61320-13



 'ℴταν φυσάει το ραδιόφωνο δεν πιάνει καλά, εγώ πιάνω, το ραδιόφωνο έχει χιόνια, εγώ μπαα, κι η αυλή είχε χιόνια, ξαγρύπνησα να τη δω λευκή, εγώ η χιονολάτρης, η χιονόδουλη, η χιονοφρήκ  γεμίζω τη μπανιέρα και θέλω να μπω μα δε βρίσκω κουράγιο να ξεντυθώ, είναι τόσο κρύο το σπίτι, κρύο σαν την καρδιά μου σκέφτομαι και με πιάνουν τα γέλια, με κοροϊδεύω και καλά μου κάνω γιατί αυτό μου αξίζει, τις δευτέρες παθαίνω κολπικό πτερυγισμό γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μην πάθω κάτι χειρότερο, έκαψα τη γλώσσα  μου, η ζαΐρα κοιμάται όλο το εικοσιτετράωρο, πηγαίνω και τη σκουντάω να δω αν είναι καλά, ανοίγει τα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα και ξανακοιμάται, το κρύο την κάνει να μη βγαίνει ούτε για κατούρημα, κι εγώ κρατιέμαι όσο μπορώ, νεφρομαλακίες, η μπανιέρα είναι γεμάτη με χλιαρό νερό, ξεντύνομαι γρήγορα και μπαίνω, ξεχνιέμαι και μένω εκεί μέχρι να αισθανθώ πως παγώνω, τα δάχτυλά μου έχουν γεμίσει αυλάκια, έχω να βάψω τα νύχια μου τέσσερις εβδομάδες, η μαμά καταπίνει  vertigo, το ντέφι της δευτέρας, μου έχει μελανιάσει το μπούτι, τα όχι χάδια του δεκέμβρη μου έχουν μελανιάσει την καρδιά, ξαναγελάω δυνατά, μιλάω μόνη μου, με αποκαλώ κατακαημένη αχάδωτη και γελάω πάλι, το κεφάλι μου έχει γεμίσει πληγές, κοιμήθηκα στον καναπέ, πονάω παντού, πίνω και μιλάω πολύ, οι αργίες  μοιάζουν με κυριακές, πάντα έμοιαζαν κι εγώ δεν τις χώνευα γιατί δε με νοιάζει τί μοιάζουν αλλά τί είναι  και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τον ξεγελασμό και το κάμωμα, βήχω κι ο λαιμός μου έχει μικρά αγκάθια, ο επιχείλιος με έχει παραμορφώσει, ανεβαίνω στη μαμά και ψάχνω το ψυγείο της, έχει άχρηστα άπειρα γλυκά πράγματα, μαρμελάδες και γλυκά και μου είναι αδιάφορα αυτά κι η φρουτιέρα έχει πάντα σχεδόν ένα μισό λεμόνι, δεν υπάρχει φορά που τρώω και δεν πονάει η κοιλιά μου, σαν τότε που όποτε..... γινόταν το .......ναι τότε. Το πόδι μου μουδιάζει, ξάπλωνα μπρούμυτα στο χαλί να διαβάσω, μούδιαζε, το σήκωνα και πονούσε, ώρες ώρες δε μπορεί να βολευτεί πουθενά κι αυτό το φουκαριάρικο,  δε με χωράω, είμαι άβολα μέσα σε μένα, αγόρασα ξυραφάκια, όχι απο κείνα που σε αυτοκτονούν, από τ' άλλα που σε ξυρίζουν, πήρα μέλι και δυο λίτρα γάλα και πολλές κονσέρβες, πίνω νερό μανιασμένα,η Ζαΐρα επιτέλους σαλεύει, την ενοχλώ κάνοντας δουλειές, το δέντρο δε θα φύγει απο 'κεί ποτέ ξανά, θα έχω ένα δέντρο έξω απ΄το σπίτι κι ένα μέσα, θα περιμένω να δω αν τα ηλιοτρόπια που του 'χω βάλει πάνω θα στρέψουν τα κεφάλια τους στο παράθυρο, κατενθουσιάζομαι στην ιδέα πως θα το έχω εδώ συνέχεια, στην ερώτηση ποιά νομίζεις οτι είσαι απαντώ πως είμαι μια απέραντη μετριότητα, μια θλιβερή μιζερομετριότητα που βρίσκει όλη την ευτυχία σε μικρομαλακίες σαν αυτήν αφού στην επαφή με τους ανθρώπους δεν τα καταφέρνει, ναι γι'αυτό, αναπτύσσω σχέσεις έρωτα με αντικείμενα και υφάσματα, δεν ξύνω ποτέ το πίσω του ποδιού μου με το χέρι, είναι σα να έχω αποφασίσει να μην το κάνω, πάντα με το ένα πόδι ξύνω το άλλο, μερικές φορές στον πάγκο της κουζίνας εκεί που βράζω τσάι σηκώνω το