81131187-122



фόρεσα κάτι πρόχειρο κι  ανέβηκα στη μαμά να τη βοηθήσω στις δουλειές.  Τρείς ώρες πάνω στη σκάλα να ξεσκονίζω τα βιβλία ένα ένα, τα άπειρα βιβλία στη μεγάλη βιβλιοθήκη μας, τα σημαντικά και ασήμαντα βιβλία. Ήμουν σιωπηλή, η μαμά καταλαβαίνει πότε δεν έχω διάθεση να μιλάω και το σέβεται, σιωπηλή κι εκείνη ξεκίνησε από τα κάτω ράφια στη νότια πλευρά, εγώ εκεί στα βόρεια βιβλία με ένα στεγνό πανί στο χέρι, βιβλία από το 1960 ή το 1970 η παλιότερα η αργότερα, βιβλία του μπαμπά, δώρα κι αφιερώσεις, τα άπειρα σοβιετικά βιβλία του μπαμπά κατακίτρινα χωρίς να μυρίζουν πια τη γνωστή μυρωδιά μα μια άλλη που μυρίζει παλαιότητα, κούραση, νικοτίνη και καμαρίλα, βιβλία που κατα καιρούς τα θυμάμαι δίπλα στο κομοδίνο του μπαμπά με το γνωστό σελιδοδείκτη με τα σχέδια να εξέχει, σχολικά, βιβλία ιατρικής, εκείνο το μπλε το ξεσκισμένο ορθοπαιδική χειρουργική, οφθαλμολογία, με σημειώσεις μέσα, η συλλογή του Λίνου Πολίτη, εκδόσεις σημαντικές, εκδόσεις ασόβαρες, ο Καζαντζάκης του μπαμπά, εγκυκλοπαίδειες  και ποιητικές ανθολογίες, η λέξη ανθολογία μου προκαλούσε αναγούλα απο παιδί, βιβλία για βότανα και πώς να φτιάξεις κρασί, πολιτικά, και ελληνική λογοτεχνία, κλασσικά και μυστηρίου και τα χειρότερα μου, βιβλία αυτογνωσίας, που όλα αρχίζουν "πως να...", αυτά που σου μαθαίνουν να έχεις αυτοεκτίμηση, να είσαι αισιόδοξος, να είσαι δυνατός, τα πιό γελοία του κόσμου που για μια περίοδο διάβαζε ο μπαμπάς, ναι σε είδαμε ποσο ξεκαταθλιπιάστηκες άσε μας, κι άλλες εγκυκλοπαίδειες, σιχαμερές βιογραφίες του Καζαντζίδη, ο Καζαντζίδης κι ο Καζαντζάκης πάντα πρώτοι στην καρδιά μας, μικρή μπορεί και να τους μπέρδευα, με το πανί στο χέρι ανεβασμένη στη σκάλα ή στην καρέκλα κοιτάζω τη βιβλιοθήκη στο πατρικό σπίτι, είναι άλλη από τη δική μου, άλλη εντελώς, άλλη άλλη, θα μπορούσα να χλευάσω πολλά ράφια της μα τότε είναι που με πιάνει η συγκίνηση, η από μέσα, κοιτάζοντας τη μαμά να ξεσκονίζει τη σειρά μαστορέματα, την παρατηρώ με αγάπη, με απέραντη αγάπη, ο μπαμπάς λείπει, κοιτάζω τα ράφια και θέλω να πω ένα ευχαριστώ στο μπαμπά και τη μαμά που με μεγάλωσαν σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, που αντί για γελοία αντικείμενα διακόσμησης το δικό μας σαλόνι είχε βιβλία και ΠΙΚΑΠ,  κι ακόμα όταν επισκέπτομαι σπίτια που δεν έχουν βιβλία τρομάζω, πώς ζουν κάτι άνθρωποι,  τί αέρα αναπνέουν,  τους ευχαριστώ γιατί με θυμάμαι παιδί να ετοιμάζομαι για ύπνο, να περνάω από την πόρτα της κάμαράς τους να πάω στο μπάνιο και με την άκρη του ματιού να βλέπω τον μπαμπά δίπλα στο κεντημένο φωτιστικό να ξαπλώνει και να διαβάζει, και γιατί τα σάββατα που πάντα κάναμε δουλειές την ώρα που ταίριαζα το κρεβάτι τους είχε βιβλία στα κομοδίνα τους και γιατί η αγάπη τους για το διάβασμα, η αταίριαστη με την αγραμματοσύνη και τη λαϊκότητα της λοιπής οικογένειας ήταν αγνή και γλυκιά κι όχι επιτηδευμένη, όχι ψωνερή, όχι αστική, είμαι στο ράφι με τα παιδικά βιβλία με τα χοντρά εξώφυλλα, είναι