5 77-2

Αυτό το ταξίδι μπόρεσα να σου προσφέρω. Εγώ πάντα λάτρευα τους φάρους, τους ανεμόμυλους, τις τεράστιες γέφυρες και μερικές φορές τα κεραμίδια αλλά όχι πάντα γιατί μερικές φορές σου έρχονται και στο κεφάλι και εμένα μου έχουν πέσει μερικά ανεπανόρθωτα και λίγο με έχουν σκυλογαμήσει αλλά έτσι κι αλλιώς κεραμίδια θα μείνουν για πάντα κι αφού έχουν αυτό το χρώμα ποιός μπορεί να τους πάει κόντρα; Σε είδα σήμερα να περπατάς ζωντανός κι ολοζώντανος και πάλι σε ερωτεύτηκα εκεί γύρω στο 1926. Εγώ ποιανού είμαι; Το ταξίδι τελείωσε και φυσικά δε συγκρίνεται με τα ταξίδια που μου έχεις προσφέρει εσύ πάνω στον καναπέ. Αγαπημένε μου Φερνάντο, ξεπεσμένε περπατητή με κάλεσες πάλι στην αγαπημένη σου πόλη κι εγώ πήρα τα χίλια αεροπλάνα και ήρθα πάλι με την ίδια αγάπη κι αγωνία που έρχομαι πάντα, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήρθα μόνη. Σου τον έφερα να τον δεις κι εσύ. Να καταλάβεις γιατί διαλύομαι λίγο- λίγο. Η μαμά δεν καταλαβαίνει τα ταξίδια στα ίδια μέρη. Εγώ τις λέω πως το -ίδια βγαίνει από τα ταξίδια αλλά πάλι δεν καταλαβαίνει. Λέει Πάλι στην Πορτογαλία πουλάκι μου θα πας; Όχι ρε μαμά στην Πορτογαλία, στη Λισαβόνα θα πάω μην τα μπερδεύεις. Η μαμά δεν τηλεφωνεί κάθε μέρα όταν φεύγω για ταξίδι. Της τηλεφωνώ και κάνει εκείνες τις άσκοπες ερωτήσεις , φτάσατε καλά; όχι μαμά μας απήγαγαν αλλά σε παίρνω τηλέφωνο, τί καιρό κάνει εκεί; χάλια μαμά έχει μείον χιλιουςδεκατέσσεριςεξι βαθμούς και τώρα που σου μιλάω ξεκολλάει το αυτί μου, τι τρώτε εκεί παιδί μου; τίποτα μαμά εδώ δεν τρώνε. Την αγαπώ που είναι η πιό μαμά του κόσμου αλλά κάθε φορά με εκπλήσσει και γίνεται πιό μαμά ακόμα. Απορώ πόσο πιο μαμά θα γίνει μια μέρα. Η πόλη έλιωσε από το περπάτημά μας και της λείπουν και δυο πέτρες από το πεζοδρόμιο της Rua do Alecrim και σκέφτομαι να ξηλώσω ένα πλακάκι από το σπίτι μας να τις χώσω στο δάπεδο όπως -όπως, περίπου όπως χώνω πάντα ένα λουλούδι στα μαλλιά μου και πόσο γυναίκα νιώθω όταν το κάνω αυτό και πόσο σα γυναίκα με κοιτάς. Θυμάμαι όλα τα εφηβικά μου χυσίματα, λειψά και άτσαλα, απο ' κείνα που πάντα σου περισσεύει εαυτός. Οι άνθρωποι που γαμιούνται απο ανασφάλειες , που το μόνο που τους "καβλώνει" είναι το κρέας, το τίποτα, το μηδέν, κάθε φορά που γαμιούνται τους προστίθεται ένα βάρος, γίνονται λίγο χειρότεροι. Εκείνοι που γαμιούνται για να χαριστούν, για να γίνουν τρισσεκατομμύριαεξιακόσσιαένα κομμάτια πάνω σε άλλον άνθρωπο εκείνοι καβλώνουν ακομα πιο πολύ, όλη τους η ζωή γίνεται ένα ατέλιωτο γαμήσι και κάθε φορά που χύνουν με ο,τι όμορφο τους συμβαίνει δεν περισσεύει τίποτα. Αδειάζουν, γίνονται καινούργιοι, λίγο πιο όμορφοι και συνεχίζουν. Πάντα μπέρδευα το πρόσωπο