2453012632

ούτηξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω, ήθελα να θυμηθώ εκείνο το όνομα εκείνου του δρόμου που ποτέ δεν επισκέφθηκα από φόβο και μόνο για να μη δω το κατάντημά του. Όταν ακούω καινούργια πόλη τρομάζω, έχω δει λίγο τα "έξω" της Λισαβόνας, στη διαδρομή του aerobus, προτιμώ να κλείνω τα μάτια όμως, και να τ' ανοίγω όταν ακούσω την παντού ίδια φωνή των λεωφορείων να αναγγέλει τη στάση  restauradores. Όπως και να ΄χει έσκασα να θυμηθώ το όνομα, ναι το θυμήθηκα, δεν έχει καμία σημασία, θέλω να το ξέρω κι ας μην το επισκεφθώ ποτέ. Εκείνη την υγρή νύχτα που κανείς δεν ήξερε τί θα ξημερώσει, οι μπότες μου είχαν πάρει νερό, η δεξιά πιο πολύ, η βροχή έγερνε λες κι επίτηδες κι έβρεχε το τσιγάρο μου, προσπαθούσα να το προστατεύσω κρατώντας το στη χούφτα όπως κάνουν οι μάστορες μα κάθε που πήγαινα να ρουφήξω, μια σταγόνα μου το έβρεχε μαζί με τα χείλη μου, κατέβαινα τη rua das pedras negras, πεινούσα, θα έτρωγα στο adega, βάδιζα γρήγορα να προλάβω το ρύζι με τις γαρίδες, πέταξα το τσιγάρο κάτω, στη λισαβόνα οφείλεις να πετάς τα τσιγάρα κάτω, δεν επιτρέπεται να μην το κάνεις, το πέταξα σκεφτόμενη ηλιθιωδώς πως θα έφτανα πιό γρήγορα χωρίς την έγνοια του, όταν δεν έχεις κανέναν και τίποτα να προστατέψεις τότε ναι κερδίζεις χρόνο κι ας μην ξέρω τί χάνεις, και πάνω που ήμουν πια ικανοποιημένη με το ρυθμό του βήματός μου άκουσα μια αντρική φωνή να σπαράζει, ερχόταν από τ' αριστερά μου, γύρισα και είδα την επιγραφη  funerais ναι κατάλαβα δε χρειαζόταν πολλα για να καταλάβω, ο άντρας αυτός έκλαιγε δυνατά χωρίς να ουρλιάζει, προσπέρασα κι άρχισα να κλαίω κι εγώ, η λισαβόνα υπάρχει για να κλαίμε, να μας συγκινεί με κάθε ευκαιρία, υπάρχει για να σκοτώνει τη σαχλή χαζοχαρουμενιά, για να μας μαθαίνει την τραγικότητα του να υπάρχεις, να σκέφτεσαι, να πονάς, να δίνεσαι και να φοβάσαι, σκέφτηκα κλαίγοντας. Έφτασα έξω από το  adega, μπήκα βρεγμένη και κάθισα δίπλα στη βιτρίνα με τα φαγητά, παρήγγειλα γαρίδες με ρύζι,ο ιδιοκτήτης ονομάζεται Antonio, δεν τον γνωρίζω προσωπικά κι ας τρώω κάθε μέρα εδώ, ακούω τους άλλους που τον φωνάζουν, περνάνε απ 'εξω διάφοροι, στέκονται μισοί μέσα μισοί έξω από την πόρτα, τον φωνάζουν κι εκείνος βγαίνει, μιλάνε, δεν καταλαβαίνω τί λένε, πιάνω απο τα γύρω γύρω πως μιλάνε για ποδοσφαιρικά, πολιτικά, γειτονικά, γελάνε, καμιά φορά διαφωνούν, τους κοιτάζω, ο Antonio δε σταματάει να μιλάει ακόμη κι όταν μου φέρνει το ρύζι, με σερβίρει και μιλάει με τους της πόρτας οι οποίοι εναλλάσσονται κάθε τόσο, και μαζί μ' αυτούς οι αδέσποτοι της Λισαβόνας, τόσοι αδέσποτοι παντού, γι αυτό η πόλη είναι γεμάτη σκατά που τ' αγαπώ κι αυτά, ο Antonio τους δίνει φαγητό, το αρπάζουν στον αέρα και φεύγουν, μερικές φορές μαλώνουν, ναι σαν τα σκυλιά. Κι οι άνθρωποι μαλώνουν σαν τα σκυλιά και γαμιούνται σαν τα σκυλιά, μόνο πιστοί δεν ξέρουν να είναι, δε μπορούν, δε χρειάζεται, δεν το ξέρουν και δε θα το μάθουν. Έφαγα τις γαρίδες μου και βγήκα πάλι, τα πόδια μου πλατσουρίζουν μέσα στα παπούτσια, άντε τράβα τώρα όλη την ανηφόρα,  όλα τα σπίτια που έχω ζήσει βρίσκονταν στο τέλος μιας ανηφόρας μα αυτή είναι η πιο