8,9,10,1,2

  


ϑυμάμαι τον υδραυλικό της γειτονιάς που αυτοκτόνησε πέρισυ κι ύστερα τα κατιναριά να θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες, λες κι έχει σημασία αν κρεμάστηκε ή αν ξεκωλορίζιασε τις φλέβες του ή αν πήδηξε από το κενό στο κενό. Θυμάμαι την αηδία που μου προκαλούσε το δήθεν σοκαρισμένο ενδιαφέρον, θυμάμαι να προσπαθώ να εξηγήσω την ανθρώπινη αηδία που μου προκαλούν οι ανθρωπίσιοι άνθρωποι. Πέρισυ, φέτος, του χρόνου η εμετική μου διάθεση παραμένει αμείωτη, ο φόβος για οποιοδήποτε συναίσθημα επίσης. Οι επισκέψεις στον ψυχίατρο σταμάτησαν, δεν έχω λεφτά ούτε για φαγητό αγαπημένε μου, είστε μια πολυτέλεια, θα μου λείψει η ακατάσχετη φλυαρία της τετάρτης, για μία ώρα κάθε βδομάδα μιλούσα περισσότερο απ' όσο μιλάω όλη τη βδομάδα, μαλάκωνε η αηδία μπροστά στο γλυκό και ψυχρό βλέμα του δόκτωρος, μαλακώνε γιατί γινόμουν μέρος της, ήμουν η αηδία που σιχαίνομαι και θέλοντας και μη έπρεπε να είμαι λίγο πιο μαλακή με τη δική μου αηδία εγώ η βασίλισσα της αυτοτιμωρίας μου φερόμουν λίγο πιό όμορφα κάθε τετάρτη για μία ώρα, ξεχνάμε αυτή τη μέρα και ώρα λοιπόν προς το παρόν, εε είναι και τα κουφώματα που πρέπει ν' αλλάξουμε γιατί σε λίγο είτε βρίσκεσαι έξω από το σπίτι είτε μέσα θα είναι το ίδιο. Τετάρτη απόγευμα ήρθε ο κουφωματάς να πάρει μέτρα, φαφλατάς, με χρόνια αγαμία και άρχουσα κοιλιά, φρεσκοπαντρεμένος, εξυπνάκιας, ενοχλητικά λαϊκός με εμετική ξερολίτιδα, βαρύ λάμδα κι ενοχλητική χροιά φωνής, να τώρα που θα σκύψει θα έχει και κωλοχαράδρα όχι ευτυχώς η κοιλιά είναι σε αρχικό στάδιο κι έτσι το παντελόνι δε χρειάζεται να κατέβει τόσο, ευτυχώς ευτυχώς αυτό το γλίτωσα όπως και με τον αυτόχειρα υδραυλικό της γειτονιάς, ο μόνος υδραυλικός που δε φαινόταν η κωλοχαράδρα του και πήγε ο  βλάκας κι αυτοκτόνησε, ας είναι, κάθε φορά που θα βλέπω τους χαλκοσωλήνες και τις άγαρμπες ξεχειλωμένες τρύπες στους τοίχους θα τον σκέφτομαι με το χαζοηλίθιό του ύφος κοίτα που οι χαζοηλίθιοι αυτοκτονούν, πριν μερικά χρόνια νόμιζα πως μόνο οι πανέξυπνοι κάνουν τέτοια, μαλακία μου αφού κι ο μπαμπάς το τόλμησε τότε ναι μαλακία ο μπαμπάς είναι έξυπνος έξυπνος όσο μπορεί να είναι, εμένα πονάν τα χέρια μου και τα πλευρά μου, έσπασα τα πλευρά μου σαν πανηλίθια, είμαι απρόσεκτη γιατί δε με νοιάζω και άτυχη γιατί με πολυνοιάζω, ο συνδυασμός σκοτώνει. Όταν ήμουν πιο σοβαρή παλιά μύριζα τ' αγόρια απο μακρυά και δε μου  έλειπε καμία μυρωδιά, τώρα μου λείπει μία μακρυνή από τον αύγουστο περίπου εε ίσως και λίγο μετά, έκανα χίλιες ορέξεις απόψε να δω ένα αγόρι με ωραία φρύδια αλλά δε μου έκανε τη χάρη, έκανε δεν εκανε το αριστερό του φρύδι μ΄έχει λίγο φυλακισμένη και το περπάτημά του λίγο εγκλώβισμένη στο  μη- βήμα του. Η αρρώστια μου με τρώει κάθε μέρα, μου εξαφανίζει τα μαλλιά, μου μονιμοποιεί τις