75δ.φ.π.τ.γ

 
 
 

Το σπίτι αυτό δε θα χαρεί ποτέ τίποτα. Στεγνό δεν ξέρει να μένει. Η υγρασία του χρόνου αυτού θα μείνει στην ιστορία. Να τώρα πάλι η αποχέτευση, πες 6 εκατοστά η γαμωακτίνα του σωλήνα επι 6 γαμωμέτρα ύψος επι το γαμωπί, κάπως έτσι δεν είναι ο τύπος μωρέ; η ακτίνα είναι στο γαμωτετράγωνο ε; ε πόσο γαμωνερό περίπου έχει ο γαμωσωλήνας μέσα, εε τη γαμήσαμε, όλο αυτό το γαμωνερό θα εξαπλωθεί στον τοίχο μου, δε θα χαρεί αυτό το σπίτι λέμε και δεν είναι μόνο οι σωληνώσεις του το πρόβλημα. Εμείς φταίμε, στο σπίτι τελειώσαμε όλες τις δουλειές πια, μα κανείς δεν είναι ευχαριστημένος κι όχι δε φταίει η γαμωαποχέτευση, δε γεννηθήκαμε για να ευχαριστιόμαστε εμείς, αα όχι δεν είναι γραμμένο στον κώδικά μας,έτσι είμαστε εμείς, καταθλιπτική μιζεροοικογένεια, θα ψοφήσουμε όλη με μια μούρη μέχρι το πάτωμα, τραβάμε τις αρρώστιες, γαμάμε μόνοι μας το ανοσοποιητικό μας.  Το καλοκαίρι έμεινα με  τα μαλλιά της θάλασσας δυό μέρες  κι ενώ θα 'πρεπε να τρέξω να λουστώ, το ανέβαλα σαν παλιοβρωμιάρα, στο κάτω κάτω σιγά τα μαλλιά, σιγά τη θάλασσα, σιγά την αναβολή. Αν περάσει λίγο παρελθόν απο  μπροστά μου παθαίνει μια μικρή αναγούλα το στομάχι μου κι αμέσως εξαφανίζεται η σκέψη, μα πού πηγαίνει ε; πού πηγαίνουν όλα εκείνα που δεν αντέχουμε να σκεφτούμε ε; εσύ εκείνα που δεν αντέχεις πού τα βάζεις; πώς να εξηγήσω και με τί λόγια το πώς νοιώθω όταν ξυπνάω; πονάνε όλα από πάνω μέχρι κάτω, το σώμα μου είναι υπερξεφτιλισμένο πια,η ψύξη με ψύχει, είναι τόσο ζεστό το κεφάλι μου,γιατί έχω ψύξη;εεε δες δες, η ζωή δεν είναι ωραία, σίγουρα δεν είναι, εγώ είμαι εξαντλημένη συναισθηματικά από αυτό που λέγεται οικογένεια, νοιώθω τράβηγμα παντού και κυρίως μέσα στο κεφάλι μου,μα όταν με αγγίζεις και με τρίβεις, θέλεις να με αγγίξεις; με σκέφτεσαι; θα μου έστριβες τσιγάρα για πάντα κι εγώ να οδηγάω μέχρι το υπερπέραν; ξεροκαταπίνω, έλα πώς λέγεται αυτό που καθαρίζουμε τον λαιμό μας, έλα ξερόβηχας, όχι δε μπορώ να βήξω από τον πόνο,εε πώς λέγεται, έλα έλα εκείνο που κάνουμε γκχχ γκχχ , καπνίζω σαν τελευταία τώρα τελευταία, φταίει που δε δουλεύω πολύ, αν ξεκινήσω κανονικά τη δουλειά θα προσέχω, ο αντίχειρας του σαναφεντικού είναι χαλασμένος, του μολύνθηκε η παρανυχίδα λέει, ένας άλλος πιο'κει χαριεντίζεται με κάτι φτηνές, όλη η ζωή ένα μουνί κι ένας πούτσος, να μπεί το ένα μέσα στο άλλο, ο εαυτός μου έχει πια πάθει υπεραυτισμό, ναι στο λέω τόσον καιρό, οι άνθρωποι είμαστε αυτιστικοί, αυνανιστικοί, νάρκισσοι και είναι λογικό δε μας κακιώνω, ζούμε στη γή αφού, ναι ο πλανήτης που γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, ναι στον αυτιστικό πλανήτη δε θα γινόταν να είμαστε κάτι καλύτερο, το