58113183


Дεν ξέρω ποιό κουμπί κανονίζει την ηρεμία αλλά το πάτησα κι έμοιαζα ηρεμη σήμερα, όλους τους έπεισα, μπορώ να πείθω τους ανθρώπους πλέον μ' ευκολία τουλάχιστον εκείνους που δε με νοιάζουν και δεν τους νοιάζω.  Οι παράμετροι της αρρώστιας μου με κάνουν να είμαι ψύχραιμη -αιμη, έχω ψυχρό αίμα, μάλλον θα πεθάνω νέα μπορεί και αύριο το πρωί αν δεν πετύχω τον καφέ που θέλω. Ο μπαμπάς κι η μαμά ανησυχούν δε θέλουν να κοιμάμαι στο δωμάτιο με τους σάπιους τοίχους, να 'ξεραν πόσα σάπια κατοικούν μέσα μου, η υγρασία με κυνηγάει όπου κι αν πάω, ναι εγώ την προκαλώ, μεσημέριασε κοιμάμαι λίγο και φοβιστικά, ευτυχώς με ξυπνάνε δύο γλώσσες, όχι γλωσσίτσες, γλώσσες που μαλακώνουν το ξύπνημά μου, το κάνουν υποφερτό, ετοιμάζω καφέ και διαβάζω μέσα στην ησυχία του επικείμενου χειμώνα που ποτέ δεν είναι όπως τον έχω ονειρευτεί, μα τουλάχιστον είναι χειμώνας, η μαμά φοβάται τα καινούργια κουφώματα, ξέρει πως αυτά θα την κρατούν έξω από το σπίτι, τέλος τα σπασμένα πατζούρια που ανοίγουν με μια κίνηση, τέλος η τζαμένια πόρτα που φανερώνει αν είμαι μέσα ή όχι, η ώρα αλλάζει εγώ όχι, μια ώρα πίσω εγώ πάντα μπροστά, νύχτα από τις έξι το απόγευμα η χαρά μου, η μέρα είναι βαρετή εκτός αν είναι σκοτεινή σα νύχτα, ξαναμεσημέριασε, ο καφές παγώνει, καταπίνω και πονάει, έχω πυρετό αλλά τα ηλεκτρονικά θερμόμετρα είναι τόσο γαμημένα που ούτε τον πυρετό σου δε σ' αφήνουν να χαρείς, κρυώνω μέσα στο σπίτι, φοράω κάλτσες μέχρι το γόνατο, η αριστερή όταν σηκώνομαι και κινούμαι πέφτει, σκύβω και τη σηκώνω, τα μαλακισμένα σχολάνε, περνάνε έξω από την αυλή χαχανίζοντας, προκαλώντας τα σκυλιά μου να τους γαβγίσουν, τους πετάνε μια άδεια χάρτινη συσκευασία χυμού, ανοίγω την πόρτα μισοξεβράκωτη και τους κοιτάζω αυστηρά, απαξιωτικά, με γράφουν στ' αρχίδια τους, επιμένω να τους κοιτάζω μέχρι να χαθούν από τα μάτια μου, παιδική ηλικία και μαλακίες, μια μιζέρια η παιδική ηλικία, μια μιζέρια όλες οι ηλικίες, η καθεμιά για τους λόγους της, κι η προβληματική βασανιστική  εφηβική καύλα που σε κάνει να πετάς άδειες συσκευασίσες χυμού μέσα σε αυλές, βαρετοί οι άνθρωποι από τότε που γεννιούνται, βαρετή κι η γέννηση, ανιαρά όλα μέχρι σκασμού, λίγο το αριστερό σου φρύδι εξαιρείται από όλην αυτή την αυτοκρατορία της υπέρτατης βαρεμάρας, μα κι αυτό πλέον το αμφισβητώ, τρομάζουν οι άνθρωποι με την υπερβολή που επιδεικνύω όταν κάτι μ' αρέσει, χααα που να δείτε πώς είμαι όταν κάτι δε μ'αρέσει, τις Κυριακές λίγο μαλακώνω, πίνω πολύ νερό και κατουράω συνέχεια, ζαλίζομαι και σε λίγο πάλι θα νυχτώσει, η μαμά μου φέρνει φαγητό πουρέ και κουνουπίδι τόσο βρασμένο που δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω ποιό είναι ποιό, μην το βράζεις ρε μαμά τριακόσσιες ώρες, και βάλε κι ένα κιλό λεμόνι μέσα, ουφφ το φαγητό της Κυριακής το τρώω σχεδόν πάντα κρύο, έχασα δύο λίτρα αίμα και δεν έβγαλα τσιμουδιά,ξυπνάω από τον πόνο, πυρετός 39 και πόνος διακόσσιεςχιλιάδεςεκατομμύρια, τραγουδάω με νότες πόνου, έρχεται εκείνο το αγόρι που αγαπώ και τον γυρίζω σπίτι του και ποτέ δε θυμάμαι τί λέμε στο δρόμο και κάθε φορά είναι σαν το σπίτι του να είναι πιο μακρυά και την τελευταία φορά τρώγαμε μουστάρδα και κέτσαπ και λέγαμε για τον Φλωμπέρ, μου φέρνει πάντα όπλα και γλυκά που ξέρει πως δεν τα τρώω αλλά τα φέρνει  και χτες ναα κι εγώ έφαγα ένα κιντερ κι ήπια όλο το