98



 
Ψήνομαι, ρώτα το θερμόμετρο, τα μάτια μου δεν κρατιούνται ανοιχτά, πέντε μέρες επί 39 πυρετό μας κάνει 145 λιωσίματα κι ιδρώτες, δεν έχω όσφρηση, αναγνωρίζω την πίκρα του θυμαριού που πίνω και τίποτ' άλλο, βήχω και πονάω παντού, δε μπορώ να ελέγξω τίποτα, πίνω νερά και χαμομήλια και θυμάρια, κατουριέμαι συνέχεια, δε μπορώ να σηκωθώ, βήχω και μου φεύγουν ούρα, δεν έχω συναίσθηση, δεν έχω δύναμη, έχω ακράτεια ούρων κι εγκράτεια συναισθημάτων, το τίποτά μου έχει ακράτεια, μου φεύγει το τίποτα του εαυτού μου, είναι αυτό που προτιμώ να βλέπουν οι άλλοι, δείχνω τον χειρότερο, τον πιο προβληματικό εαυτό μου, οι άνθρωποι παραδόξως με συμπαθούν,κι αυτό είναι το πιο ακατανόητο που μου συβαίνει. Η αδερφή μου, που με ξέρει όσο κανείς, δεν το πιστεύει, δε γίνεται λέει να σε νομίζουν για γλυκιά και κοινωνική, δε γίνεται να σε συμπαθούν, γελάμε. Ανοίγω το βάζο με το θυμάρι, παίρνω βαθειά ανάσα, προσπαθώ να μυρίσω κάτι, τίποτα τίποτα, δε μου κάνει εντύπωση, έχω ασφυξία σε όλη τη ζωή μου έτσι κι αλλιώς, τώρα με το μπούκωμα δεν θα είχα; πηγαίνω στο μπάνιο, τρίβομαι καλά και μετά πάλι δεν ξέρω πώς μυρίζω, κι αν βρωμάω πώς θα το ξέρω εε, όχι αποκλείεται να βρωμάω έκανα μπάνιο το πρωί, μα κι αν για κάποιο λόγο βρωμάω πώς θα το ξέρω, έρχεται η μαμά, μύρισέ με της λέω, τί μυρίζω, με φιλάει μου λέει μοσχοβολάς, την πιστεύω έχει ευαίσθητη μύτη η μαμά, τόσο ευαίσθητη που θα μπορούσε να είναι μυ(σ)τικός πράκτορας, ευτυχώς ασχολήθηκε επαγγελματικά με τις μαμαδίσιες υστερίες και σωθήκαμε, θέλει να μείνει μαζί μου, όχι όχι όχι να πας στο σπίτι σου, είμαι καλά, πυρετό έχω και θα κοιμηθώ, κοιμάμαι δύο εικοσιτετράωρα σχεδόν μέσα σε πόνους, κατουριέμαι συνέχεια, σηκώνομαι μέσα στη νύχτα και κατουράω, πλένομαι και γυρίζω στο κρεββάτι, τρέμω και παγώνω, τουλάχιστον δεν υπάρχει νάυλον κάτω από το σεντόνι, τί εφιάλτης κι αυτό! Με θυμάμαι να μου φοράνε πάνες μέχρι την τρίτη δημοτικού, στην τετάρτη τις κόψαμε αλλά πάλι κατουρήθηκα κανα δυο φορές πάνω μου στο σχολείο, κι ενώ η δασκάλα θα μπορούσε να με προστατέψει από την ξεφτίλα που ήδα ένοιωθα, με ξεφτίλισε ακόμα περισσότερο, κι εγώ δεν ήθελα να ξαναπάω στο σιχαμερό αυτό μέρος που υπάρχει για να σε μαθαίνει να ξεφτιλίζεσαι και δυστυχώς ποτέ δε σε μαθαίνει να διαχειρίζεσαι την ξεφτίλα σου, και με πήρε ο μπαμπάς στην αγκαλιά του και με πήγε κι η δασκάλα -η καθηγήτρια ξεφτιλιστικών- του έλεγε μα τί έχει το παιδί και δε θέλει να έρθει, εγώ της φέρομαι άψογα, την αγαπώ πολύ ε γλυκιά μου; κι έτσι από την αγκαλιά του μπαμπά, άπλωσα το χέρι και τις έριξα ένα χαστούκι ενήλικο κι εκείνη πάγωσε κι ένοιωσε κι η ίδια την ξεφτίλα που μας δίδασκε, κι όταν φύγαμε ο μπαμπάς είπε δεν είναι σωστό και ταιριαστό για την ηλικία σου να φέρεσαι έτσι, ναι τώρα που το σκέφτομαι ποτέ δεν έκανα τίποτα "ταιριαστό" με την ηλικία μου και ποτέ δε σταμάτησα να κάνω τ' αταίριαστα,καθόμασε με την αδερφή και βλέπουμε φωτογραφίες, έρχεται