12ε312ε12ε,1312161519

ѳα πεθάνουμε μέσα στις σερβιέτες μας, μέσα σε εκατομμύρια αίματα, μέσα σε τόνους ανασφάλειας, κανείς δε λέει πια δεν ξέρω, πες δεν ξέρω, βαρέθηκα όλοι να τα ξέρουν όλα,  το καλοκαίρι έκανα μέρες να μιλήσω σε άνθρωπο, μπορεί και μια εβδομάδα να μην άνοιξα το στόμα μου να πω λέξη κι ήταν τρομακτικό όταν  άκουσα τη φωνή μου πάλι, κάπως δεν την αναγνώριζα, το σπίτι μου είναι πεντακάθαρο και το μυαλό μου βρώμικο, βρώμικο και χαλασμένο, θα πεθάνουμε από το μυαλό μας κι ούτε μια σερβιέτα δε μπορούμε να του βάλουμε, στα όνειρά μου βλέπω πως η μύτη μου τρέχει ασταμάτητο αίμα και πως λίγο πιο δίπλα από το σπίτι το κτίριο πέφτει και παλιώνει, πονάει το στομάχι μου, δε με προσέχω γιατί έτσι θέλω και γιατί λογαριασμό δε δίνω και γιατί είμαι δούλα του μυαλού μου που είναι βρώμικο και ούτε μια σερβιέτα δε μπορώ να του βάλω, ονειρεύομαι να 'μασταν όλοι τυφλοί, να πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο και να αγγιζόμαστε και καμιά φορά που έχουμε νεύρα να λέμε , καλά στραβωμάρα έχεις; να μην έρθεις να κάνεις ποδαρικό φέτος λέει η μαμά. Περνάω αρκετή ώρα να συνειδητοποιήσω τη λέξη ποδαρικό, είναι αστεία ακαταλαβίστικη γελοία και αηδιαστική, κι εγώ η γρουσούζα της οικογένειας, ναι τί περίμενες μ αυτό το πόδι που όλοι φοβούνται ν αγγίξουν, εκτός ίσως απο έναν, από τα ποδαρικά περιμένεις μαμά, γι' αυτό κάναμε ζωή παπαριά τόσα χρόνια, περίμενες και τώρα σε πιάνουν τα μηποδαρικά και μηφλουριά κι οι μηβασιλόπιτες και έκανες και την πιο υπέρβαση να μην πούμε λέει ούτε καλή χρονιά ούτε τίποτα, προλήψεις της μαμάς επειδή δε μπορεί να δεχτεί την πραγματικότητα, εε ας διαβάσουμε και τα ζώδια μαμά να δούμε τί θα φέρει ο νέος χρόνος, αν κι εσένα ξέρω τι θα σου φέρει, κι άλλους φόβους θα σου φέρει για τις πολύτιμες κορούλες σου, φόβος τι θ'απογίνουν χωρίς αντρούληδες, χαα που να 'ξερες μανούλα γλυκιά, το βράδυ που θα κοιμάσαι εμένα θα μου πέφτουν διδυμίδες στο κεφάλι και θα έχω φάει και 485774939292847574 ελιές γιατί χωρίς ελιές θα ήταν όλα μια βλακεία, το f13 χάλασε στο πληκτρολόγιο, δεν ξέρω τη χρησιμότητά του και δε με νοιάζει. Όταν ερωτευόμαστε το στομάχι πού πάει, γιατί εξαφανίζεται, τί αναγούλα το πιάνει με τους έρωτες, τόσο κυνικό όργανο, χειρότερο κι απο μένα που εξαφανίζομαι,  οι πελάτισσες της μαμάς με βλέπουν και μου κάνουν φτου και φτου και κούκλα είσαι και φτου και φτου στα μούτρα σου μωρή εσύ δεν είσαι, σα βρωμόκοτα είσαι και με τα μαλλιά που θα σου φτιάξει κι η μαμά μου θα είσαι χειρότερη, είναι τόσο αδιάκριτες που πριν καν κλείσω την πόρτα να φύγω ξεκινούν να μιλάνε για μένα, την πάντρεψες; δε μένω ν' ακούσω την απάντηση της μαμάς, δε θέλω να χαλάσω τις διδυμίδες μου, το βράδυ θα φάω διδυμίδες μ' ελιές, η κυρία θα κοιμάται άβολα στο μαξιλάρι για να μη χαλάσει τα μαλλιά που της έφτιαξε η μαμά μου, η μαμά μου που έμαθε να λέει τη λέξη κουλτουριάρης και την λέει συνέχεια τώρα που την έπιασε το πολύ μαμαδίστικο και σας είδαμε κι εσάς τους κουλτουριάρηδες