πληγές, αυτοτιμωρία η λέξη που με ξέρει όσο καμιά, βράχνιασα δεν έχω διάθεση για τίποτα μόνο για μακαρόνια με κέτσαπ, φτηνιάρικα λιντλομακαρόνια που θέλουν εικοσιπέντε λεπτά βράσιμο, όλη μέρα παίζει το τρίτο, κοιμίζει τα  σκυλιά, βράζω μακαρόνια, το νερό να κοχλάζει κι ο  César Frank πιανίζει, το κεφάλι μου είναι βαρύ, είναι μεγάλη μέρα η μέρα των μακαρονιών, θα 'ταν μεγάλη η νύχτα αν σ' έβλεπα, άν όχι ολόκληρο έστω το αριστερό σου φρύδι. Γύρισα σπίτι, σου 'γραψα άλλο ένα mail, τώρα έχω 27 στα πρόχειρα ναι 27, σε όλα κάνω ερωτική εξομολόγηση στο αριστερό σου φρύδι, ναι στα πρόχειρα, ποιά εγώ που σιχαίνομαι την προχειρότητα όσο τίποτα, που ανοίγω τη συσκευασία λιντλομακαρόνια με ψαλίδι προσεκτικά σα να άνοιγα πολύτιμο δώρο, κι όμως εκεί πρόχειρα χώνω λέξεις που προορίζονται όλες για ένα φρύδι γιατί είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που κοιτάζει με τα φρύδια, φτάνει σκάω και σκάσε και 'συ, καμία διάθεση δεν έχω, το αυτοτιμωρητικό σεξ τελείωσε, βαριέμαι να πω έστω και μία κουβέντα σε οποιονδήποτε, ο κυνισμός μου είναι αποτυπωμένος ακόμα και στον τρόπο που σταυρώνω τα πόδια μου, έπαψα να φοράω λουλούδια στα μαλλιά, σα να μη μπορώ να τα στερεώσω, σα να μη μπορώ να στερεώσω τίποτα, μια περούκα θα μας σώσει όλους, περούκα και για λίγο πιο μέσα, κρύβω τα πάντα από τους πάντες, τα σπασμένα πλευρά για ένα μήνα μου απαγόρευαν να βήχω και να γελάω, ευτυχώς και να κλαίω, έκλαψα εκείνο το πρωί μετά από τόσο μεγάλο διάστημα, έκλαψα με αφηρημένο κλάμα και κάπως τσουναμίστικο, μια δόνηση κι ύστερα ο χαμός που σε κάνει να χάνεσαι, μετά τα πρωινά κλάματα στο φαρμακείο για τα γνωστά, κι όμως έχω τόση αγάπη για τις συσκευασίες που ακόμη και την ώρα που ανοίγω το κουτί με τα χάπια μια χαρά την έχω, ξεδιπλώνω πάντα το χαρτί και διαβάζω κι ύστερα έρχεται ο μεγαλύτερος εφιάλτης, το πιό δύσκολο πράγμα στον κόσμο, να ξαναδιπλώσις το χαρτί των φαρμάκων όπως ήταν, είναι κάτι που είναι μαγικά αδύνατο, όπως και με μερικούς χάρτες, ναι αυτά τα διπλώματα που είναι σα να έγιναν για να μην ξεδιπλωθούν ποτέ,ευτυχώς το πείσμα μου είναι πιό μεγάλο κι από την ανημποριά των ανθρώπων κι έτσι κάποια στιγμή τα καταφέρνω. Σε είδα στον ύπνο μου να με κοιτάς με το αριστερό φρύδι και ξύπνησα με το στομάχι κάτω από τη μασχάλη, σε είδα να περπατάς μόνος στο δρόμο κι αν ήξερες πόσο ήθελα να τρέξω να σε πιάσω από τη μέση θα έτρεχες κι εσύ και θα παίζαμε κυνηγητό για πάντα όπως ήδη παίζουμε, ο χειμώνας που έρχεται δε θα με κρυώνει, το σπίτι θα είναι ζεστό λέει ο μπαμπάς, θα είναι και επιτέλους κλειστό όσο θέλω λέω εγώ, θα έχει ρολλά που θα κλείνουν ναι, θα έχω το απόλυτο σκοτάδι που θέλω πάντα να έχω, το απόλυτο σκοτάδι, επιστρέφω στο σπίτι καταμόνη όπως μ' αρέσει, ξεκλειδώνω τη σιδεροτζαμένια πόρτα και δυό ουρές