κι η μαμά, είναι εκείνα τα απογεύματα κυριακής που μένεις στο τραπέζι της κουζίνας ένα οχτάωρο, έχουμε μαζέψει τα πιάτα, έχουμε μπροστά μας καφέ και σωρό φωτογραφιών, η αδερφή γελάει μου λέει ποτέ δεν είχες παιδικό ύφος, με κοροϊδεύουν κι οι δυό τους, η μαμά με λέει πουτανιάρικο, η αδερφή μου λέει είχες ύφος καυλωθυμωμένο, γελάω της λέω εσύ είχες καθυστερημένο του καλού και ήσυχου παιδιού, κοιτάζουμε παλιά αντικείμενα στις φωτογραφίες, πού είναι αυτά όλα ρωτάω τη μαμά, τόσα παιχνίδια, πού είναι αυτό πού είναι αυτό, τα κατέστρεψες όλα απαντάει η μαμά, δεν έμεινε τίποτα μετά που γεννήθηκες, και γιατί δεν κατέστρεψα όλους αυτούς τους άσχετους που μ' έχουν αγκαλιά, ποιοί είναι όλοι αυτοί, και γιατί φοράω τόσο άσχημα ρούχα, μου προκαλούν ασφυξία οι φωτογραφίες, δε θυμάμαι τίποτα από τότε, η μιζέρια του ογδόντα μου προκαλεί απέραντη θλίψη, για μένα, για τη μαμά για τον μπαμπά, για την αθωότητά τους, είναι νέοι, αγκαλιάζονται παντού, μας φιλάνε μπροστά από κιτςσζς  μαδημένα χριστουγεννιάτικα δέντρα, μπροστά από μίζερες σκατουλόχρωμες ταπετσαρίες, πίνω συνέχεια γάλα, η γιαγιά πλέκει, ο παππούς φωνάζει, κοιτάζουμε κι άλλες κι άλλες, σχολιάζουμε, απόγευμα κυριακής του γενάρη, στο τραπέζι της κουζίνας, όλη η θλίψη της ανήμπορης ελληνικής οικογένειας, και νααα η μαμά κάνει το πρώτο σχόλιο- όχι που δε θα το 'κανε, τελικά η ευτυχία είναι μικρές στιγμές, ωπ ωπ ωπ στοπ μαμά, στοπ, όχι φιλοσοφίες κυριακάτικα, όχι τη μιζέρια σου στα μούτρα μας, έχουμε τη δική μας, αυτόνομη, αυτοδημιούργητη και καμαρωτή, εεε ο καθένας τη δική του, ας χωρίσουμε και κάτι σ' αυτη την οικογένεια, βαριέμαι πρώτη τη μάζωξη, πάντα βαριόμουν πρώτη, παλιά μετά το κυριακάτικο τραπέζει βλέπαμε όλοι μαζί ταινία, βαριόμουν πρώτη και πήγαινα στο δωμάτιο,  το είχαν μάθει όλοι και δεν τους ένοιαζε, πάντα βαριέμαι πρώτη ή είναι που θέλω να προλάβω τη μιζέρια, τα μάτια μου είναι κατακόκκινα, το θερμόμετρο κάτι έπαθε και δείχνει τη θερμοκρασία σε κλίμακα F, τί σκατά, ψάχνω έναν μετατροπέα, έχω 101.3 ναι θα μπορούσα να έχω 101,3 τότε που πήγα να ξαναγίνω λίγο άνθρωπος και που δεν ήθελα να δείξω τον προβληματικό χειρότερο εαυτό μου, τότε που άπλωσα το χέρι μου και χάιδευα έναν υπέροχο βραχίονα, τότε μπορεί να είχα και πυρετό 150, ευτυχώς ο βραχίονας φρόντισε να μου τον ρίξει στο κάτω από το μηδέν, και γι'αυτό  είμαι παγωμένη τόσον καιρό κι ο πυρετός τώρα ήρθε ακριβώς γι αυτόν το λόγο, γιατί έπρεπε ν'ανέβει κάπως η θερμοκρασία μου και δεν υπήρχε άλλος τρόπος, θέλω τόσο πολύ να πιω δυο πορτοκάλια, κοιτάζω το  prezolon ναι γιατί όχι, ας πιω κι αν κάτι γίνει prelozonομαι, τελικά κωλώνω, η ώρα περνάει, οι κυριακές τέλειωσαν, η αδερφή μου ξανάφυγε, ο μπαμπάς κι η μαμά πάλι στην τηλεόραση, όχι νέοι πια, όχι αγκαλιασμένοι, χωρίς ταπετσαρία, εγώ μόνη να βαριέμαι πρώτη, να βαριέμαι κι εμένα, και τα θυμάρια και τα χαμομήλια και τις αρρώστιες μου...ας βρωμάω, στ' αρχίδια μου.