στο οποίο γράφω. Είναι πάντα ένας και πάντα εσύ Φερνάντο και παίρνεις άλλες μορφές ακριβώς έτσι όπως σου αρέσει και τώρα είσαι πια αυτός που ζει μαζί μου στο σπίτι με το στρογγυλό δωμάτιο που όταν βρέχει πλυμμηρίζει πιο πολύ από οτι οι δρόμοι και χτες πέντε μαμαδίστικά τάπερ που άλλοτε φιλοξενούσαν μελιτζάνες στον πάτο τους τώρα γέμισαν με νερά της βροχής, και με λίγο Τάγο και με λίγο Ατλαντικό που αυτή τη φορά τον πιάσαμε στον ύπνο αγάπη μου και ήταν ήσυχος και δε μας έκανε μούσκεμα και ξέρεις κάτι; Όσο ήμουν εκεί στο τέλος του κόσμου, με τον ατλαντικό αέρα να μου ξεριζώνει το λουλούδι από τα μαλλιά σκεφτόμουν πως δε φοβάμαι το θάνατο. Με μουδιάζει αλλά δεν τον φοβάμαι. Τρέμω μόνο μην πεθάνω και δεν το καταλάβω. Μην πεθάνω και δεν το καταλάβεις ούτε εσύ, γι αυτό στα' λεγα αυτά μέσα στο AirBus θυμάσαι; Μη φοβάσαι σου είπα αφου μας είπε ο πιλότος μου οτι τα αεροπλάνα δεν πέφτουν, κι ότι κι αν γινόταν εγώ θα τον έπαιρνα ένα τηλέφωνο και θα μας έλεγε πώς να το προσγειώσουμε. Να ξέρεις πως εκείνα τα δάκρυά σου μέσα στο σινεμά τώρα έχουν γίνει ατλαντικός και τα φιλιά σου πάντα έχουν γεύση απο μπακαλιάρο και το' ξερα πως γεννήθηκες για να περπατήσεις ανάμεσα σε χίλια ιμαλάια πλακάκια και πως και γω γεννήθηκα για να σε δω να το κάνεις. Σε ρωτάω σαν κοριτσάκι αν είσαι ερωτευμένος μαζί μου όπως στην αρχή, μου απαντάς πως είσαι περισσότερο κι εγώ παίρνω τόση δύναμη που θα μπορούσα να κολλάω μαλλιά τρεις μέρες και καμιά φορά όταν γαμιόμαστε είσαι τόσο μέσα μου που νομίζω πως βγαίνουν σπίθες όπως στην ηλεκτροκόλληση κι όταν τελείωνουμε νομίζω πως έχουμε αλλάξει όργανα. Δεν καταλαβαίνω ποιός μπαίνει μέσα στον άλλο και χρειάζεται πάντα να βάλω το χέρι μου μετά για να βεβαιωθώ πως είμαι εγώ αυτή με το καταφύγιο καταρράκτη κι εσύ το ζώωο που μπαίνει για να φάει κι ύστερα να κοιμηθεί. Είμαι τόσο ζωντανή που νιώθω και τις τρίχες μου να έχουν χτύπους, κι όλες τις ίνες του σάλιου μου να μιλάνε και να τραγουδάνε κι αυτός ο ενδιάμεσος σταθμός στη Βόρεια ευρώπη με ξενέρωσε και όλες οι ξανθές ηλιοκαημένες κυρίες της Ζυρίχης που τα βράδυα κάνουν μάσκα μουνιού πριν κοιμηθούν και η βόλτα στα εμπορικά τις καβλώνει πιο πολύ από μια βόλτα στην Alfama, δεν ξέρουν πως άν ενώσουν όλες μαζί τα υγρά του κόλπου τους δεν φτάνουν τα υγρά του δικού μου όταν χώνομαι μέσα στο παντελόνι σου μα ίσως να μην τους νοιάζει κιόλας. Φτάνει η Λισαβόνα αγάπη μου, του χρόνου πάλι. Τώρα γυρίσαμε στην πόλη της μπουγάτσας κι εγώ θα τρέξω να σου βρω μια μπουγάτσα με μπακαλιάρο, θα σε δω να την καταβροχθίζεις και μετά... Μετά δεν ξέρω, είμαι κουρασμένη ακόμα και πονάνε οι γάμπες μο υ. Λέω σήμερα να κοιμηθώ πάνω στις στέγες της Ρουμανίας.