κάνουν σα χαζές για μένα, κοντεύουν να σπάσουν, ξεντύνομαι, πλένω το πρόσωπό μου και ετοιμάζω έναν καφέ σε μικρό φλυτζάνι που το δάχτυλο δε χωράει στη λαβή και με πιατάκι ναι με μικρό πιατάκι,στρίβω τσιγάρο κι ανοίγω το τρίτο,οι δυο ουρές είναι δεξιά κι αριστερά μου, μαλώνουν με διεκδικούν, γρυλίζουν, βάζω μια φωνή και ηρεμούν, μετά απο λίγα δευτερόλεπτα κοιμούνται, σηκώνομαι να βάλω νερό κι οχτώ μικρές πατούσες με ακολουθούν, είναι από πίσω μου ο,τι κι αν κάνω μέσα στο σπίτι, ο,που κι αν πάω,επιμένω πάντα σα χαζή να λέω μη σηκώνεστε μωρέ κοιμηθείτε, κι εκείνα τα χαζά σηκώνονται ξεβολεύονται τινάζονται και με ακολουθουν, πίνω νερό όρθια στην κουζίνα και με κοιτάνε στα μάτια, με βλέπουν ν' απλώνω το χέρι πάνω στο ψυγείο να τους δώσω αυτές τις παπαριές που τους αρέσει να μασουλάνε και κάνουν σβούρες, οι ουρές πάλι κουνιούνται τακ τακ τακ κάνουν θόρυβο, τον αγαπώ αυτόν το θόρυβο πολύ, επιστρέφουμε κι οι τρείς στον καναπέ, ξανακοιμούνται, καπνίζω ένα τσιγάρο και σηκώνομαι, με τις οχτώ μικρές πατούσες πίσω από τον κώλο μου, πηγαίνω στο μπάνιο, εκεί όχι δε μπαίνουν περιμένουν έξω από την πόρτα, έχουν μάθει να με περιμένουν υπομονετικά παντού. Ακόμη κι όταν αυνανίζομαι και τους κλείνω έξω από το υπνοδωμάτιο εκείνα περιμένουν υπομονετικά, σέβονται τις κλειστές πόρτες, πλένω τα δόντια μου και βγαίνω, σβήνω τα φώτα, οι οχτω πατούσες πίσω μου στα πλακάκια τσικτσικτσικ και τώρα και μπροστά μου με τη σιγουριά πως θα κάτσουμε πάλι στον καναπέ, τους τη σκάω και στρίβω στο υπνοδωμάτιο και τρέχουν πίσω και ξανά τσικτσικτσικ στα σανίδια αυτή τη φορά, κοιμόμαστε και το πρωί αν τολμήσω να κουνηθώ και καταλάβουν πως ξύπνησα αρχίζει το τακτακτακ , να οι ουρές και ναι βγαίνουν κι οι γλώσσες αν τολμήσω να έχω κάποιο γυμνό μέλος του σώματος ξεσκέπαστο, αγκώνες δάχτυλα με γλείφουν, με ξυπνάνε γλυκά, κι αν δουν πως ξανακοιμάμαι ξανακοιμούνται ανόρεχτα με κείνον τον τετράποδο αναστεναγμό που με κάνει να γελάω, τα νταλκαδιασμένα μου σκυλιά γελάω στον ύπνο μου, με ακούν που γελάω και ξαναπετάγονται και τακτακτακ κι αν πάρουν χαμπάρι πως έχω πρόθεση να σηκωθώ τότε χαζοπηδάνε παντού και ναι η μέρα τους αρχίζει, η ολόιδια μέρα τους η πιό ολόιδια αρχίζει, θα κάνουν τα ίδια, θα γαβγίσουν στον κόσμο που θα κατέβει από το λεωφορείο, στα μαλακισμένα που πηγαίνουν σχολείο και τους ενοχλούν,θα φάνε το ίδιο φαγητό, θα με δουν το βράδυ να μπαίνω στο μπάνιο να βγαίνω να φοράω τα παπούτσια μου, θα με περιμένουν να γυρίσω, δε βαριούνται, δε με βαριούνται, εκείνο το βράδυ που σε αναζητούσα, γύρισα και τους μιλούσα για σένα,  ξέρω πως δεν καταλάβαιναν τίποτα μα είχαν μια ανακούφιση που με ανακούφισε κι εμένα τόσο που ούτε ένα πρόχειρο δεν έγραψα, δε νξέρω κι αν είχα τίποτα καινούργιο να σου γράψω. Τακτακτακ ήθελα μόνο να σου κάνω.