τα πιό ταλαιπωρημένα, ταλαιπωρημένα απο μένα, είμαι ο βασανιστής τους, τους φέρθηκα απάνθρωπα όπως και σε όλα τα παιχνίδια, όπως και σε όλα τ'αντικείμενα στο σπίτι, τα μουτζούρωνα τα έσκιζα, όπως έβγαζα τα μάτια από τις κούκλες και τα χέρια και τα τοποθετούσα ανάποδα, όπως χαλούσα τα πάντα στο σπίτι, τραβούσα πετσετάκια κι έσπαγα βάζα και σταχτοδοχεία, έβαζα τα χέρια στις πρίζες κι έγραφα τους τοίχους κι όλα τα υπόλοιπα θα μου τα  συγχωρούσα μα τα βιβλία, κι ο μπαμπάς υπομονετικός τότε και λιγότερο καταθλιπτικός τα περιέθαλπτε, τα κολλούσε προσεκτικά με εκείνη την καφέ ταινία με τη δυνατή κόλλα που βάζουν στις γάζες και ξανάγραφε στο πλάι τον τίτλο με μαύρο μαρκαδόρο, δε με μάλωνε, ήθελε μόνο να με κάνει να νοιώσω άσχημα κι εγώ το αναίσθητο μαλακισμένο παιδί του μπαμπά και της μαμάς να εξακολουθώ να φέρομαι βίαια στ' αντικείμενα, σαν ο θυμός που έχω να υπήρχε από τότε, σα να θύμωνα με τα ψέμματά τους από τότε, ευτυχώς ξέσπασα όσο χρειαζόταν στ' αντικείμενα και όχι σε ανθρώπους μετέπειτα. Κλέβοντας βιβλία από την οικογενειακή βιβλιοθήκη ξεκίνησε να δημιουργείται η προσωπική μου, αρχικά στο παιδικό δωμάτιο, στη μεριά μου, στο ράφι δίπλα στο κρεβάτι, τα βιβλία της αρεσκείας μου δίπλα μου κι ύστερα η πιό μεγάλη αγάπη, εκείνα που αγόραζα μόνη, που έχουν την ημερομηνία απόκτησης και τ' όνομά μου, και να μεγαλώνει να μεγαλώνει και δώρα σε κάθε γιορτή γενέθλιο βιβλία δώρα, με κάθε ευκαιρία κι όποτε έπιανα χρήματα στα χέρια βιβλία, κιε γώ κι η αδερφή μου, δεν είμασταν κορίτσια που αγόραζαν ρούχα, βαφτικά και κοριτσίστικα πράγματα.  Η μαμά με ρωτάει πού να βάλει τί, αυτά ταιριάζουν εδώ, να βάλω τα βαριά κάτω μη γίνει σεισμός κι έρθουν στο κεφάλι μας, εγώ απαντώ, λέω τη γνώμη μου σκουπίζοντας την άπειρη σκόνη, τα πάνω πάνω ράφια είναι κάτασρπα από τη σκόνη και τα σκαψίματα των προηγούμενων ημερών στο σπίτι, τελικά η μαμά δεν κρατιέται, και τα δικά σου κάποια στιγμή πρέπει να καθαρίσεις, κι εσένα τα πάνω ράφια σου γεμάτα σκόνη θα είναι, τα πάνω ράφια μου είναι γεμάτα σκόνη ναι, βαριέμαι τη σκάλα, ξεσκονίζω πάντα απο το τρίτο και κάτω, εκεί που φτάνω χωρίς να χρειαστεί  ν' ανέβω σε σκάλα ή καρέκλα, η βιβλιοθήκη μου πια είναι πιο μεγάλη από την οικογενειακή, και τόσο διαφορετική, βιβλία που μου χάρισαν αγόρια κι άντρες που μ' ερωτεύτηκαν κι έπειτα με ξερωτεύτηκαν,  βιβλία με ερωτικές αφιερώσεις γραμμένες στο εσώφυλλο, ερωτικά γράμματα μέσα , μεγάλα τεράστια λόγια πιό μεγάλα κι απ' τα ψέμματα των συγγραφέων, τρυφερές αναγκαίες βλακείες, βιβλία απο φίλους, απο την αδερφή μου που πάντα έχουν μέσα τη φράση στη μικρή μου αδερφούλα, μοιάζει με τις δικές μου αφιερώσεις που πάντα λένε στη μεγάλη μου αδερφή σα να θέλουμε έτσι να μην ξεχνάμε ποιά είναι η μικρή και ποιά η μεγάλη, βιβλία διπλά και τριπλά, βιβλία απο φτηνές εκδόσεις, από τότε που δε χαμπαριάζαμε ακόμη την αξία της μετάφρασης και της έκδοσης, ολόκληρη ζωή γραμμένη μέσα σε βιβλία, ζωές, άνθρωποι, έρωτες και