό μάτι και κάνει τις τρίχες του Ζοζέ να πετάγονται παντού. Το σεξ που κάναμε εκείνη τη μέρα ήταν σαν εκείνο το τραγούδι που βάλαμε μετά, ποιό ήταν; ποιό ήταν; Θα το θυμηθώ σίγουρα, θα το θυμηθώ και θα το τραγουδάω ναι; Το δέρμα σου είναι παιδικό, οι εκφράσεις σου, κι η φωνή σου εκείνη τη μέρα που σου λεγα οτι πεινάω και πρέπει να με ταΐσεις και συ είπες, 'πες μου ότι θέλεις και θα στο φέρω' , το είπες με μια φωνή πολύ μικρή, εκείνη η φωνή είναι πάντα μέσα στα αυτιά μου, την εμποδίζει λίγο ο ανεμιστήρας αλλα την ακούω. Σήμερα δεν πήρα τσιγάρα, βλακεία, δεν είδα τον κύριο Σπύρο. Αύριο θα πάρω πάλι, κάθε μέρα κάθε μέρα μέχρι να με μάθει καλά ο κύριος Σπύρος κι εγώ τότε θα μπορέσω να του πω, κύριε Σπύρο είστε ίδιος ο ΆΛβαρο Ντε Κάμπος κι αυτός θα με κοιτάζει κι ύστερα θα του διαβάσω την Tabacaria , θα του την τυπώσω κι εκείνος θα τη βάλει στον τοίχο μαζί με τα παλιά χιλιάρικα και τα ευρώ και τα τηλέφωνα της Δέλτα και της Pepsi,  ναι μη γελάς σου λέω θα μετατρέψω όλο τον κόσμο σε πορτογάλο μη φοβάσαι. Προς το παρόν έχω μετατρέψει εσένα και λίγο τον κύριο Σπύρο. Μόνο τις ακρυλικές θα αφήσω γιατί ..ωχ κοιμήθηκες; Εεε αφού έβαψα τα νύχια μου ποιός θα μου στρίβει τσιγάρα; Αφού είπαμε οτι δεν θα κοιμηθούμε σήμερα γιατί κοιμήθηκες; τί όνειρο βλέπεις; δώσε μου κι εμένα λίγο, κι εγώ νύσταξα και πρέπει σε πολύ λίγο να ξυπνήσω να πάω καφέ στις ακρυλικές. Κάτσε να ξεκινήσω από τώρα να χαμογελάω μήπως και καταφέρω μέχρι το πρωί να το πετύχω.