δεξί και ξύνω το πίσω στης αριστερής μου γάμπας ακόμη κι αν δεν αισθάνομαι φαγούρα, μ' αρέσει η κίνηση από μόνη της, υστερα αλλάζω πόδι μα το δεξί νοιώθει ανασφάλεια, φοβάται να στηρίζεται μόνο του και τότε ανεπαίσθητα ακουμπάω και την παλάμη στον πάγκο, αυτοτρικλοποδίζομαι, είμαι ντυμένη απο πάνω κι από κάτω γυμνή, τόσο γυμνή ωστέ να λέει η μαμά μη χειρότερα, μου δίνει δύο ρούχα της να πλύνω, της τα πηγαίνω στεγνά και καθαρά, κατεβαίνω τη σκάλα κι ο αέρας μου ανασηκώνει το φουστάνι, δεν πανικοβάλλομαι, δεν σπεύδω να το κατεβάσω, ούτε η ροδιά σουστουλώνει τα κλαδιά της όταν της τα κάνει κουβάρι εγώ γιατί να το κάνω, η πόρτα του σπιτιού μαδάει σκουριές, τις κλωτσάω με το πόδι προς τα έξω, έτριψα τους τοίχους με αντιμουχλικό, ξεμαύρισαν προσωρινά, κάθε που ξαπλώνω πιάνω κουβέντες μόνη, μερικές φορές σιγομουρμουρίζω, άλλες συνομιλώ με την κοιλιά μου, άλλες με τον τρικλοποδικό μου εαυτό, ο επιχείλιος τσούζει, πίνω αλκόολ με καλαμάκι, η αγωνία μου πέρασε, η απορία μένει κι η τεράστια κούραση για την κουραστική κούραση που μου προκαλούν οι κουραστικοί άνθρωποι, έλα ρε μαμά τί, ωχου κουβέντα θέλεις να πιάσουμε, τί αναζητούν οι άνθρωποι, τί με ρωτάς καλή μου, τί, τί, ο καθένας ο,τι μπορεί μαμά, ναι δεν υπάρχει ευτυχία δε θα διαφωνήσουμε εδώ, ναι ούτε κι εγώ είμαι φυσιολογική, ούτε 'δω θα διαφωνήσουμε, ναι αν αυτό θέλεις, δεν είμαι, εσύ είσαι που 40 χρόνια ανησυχείς μην κάποιος ξυπνήσει τον μπαμπά από τις 3μιση μέχρι τις 5 παρά δέκα, εσύ που ζείς τον απόλυτο τρόμο κάθε μέρα τέτοια ώρα, μην κάποιος σου ξυπνήσει τον αντρούλη είσαι απόλυτα φυσιολογική, πιάνω την κιθάρα τραγουδάω, η χορδές μου αγριεύουν την άκρη του νυχιού, το πληρώνω ακριβά την ώρα που αυνανίζομαι, ξέρω να κόβομαι πάντα στα σημεία που αγαπάω, αυτό το βεβαιώνει κι η κοιλιά, λίγο μετά που ξυπνάω της μιλάω, ο άερας είναι δυνατός, ανεμοστροβιλίζει τα πάντα εκτός από τα μαλλιά μου που είναι στερεωμένα με τρείς χιλιάδες τσιμπιδάκια που δεν έχουν πού να στηριχτούν, σαν κι εμένα κι αυτά, τις νύχτες το κεφάλι μου προκαλεί πόνο στο μαξιλάρι και το μαξιλάρι θλίψη στο σεντόνι και το σεντόνι μένει ακίνητο και κατατσιτωμένο γιατί δεν στριφογυρίζω, κοιμάμαι ακίνητη και μουδιασμένη σε μια τόση δα γωνιά, χωράς χωράς έλα χωράς, το κεφάλι σου βούλιαζε στο μαξιλάρι, είσαι ο,τι πιό ταιριαστό έχει κοιμηθεί δίπλα μου, το δωμάτιο ξερνάει υγρασία για τα προηγούμενα σώματα που κοιμήθηκαν εκεί, τα σπέρματα μέσα σε καπότες που τις μάζευα το πρωί και τις πετούσα στα σκουπίδια πηγαίνοντας στο μπάνιο σέρνοντας το κακομοιριασμένο πόδι, κάθε πρωί μέχρι να ζεσταθεί το έρμο πόσο υποφέρει, κάθομαι στη λεκάνη και κατουράω και ξεχνιέμαι, δε μ' αρέσει να μετανοιώνω μα το πρωί όταν κατουράω πάντα μετανοιώνω, κι ύστερα ρίχνω νερό και πλένω τα δόντια μου και κοτάζομαι στον καθρέφτη ανέκφραστα, σα να μη με κοιτάζω, δεν περιμένω τίποτα κι είναι ελευθερία αυτό και δε με νοιάζει τίποτα, και δεν ξέρω τίποτα τίποτα τίποτα,δεν είμαι ικανή για τίποτα, δε θέλω να είμαι, δεν περιμένω όχι, δεν περιμένω όχι, δεν, δεν, όχι  αλλά έλα χωράς, έλα να κάνουμε το σεντόνι χαρούμενο.