βλακείες παντού μέσα στο σπίτι, τα δυο σπίτια, το πάνω και το κάτω, οι δυο βιβλιοθήκες  η πάνω και η κάτω, όλα μια συγκίνηση, έχω τελειώσει ήδη τη γωνία και περνάω στο κάτω ράφι, εκεί που η μαμά έχωσε πουτανίστικα κι ένα βάζο απο μπροστά, με πλαστικά λουλούδια μέσα, της λέω σιχαίνομαι τα πλαστικά λουλούδια πέταξέ τα, κι ύστερα λέω ποιά είσαι που θα της πεις τι θα κάνει, τα παίρνω και τα πηγαίνω στη μπανιέρα, τα πλένω προσεκτικά και τα κρεμάω να στεγνώσουν, κι ύστερα μπροστά από το πιο κάτω ράφι ένας μαύρος ταύρος, με βλέπει που τον κρατώ, αυτό δεν το πετάω είναι της γιαγιάς μου λέει, ναι ξέρω από το ταξίδι στην Ισπανία, σκέφτομαι πως η μαμά κρατάει τα πράγματα της γιαγιάς, εγώ πιθανόν θα φυλάξω τα δικά της, κι ύστερα σκέφτομαι τα δικά μου πράγματα, δε θα τα φυλάξει κανείς, με ενθουσιάζει η σκέψη αυτή, ο,τι έχω θα ψοφήσει μαζί μου, δε θα κάνω παιδιά, δε θέλω και δεν ξέρω κι αν μπορώ, δε χρειάζεται, δεν ήρθαμε όλοι για τον ίδιο σκοπό στη ζωή, εγώ ήρθα για ν' αγαπάω τον χειμώνα και τον Schubert, για ν'αντέχω την υστερία εκείνων που μου είναι σημαντικοί και για να κρύβω κάθε πόνο που με πονάει, δε με συγκινούν τα παιδιά, είναι ψεύτικα, ζουν στον ψεύτικο κόσμο που οι ανίκανοι γονείς τους  έπλασαν γι' αυτά, αθώα και βλαμμένα, σαν τους ερωτευμένους, αθώοι και βλαμμένοι κι αυτοί που ανταλλάσσουν σιχαμερά υποκοριστικά, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, κι όλα τα -όύλα και -άκι μου, εμετίζομαι μ' αυτά, η καρδιά είναι όργανο ρε μαλάκα , δεν υπάρχει καρδούλα, νεφράκι, παγκρεάκι και πνευμονάκι. Τα ανθρώπινα όργανα θέλουν σεβασμό. Γυρίζω σπίτι αναστατωμένη, με περιμένουν τα δυο μου τετράποδα, τους μιλάω γλυκά, αλλάζω τη φωνή μου, τους αποκαλώ, σκατόμωρά μου, αγάπες μου, μαλακισμένα μου, βρωμερά μου, μπασταρδένια μου, ευτυχία μου, μπελά μου, τους λέω πως θα τους αγαπώ μέχρι το τέλος του σκυλοκόσμου κι εκείνα χοροπηδάνε, ο Ζοζέ κατουράει κάθε μέρα μέσα στο σπίτι, του λέω αρχίδι θα με κάνεις υπερνυκοκοιρά που σφουγγαρίζει καθημερινά, σκύβει το κεφάλι, αρκεί να καθήσω στη γωνία του καναπέ για να'ρθουν και τα δυο ήσυχα και απαλά να ξαπλώσουν αριστερά και δεξιά μου, τους χαϊδεύω τις κοιλιές κι ανοίγουν αυτόματα τα πόδια τους, με συγκινούν γιατί κι εγώ έτσι τ' ανοίγω όταν σε ακούω να λες λέξεις που ξέρεις μόνο εσύ, μα πώς τις λές έτσι, τι σε πιάνει, πώς  το κάνεις, νυχτώνει κι ο Νοέμβριος είναι σίγουρος για τη μεγάλη αγάπη που του έχω, ζηλεύει λίγο τον Φεβρουάριο που όλοι ξέρουμε πως δεν τον αλλάζω με τίποτα, μα με νοιώθει πόσο μαλακώνω όταν λέω τ' όνομά του, όλοι οι νοέμβρηδες με αγαπούν πορτογαλικά, τα σωστά ποιήματα γράφονται τότε, ταιριάζουν με τα θολωμένα τζάμια του σπιτιού, άν ήμουν ποιήτρια θα έγραφα ποιήματα κάθε νοέμβριο μα δεν ξέρω, μόνο τα πόδια ξέρω ν' ανοίγω, να σε ρουφάω μέχρι τον οισοφάγο και να σε αφήνω να με γαμάς μέχρι το στομάχι. Τραγουδάω μια μισοβλακεία, ένα αγόρι στη γωνία κάθεται και με κοιτάζει επίμονα, τον κοιτάζω, αυτόν και τα