αλκοόλ που βρήκα, πίνω μέχρι να μη διακρίνω τους ανθρώπους, την επόμενη δε θυμάμαι, αυτοκαταστροφή λέγεται η ντροπή ή δυστυχία ή βρες μια λέξη που όλα τα ξέρεις,  κουτσαίνω από τον πόνο, κι αν ξαπλώσω με δυσκολία σηκώνομαι, δεν έχω και λόγο να σηκωθώ, η ενέργειά μου έχει όλη σπαταληθεί στο να προσποιούμαι την ψύχραιμη, στο να σφίγγομαι όταν καταπονάω γαμημένα, το παίζω σκληρή και δυνατή, κουραδόμαγκας τιποτένια άξια μόνο για αυτοχλευασμό, φτερνίζομαι και μου φεύγουν δάκρυα από τον πόνο, κακόμοιρη και φουκαριάρα για ξύλο, εκεί στη γωνία χωρίς καμία δύναμη, σηκώνομαι μόνο για κατούρημα, αν δεν έρθει η μαμά να φέρει φαγητό μένω νηστική, εγώ κι ο εαυτός μου μάλλον δε θα 'χουμε καλά ξεμπερδέματα, το νοσοκομείο στο κίτρινο φως του απογεύματος είναι κάπως τρυφερό, το ίδιο το κτήριο έχει μια γλύκα, αν δεν κλείδωναν και τους θαλάμους θα ήταν πιο γλυκά όλα, αγαπημένε γιατρέ τι να φταίει για το κατάντημά μου, εεεε, μήπως φταίει που όταν είδα τον giannini με έρωτα κι αναρχία ήθελα να τον παντρευτώ, μήπως που ακούω schubert όλη μέρα, μήπως που αυνανίζομαι μπρούμυτα, που κάνω οτι τα μπορώ όλα, που δεν αφήνω κανέναν να με χαϊδέψει, που τρώω κρύο το φαγητό της Κυριακής, κάτι θα πρέπει να φταίει, μήπως που δεν αφήνω ποτέ τα νύχια μου να μεγαλώσουν, μήπως που αφήνω τον μπαμπά να λέει τις ίδιες ιστορίες και κάνω σα να τις ακούω πρώτη φορά, που έχω γεμίσει όλο το σπίτι με ηλιοτρόπια, που δεν αγοράζω τσιγάρα από τη φίλη της μαμάς, που βάζω τα χέρια μου στις μασχάλες μου για να ζεσταθούν, μίλα βρωμιάρη πες τι φταίει, πες γιατί δεν έχω πολλη υπομονή, ο μπαμπάς όταν στύβει λεμόνι το στόμα του γεμίζει σάλια λέει, δοκίμασε κι εσύ ναι και γελάει, δοκιμάζω και μπαα, τίποτα δε δουλεύει τίποτα θα με σιχαινόμουν αν δε μύριζα τόσο ωραία αλλα ύστερα με ανασαίνω και αλλάζω γνώμη, μια μέρα σίγουρα θα με σιχαθώ αλλά όχι ακόμα, είμαι επικίνδυνη τελευταία κι αν συναντήσω κάτι που με κάνει να μη βαριέμαι γίνομαι κάπως χαρούμενη, θα φάω πρασόρυζο και παυσίπονα και για βραδυνό αλκόολ, το πίσω από τα γόνατά μου στεναχωριέται, η αχάιδευτη κοιλιά μου το ίδιο, είναι πολύ περήφανα τα μέλη μου για να παραπονεθούν, πνίγομαι μέσα στο μαξιλάρι όταν χύνω κι οι παλμοί μου πολλαπλασιάζονται και η πλάτη μου ανατριχιάζει κι ύστερα παγώνω, με παίρνει ο ύπνος γυμνή, σταμάτα να χύνεις μαλακισμένη πώς θα στεγνώσουν οι τοίχοι στο σπίτι, ζωγραφίζω τα αδικοχαμένα φρύδια μου, ποτέ δε μπορώ να τα κάνω ίδια και φαντάσου να έκανα το αριστερό μου σαν το αριστερό σου ε, ωραία να μπορούσα να ζωγραφίσω κι ένα νεφρό, ωραία και ωοθήκες και μαλλιά και να έσβηνα και τα σημάδια από τις εγχειρήσεις, να ζωγράφιζα στο πρόσωπο του μπαμπά ένα μόνιμο πανηλίθιο χαμόγελο και δόντια στη μαμά και στην αδερφή μου να ζωγράφιζα το παλιό της πρόσωπο, είμαστε οι άχρηστες κόρες του μπαμπά μας ναι εσύ λίγο πιο πολύ αγαπημένη μου πιό πολύ εσύ αλλά μη φοβάσαι ποτέ δε θα σου ζωγράφιζα  μόνιμο πανηλίθιο χαμόγελο, θα το βρείς μόνη σου αφού ό,που να 'ναι αλλά μόνη σου ναι; δεν είναι Κυριακή αλλά το πρασόρυζο κρύωσε, γι αυτό αγαπώ τα παυσίπονα, έχουν πάντα την ίδια θερμοκρασία, γι αυτό και το μέσα από τα πόδια μου. Αυτό το φτυστένιο γράψιμο πρέπει να σταματήσει, κάθε μέρα το λέω μα πάει το χέρι μόνο του, γράφει και δε σταματάει ίσως κάποιος πρέπει να μου πει σκάσε. Ας είσαι εσύ ο κάποιος. Πες πες σκάσε πες.