που όλοι μέρα σκέφτεστε και διαβάζετε, η πολλή σκέψη κι οι πολλές φιλοσοφίες σας έφαγαν, ναι μας έφαγαν μαμά μου , γι αυτό κι εσύ δε θα ζήσεις την υπέρτατη χαρά να δεις τις κοιλιές μας τουμπανιασμένες με κωλόμωρα μέσα, δε θα ζήσεις τη χαρά να μαγειρεύεις κυριακάτικα για γαμπρούς κι αρχίδια, κάτσε 'κει να γουστάρεις με τον μπαμπά, άσε μας λίγο, καθίστε μόνοι σας στο τζάκι, χαμουρευτείτε, ψήστε λουκάνικα κι αφήστε μας να ξεμοναχιαστούμε στις γωνιές μας, ο καιρός είναι μαλακός εγώ γυμνή, ήμουν ιδιαίτερα όμορφη χτες γιατί αποφασίσαμε με το στομάχι μου να μην είμαστε τόσο μαλακισμένα, εκείνο το εμπιστεύομαι, εμένα δεν ξέρω, αα είπα δεν ξέρω, λέω δεν ξέρω, μ' αρέσει να λέω δεν ξέρω, τα μαλλιά σου δεν είναι μαύρα μην επιμένεις, άκουγα θόρυβο πίσω από την κουρτίνα χτες, μπορεί  να 'ταν ο ποντικός, από το φόβο μου δεν πλησίασα να σβήσω το φως, κοιμήθηκα έτσι, έπρεπε να διαλέξω, να συναντήσω τον ποντικό ή να κοιμηθώ με φως, επέλεξα το δεύτερο, έδεσα μια κορδέλα στα μάτια μου και κοιμήθηκα ήσυχη σκεφτόμενη πως θα πεθάνουμε μέσα στις σερβιέτες μας, ήθελα να 'ναι πάλι καλοκαίρι να μη μιλήσω σε κανέναν για μια εβδομάδα, να μην ανοίξω το στόμα μου να ξεχάσω πώς είναι η φωνή μου, να μη με δω σε καθρέφτη για μερικά χρόνια κι ύστερα μια μέρα να με αντικρύσω και να πω ωω μια όμορφη, να μη νοιώσω πόνο στο σώμα για πολλά πολλά χρόνια κι ένα πρωί να πονέσει λίγο η κοιλιά μου και να μου φανεί όμορφο, να ξαφνιαστώ, η μυρωδιά του νοσοκομείου είναι σαν της χλωρίνης, μένει μέσα στα ρουθούνια κι όσες φορές κι αν πλυθείς δε φεύγει, στην ιδέα και μόνο πως θα μείνω μέσα εκεί μερικές μέρες μ' έπιασαν κλάματα κι απελπισία, έκλαιγα σαν κωλόμωρο φώναξα τη νοσοκόμα, θέλω να φύγω, εκείνη φώναξε την προϊσταμένη, θέλω να φύγω, φεύγετε με  δική σας ευθύνη, ναι μωρή ναι εγώ θα φταίω, άσε με, υπογράφω και δεν της φτάνει, θέλει να γίνει δασκάλισσα εξουσιάρα, να με μαλώσει, δεν είναι βόλτα και παιχνίδι εδώ να ερχόμαστε και να φεύγουμε όποτε θέλουμε, πώς είναι τόσο σκληροί μερικοί άνθρωποι, πώς τόλμησε να μου το πει αυτό, βλέπεις μωρή ψωλοζητιάνα έναν άνθρωπο να κλαίει και να πλαντάζει και να σου λέει θέλω να φύγω  και έχεις να του πεις αυτό! να πάρω μια διδυμίδα να σου την πετάξω να σε κάψει να σε κάνει στάχτη ξεβράκωτη βρωμιάρα τσοκαρία ψόφος στο μουνί σου κι εσένα, να πεθάνεις μέσα στη σερβιέτα σου, τρέχω έξω με τα μελανιασμένα χέρια, τρέχω τρέχω, αφήστε με να βγω, δεν έχει αέρα πουθενά τελευταία, κάποιος κόβει τον αέρα, τον ρουφάει εκεί που πάω ν' αναπνεύσω κάποιος μου τον ρουφάει, η ζωή μου έχει καταντήσει αστεία, τις νύχτες φοβάμαι να κοιμηθώ, με βάζει ο ποιητής για ύπνο γιατί οι ποιητές ξέρουν να σε κοιμίζουν και έτσι και αλλιώς. Διέσχιζα τη μαυρομιχάλη κι άκουγα αυτό με κλειστά παράθυρα σε δικό μου κόσμο και χρόνο και γύρω όλοι οι χριστούγεννοι άνθρωποι γιόρταζαν ντυμένοι με κόκκινα σκουφιά, λευκές γενειάδες, κατακαημένοι υπάλληλοι καταστημάτων ντυμένοι καραγκιοζικά καμώνονταν τους κεφάτους με