υπόλοιπα αγόρια, κοιτάζω λίγο και τα κορίτσια, σκέφτομαι πως όλοι εδω μέσα είναι σημαντικοί για κάποιον, σκέφτομαι πως αυτό το αγόρι θα μπορούσε να είναι τα πάντα για μένα, πως μπορεί να είναι τα πάντα για κάποιον, πως οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι τα πάντα για μένα αρκεί να ταίριαζαν οι ανάγκες μας την ίδια στιγμή, όλοι ναι θα μπορούσαν, το αγόρι στη γωνία λίγο παραπάνω. Με περιμένει να τελειώσω κι έρχεται κι ακουμπάει το πίσω χέρι του στο πλάι χέρι μου. Θα ξανάρθω λέει, να ξανάρθεις λέω και να τότε βλέπω που κρατάει μια βιβλιοσακούλα, τί έχει μέσα, και να βγάζει ένα βιβλίο που αγαπώ, της προσωπικής βιβλιοθήκης που θα μπορούσε βέβαια να ανήκει και στην οικογενειακή, με κοιτάζει με αγωνία, περιμένει την αποδοκιμασία μου ή το θαυμασμό μου, δεν αντέχει τη σιωπή μου, το έχεις διαβάσει με ρωτάει, ναι του λέω πριν πολλά πολλά χρόνια, το αγόρι είναι μικρό, μπορεί να του ρίχνω και δεκαπέντε χρόνια, θα ξανάρθω ξαναλέει, να ξανάρθεις ξαναλέω, με περιεργάζεται, κοιτάζει το δέρμα μου κινάει να φύγει κι επιστρέφει πάλι, τώρα πού θα πας με ρωτά, σπίτι μου, απαντάω λίγο αυστηρά, θα ξανάρθω ξαναλέει, να ξανάρθεις ξαναλέω, παίρνει μιαν ανάσα και χάνεται κι εγώ ανακουφίζομαι. Επιστρέφω, το αίμα μου σχεδόν πιστό στο ραντεβού μας, εκεί μέσα στο βρακί μου, εκεί που που όλες τις μέρες φύλαγα την υγρασία μου για σένα, με ταλαιπωρεί , ετοιμάζω έναν καφέ κι ανοίγω το θερμοσίφωνο, ο καφές βράζει, κι εγώ λίγο, ρίχνω νερό στο αίμα, τα χαλασμένα όργανά μου ματώνουν όποτε γουστάρουν μα αυτή τη φορά σεβάστηκαν εσένα μάλλον και μάτωσαν στην ώρα τους, δε λογάριασαν όμως πως κάθε φορά που λες μια λέξη εγώ παθαίνω ημιοργασμό, κι έτσι αναγκαστικά μάτωσα τα χέρια μου, εκείνα ναι που τα 'χωνα άτσαλα μέχρι να χύσω πάνω σου ότι με βαραίνει, κάτσε να σκεφτώ τί με βαραίνει πιο πολύ, όχι δεν εννοούσα τις κορτιζόνες αυτή τη φορά, η σαχλοπότητα με βαραίνει ναι,  τα συναισθήματα ναι που δεν τ' αντέχω, καλά που χάθηκε ο Ζοζέ τον Αύγουστο και μπόρεσα να κλάψω γιατί διαφορετικά θα πέθαινα απο στεγνοφθαλμίωση. Η ώρα περνάει και οι φωνητικές μου χορδές έχουν όρεξη για φωνήεντα, μη μου χαλάσεις το χατήρι, πες ναι, πες εκείνο το ναι, ααα και κύριε Brahms μη θυμώσετε που είπα αυτά για τον  Schubert στο κάτω κάτω τη γενειάδα σας την αγαπώ όσο τίποτα κι αν καθήσω στο πιάνο θα σας το αποδείξω. Ο μπαμπάς μου λέει πρέπει να κάνουμε κι άλλη οικονομία, τον σταματώ, κάνω τόση οικονμία συναισθημάτων και δακρύων που χέσε με με τα ευρώ. Ούτε βιβλία δεν αγοράζω πια μπαμπά, ούτε βιβλία. Μα να στο χέρι μου πέφτει αυτό, ανοίγω τη σελίδα:
  Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά·
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Mε ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Tο παίρνει, το αιωρεί πάνω απ' την πόλη.

Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.(*)


Διαβάζω, παραλίγο να πάθαινα Αύγουστο στα μάτια, αλλά όχι, ούτε καν τώρα.

(*)Γιώργος Σορολόπης