αλκόολ με βοηθά να σου μιλάω ααα και να συνηρώ, αυνανίζομαι με χέρι που δε βολεύει, δεν πειράζει η δουλειά να γίνεται, ναι η δουλειά,ποιά είναι δουλειά, α ναι να χύνουμε, είναι ωραία να χύνουμε, ας χύσουμε όλοι, ήσυχα για τον εαυτό μας αυτιστικά, εγώ σε ονειρεύομαι σε καυλοτρομακτικά όνειρα, μερικά στα έχω ήδη διηγηθεί, δουλεύω και κάνω ταυτόχρονα γκχχ με τον λαιμό μου,πίνω τρία λίτρα νερό σε ένα μικροσκοπικό μπλέ πλαστικό ποτήρι , τρείς γουλιές και τσουυπ τέλειωσε, εμείς πότε θα βρεθούμε κανονικά έξω από τον πολύ κόσμο ε;;; πότε θα κάτσεις ήσυχος να ακούσεις  πόσο καίγομαι για σένα αλλά κι εγώ πότε θα καταφέρω να στο πω χωρίς αλκόολ;ο κώλος μου μαύρισε από τη βολταρενίλα, το χέρι μου κρέμεται μέσα σε μια κιτςςςζζζσσ μπεΖ θήκη, έχω να κοιμηθώ ούτε θυμάμαι από πότε, πονάει φρικτά και είναι κουλό, βάζω πάγο και τσούζει το δέρμα μου, τα σαββατόβραδα οι εφημερίες είναι η καλύτερη έξοδος,  όλοι βρίσκονται εκεί σχεδόν αναγκαστικά, φοράνε τα κακά τους, βρωμάνε  και σπρώχνονται, εγώ δεν σπρώχνω ποτέ, δε βιάζομαι, η ακτινολόγα με λέει πουλάκι μου, φοράει γαλαζένια ρούχα κι είναι άλουστη, παλεύω με τον επιχείλιο, παλεύω με τις οικογενειακές ενοχές, μαλώνω τους πάντες μέσα στο μυαλό μου κι ύστερα τους δικαιολογώ, οι στιγμές που πάω να κρισιαστώ ουρλιάζοντας αφήστε με όλοι ήσυχοι λιγοστεύουν, το παρελθόν μου εξακολουθεί να είναι αναγουλιαστικό μέχρι αναγούλας, ο απόπατος που ζέχνουν κάτι άνθρωποι είναι θλιβερός, με μαλώνω κι εμένα που αποπατίστηκα, δε γαμιέται με δικαιολογώ κι εμένα. Η απο πάνω της αδερφής μου περνάει τη μισή μέρα στην είσοδο της πολυκατοικίας, μιλάει με μια άλλη, μπαίνω και δεν τη χαιρετώ, ίσα που κουνάω το κεφάλι μου, φθινοπωριάζει και φοράει καλσόν κι ώσπου ν'ανοίξει η αδερφή μου την πόρτα διακρίνω τις σκασμένες φτέρνες της, μέσα από το νάυλον, με αηδίαζε από παιδί η εικόνα αυτή, θυμάμαι τις φίλες της γιαγιάς να έρχονται, να βγάζουν τις παντόφλες τους έξω από το σπίτι, κι εγώ να κοιτάζω επίμονα τη νεκροκυτταρίλα τους να διαγράφεται μέσα από το μαύρο νάυλον, μερικά ήταν σκισμένα εκεί,κι άλλες φορές όταν τα έτριβαν μεταξύ τους ακουγόταν ένα ανεπαίσθητο χρτσς χρτσς, αηδίαζα κι έλεγα πως αν γίνει ποτέ έτσι η φτέρνα μου θ' αυτοκτονήσω, αηδίαζα μα μετά τις δικαιολογούσα κι αυτές, την από πάνω της αδερφής μου δεν τη δικαιολογώ γιατί είναι η μεγαλύτερη βρωμοκατινάρα του κόσμου, κι όσο η αδερφή μου έλειπε από το σπίτι της εγώ είχα τα κλειδιά και το είχα κάνει γαμιστρώνα το σπίτι κι εκείνη σίγουρα από μέσα της έλεγε καλά που έχουμε τη μεγάλη αδερφή εδώ να μένει γιατί αν έρθει η μικρή τη γαμήσαμε,τα σάββατα στη δουλειά είναι αποπνικτικά, γίνομαι κάτι που με το ζόρι αναγνωρίζω, πίνω