όλη τη θλίψη στα πρόσωπά τους, μανάδες να περπατάνε μπουκωμένες κουραμπιεδοτέτοια, σέρνοντας τα παιδιά τους, οικογένειες που σκυλοβαριόντουσαν και 'γω σταματημένη στην κίνηση με τη μουσική μέσα στ' αυτιά να με μισοξυρίζει και ξαφνικά άρχισα να τους βλέπω όλους σαν τέρατα, άρχισα να φοβάμαι, κλείδωσα το αυτοκίνητο, ένοιωθα απροστάτευτη μέσα στον κεντρικό δρόμο της μεγάλης γιορτινής χαράς, φοβόμουν πως θα με κατασπαράξουν με τα κέφια τους, έτρεμα μην εισχωρήσει στο αυτοκίνητο η γιορτινή τους διάθεση, σιγουρεύτηκα πως όλα τα παράθυρα είναι κλεισμένα, δυνάμωσα τη μουσική, ευχόμουν να μην τελειώσει, ένοιωσα πως μόνο αυτή με προστατεύει, τί θα κάνω άν τελειώσει, ναι ναι θα το ξαναπατήσω αμέσως να παίξει πάλι, σώστε με αυτιά μου, σώσε με μουσική, έτρεμαν τα πόδια μου περιμένοντας να σβήσουν τα stop του μπροστινού αυτοκινήτου, ένδειξη πως θα προχωρήσουμε έστω μερικά μέτρα, τριγωνάκια, φωτάκια όλα απειλητικά πάνω από το κεφάλι μου, περικυκλωμένη από χαρούμενους ανθρώπους ανήμπορη μπροστά στο μετοστανιό κέφι τους, αποξενωμένη και μόνη όσο ποτέ να κοιτάζω μπροστά να προσπαθώ να διακρίνω την αγνώστου στρατιώτη σα δρόμο σωτήρα, να φτάσω να φτάσω να πατήσω το γκάζι να φύγω απο 'κει, πάρτε με, παιδάκια να περνάνε από μπροστά μου με μπαλόνια σε ηλίθια σχήματα, και να ευτυχώς ο μπροστινός ξεκινάει και ξεκινάω κι εγώ μα με κόβουν κάτι παιδάκια, τους κάνω νόημα να περάσουν, ένα κοριτσάκι γελάει και με κοιτάζει και μου σχηματίζει με τα χέρια του μια καρδιά, ναι είναι τέρατα, ποιός άλλος σχηματίζει με τα χέρια του καρδιές αν όχι ένα τέρας, την κοιτάζω τρομαγμένη, και ξεκινάω φτάνω στη διασταύρωση κι εξακολουθώ να κοιτάζω πίσω από τον καθρέφτη, στρίβω δεξιά κι ανεβαίνω και ανασαίνω επιτέλους, όχι όσο θέλω αλλά τουλάχιστον κάπως ανασαίνω, φτάνω σπίτι και κοιτάζω το χριστουγεννιάτικό μου δέντρο, το δέντρο που εντελώς αντιδραστικά στόλισα, έτσι για να σκάει η μαμά που παρόλο το κακό μου μας βρήκε εγώ έχω το θράσος να στολίζω δέντρο,  νοιώθω ασφαλής στο σπίτι, καλά κάνω και δε βγαίνω, δε θέλω να ξαναβγώ ποτέ, πονάνε όλα, δεν καλοπερπατάω, το πόδι μου πονάει θανατερά, είναι πρησμένο, περπατάει κατακουρασμένο μέσα στο σούπερ μάρκετ, παίρνω κονσέρβες και γάλα και καφέ και γιαούρτι για τη μαμά, λιμπίζομαι μια σοκοφρέτα μα δεν την αγοράζω, κοιτάζω τα κρασιά, πάντα μ' αρέσει να κοιτάζω τα κρασιά, τα διαβάζω ένα ένα σχεδόν, είμαι μέρες νηστική, δεν πεινάω, πονάει η κοιλιά και το στομάχι μου, στην έξοδο του σούπερ μάρκετ έχουν βάλει αυτήν την παπαριά που πρέπει να βάλεις το χαρτάκι στην υποδοχή ν' ανοιξει η μπάρα, αφηρημένη σταματάω μακρυά, το χέρι μου δε φτάνει, τεντώνομαι κι ο πισινός τα παίρνει, ρε  τράβα γαμήσου κι εσύ, κάνω απειλητικά όπισθεν να του σπάσω λίγο ακόμα τα νεύρα, μου κορνάρει, πλησιάζω την υποδοχή, χώνω το χαρτάκι κι η μπάρα ανοίγει, είμαι ελεύθερη να φύγω από το σούπερ μάρκετ, με ελευθέρωσαν, μπορώ να πάω σπίτι και να μην ξαναβγώ ποτέ, κι όταν ακόμα βγαίνω δε με παίρνω μαζί μου αφού.