αυτοκαταστροφικά γιατί δεν ξέρω να το κάνω ευχαριστιάρικα, αδυνατώ να βασιστώ σε οποιουδήποτε την κουβέντα, η ανθρωπική αναξιοπιστία είναι γεγονός αναμφισβήτητο, σε αγγίζω ανεπαίσθητα και μου 'ρχεται ημιλιποθυμία αλλά εσύ χαμπάαρι, οι άνθρωποι πρώτα μαθαίνουν το πόσο ζεστά είναι τα μπούτια μου και ύστερα το πραγματικό μου όνομα, έκλεισα ραντεβού στο δερματολόγο, τί έχεις με ρώτησε, βγάζω αηδίες απάντησα, κανονίσαμε συνάντηση, να μου αφαιρέσει τις αηδίες που έβγαλα,  όποτε λέω τη λέξη αηδία, εκτός από τον εαυτό μου σκέφτομαι και το παρελθόν μου, το σπίτι είναι όμορφο, ζεστό και τακτοποιημένο, το καταχαίρομαι, ξυπνάω και το βλέπω να αυνανίζεται στο λιγοστό του φως, το σκυλί μου έχει πια τη γωνία του, είναι μικροκαριόλικο γιατί βρίσκει ευκαιρίες να πηδάει στον καναπέ αλλά κάνω ήχους μπρρρ, κντζντς, πσψςντ και κατεβαίνει  ανόρεχτα, το δεξί μου χέρι κρέμεται, βρήκα τυχαία ένα χαρτί ψάχνοντας ένα άλλο χαρτί και διάβασα κάτι αηδίες που μου χοροπήδησαν αναγουλιαστικά τη στομαχική χώρα, κοιμάμαι πλακώνοντας τον αριστερό ώμο εδώ και δύο μήνες, δεν παραπονιέται ο κακόμοιρος, αν ήμουν καλά θα οδηγούσα 7600 χιλιόμετρα μέχρι εκεί που θέλω αλλά αρχίδια το χέρι, αρχίζουν κι οι βροχές και να πάλι η υγρασία που λέγαμε, αργοπεθαίνει και το πόδι, είμαι ένα τεράστιο σημαντικό τίποτα, κοιμόμαστε γυμνοί, έχεις συνειδητοποιήσει πόσο ζεστά μπούτια έχω; χύνω πάνω σου και στάζουν τ'αρχίδια σου, δεν ξέρω πώς μεταφράζεται αυτό σε άλλες γλώσσες,φυτρώνουν παρανυχίδες στα δάχτυλά μου και κάθε φορά που τα χώνω μέσα στο βρακί μου σκαλώνουν και με πονάνε, μερικές ματώνουν, προχτές που σε έπιανα από τη μέση μοσχοβολούσες, προσπαθώ να θυμηθώ πόσο ανοιχτό είχες το πουκάμισο, είμαι ακατάλληλη για οτιδήποτε, αν κάποιος υπολογίσει σε μένα θα χάσει, το ξέρω κι ας το ξέρει, κάθε που ρουφάω μια τζούρα γέρνω το κεφάλι ανεπαίσθητα δεξιά, γράφω κάθε μέρα σε μαλακόχαρτα κι ύστερα όλα εξαφανίζονται,γράφω ένα βιβλίο χρόνια τώρα μα δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ γιατί είμαι αναβλητική ανθρώπισσα μέχρι αηδίας,κουτσοδιορθώνω μα μπαα, τελικά καταλαβαίνω πως μόνο για μένα γράφω, αυτιστική μαλάκω για πάντα, γράφω όπως αυνανίζομαι, αποφορτίζομαι και σκάω ήσυχα, έχω λόξυγγα και γελάω, πεινάω κάθε μέρα και φταίς εσύ, καυλώνω 879857438439843 φορές τη μέρα και φταίς εσύ, φοβάμαι 21324567865432134567 φορές τη μέρα και φταίω εγώ, ο ύπνος μου μικροφωνίζει και δεν αρκεί, θέλω να κοιμηθώ γυμνή, ζεστά και ήσυχα να μην ονειρευτώ,  να μην αγχώνομαι για το πώς θα στεγνώνουν τα ρούχα τώρα που χειμωνιάζει,η ώρα αλλάζει τώρα που γράφω, αγχώνομαι μήπως πρέπει να γράψω μια ώρα παραπάνω, ρουφάω άλλη μία, γδύνομαι και κοιμάμαι.