ανυπόφορη, η ανηφόρα ανακοπή, έξω από την πόρτα πια η καρδιά μου έχει ανέβει στους ώμους μου και χτυπάει απο 'κει σαν τον χτεσινό οργασμό, που πάλι την έχασα και χτυπούσε με θόρυβο και σκέφτηκα ναα τώρα πάει, εδώ θα μείνω, θα με βρούν έτσι με τα πόδια ανοιχτά και την καρδιά πάνω στο σεντόνι με τα πόδια ανοιχτά κι αυτή, κι οι δυό χυμένες και ξεκωλοριζιασμένες και θα μας θάψουν πλάι πλάι και κάποιος θα βρει να πει, κωλόφαρδη πήγε απο χύσιμο ενώ άλλοι άτυχοι πάνε απο καρκίνους κι ατυχήματα και τιποτιά. Οι νύχτες στη Λισαβόνα δεν είναι πάντα κατάλληλες για έξω, τα σαββατόβραδα όλοι ξεπορτίζουν εκτός απο μένα, κι η Μάρθα με τα τακουνάκια της ανεβοκατεβαίνει τις ανηφοροκατηφόρες της πόλης με τέτοια ευκολία που τη ζηλεύω, να θυμηθώ να την ρωτήσω αν έχει πέσει ποτέ κι έχει σπάσει πόδια, να τη ρωτήσω πόσα σίδερα έχει φυτέψει στα πόδια της, μα σήμερα δεν είναι σάββατο, είναι τετάρτη κι όλοι είναι κλεισμένοι στην misericordia της Λισαβόνας, όλοι εκτός από μένα που ανοίγω την πόρτα πάλι και ξαναβγαίνω, θέλω να περπατήσω τον αγαπημένο μου δρόμο, είμαι κουρασμένη και τα πόδια μου δεν έχουν ξεκρυώσει ακόμη. Φόρεσα στεγνές κάλτσες και νάυλον σακούλες και τώρα δε θα ξαναβραχώ, θα πάρω το τραμ να με πάει εκεί κοντά κι ύστερα θα περπατήσω μέχρι να βρω τη  rua maria pia, η Alcantara  το βράδυ είναι ό,τι συγκινητικότερο υπάρχει, ανακοπή κι αυτή, ανακοπή και μυρωδιά φτώχειας, κι όλο το οδόστρωμα υγρό και κιτρινωπό, κι ησυχία, κι απ' τα παράθυρα η ασφυκτική μιζέρια, η υπέροχη αποπνικτική μιζέρια της Λισαβόνας, saudade που σου τρυπάει τα μάτια και τα πνευμόνια και τ' αυτιά, τόσο που πονάς κι εσύ, παράθυρα όπως όπως ασφαλισμένα, πατζούρια με δυο διαφορετικά φύλλα, ένα καφέ κι ένα μπλέ όπως όπως μονταρισμένο για να προσαρμοστεί στη θέση του παλιού καφέ που κάποτε ήταν ταίρι μ' αυτό που απέμεινε, αυτοσχέδια μάνταλα κι εκεί μέσα άνθρωποι που το πρωί θα φάνε πρωινό και θα βγούν να κατηφορίσουν τη rua maria pia μέχρι τη στάση να πάνε στις δουλειές τους. Αυτή τη στιγμή, αυτή τη νύχτα μόνο εγώ με τις γαρίδες στο στομάχι και το νάυλον στα πόδια υπάρχω, εγώ με το σπαραγμό του πορτογάλου μέσα στ' αυτιά μου, εγώ και το τοιχίο  στα δεξιά μου, που μου φτάνει μέχρι τη μασχάλη μα όσο κατηφορίζω χαμηλώνει κι άλλο κι άλλο, φτάνει στο στήθος, στα πλευρά, στη μέση, στο γοφό, μπροστά η κόκκινη γέφυρα, η μεταλλική γέφυρα που λατρεύω όσο καμιά, που τη λατρεύουν όλοι, μέχρι κι οι πιλότοι και βάζουν τα φτερά των αεροπλάνων τους να την αγγίζουν πριν προσγειωθούν, η γέφυρα που από κάτω της ο teijo κυλάει αργά ήσυχος γιατί βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας απο τον ατλαντικό, ο teijo φοβάται απο το Estoril και μετά, εκεί ναι τον βλέπεις ανήσυχο, μα εδώ κάτω απο την ponte 25 de abril είναι τρυφερός κι αργοκύληστος, συγκινητικός κι αυτός για χωρέσει στα υπόλοιπα, κατηφορίζω και καπνίζω, το τοιχίο έχει φτάσει σχεδόν στις γάμπες μου, σημάδι πως η βόλτα μου τελείωσε, εκτός αν ανηφορίσω πάλι και ξανακατέβω απο τις μασχάλες μέχρι τις γάμπες. Αυτός ο δρόμος αυτή η κατάβαση απο τις μασχάλες στις γάμπες, η κατάβαση στη rua maria pia, κάνει τους γλουτούς μου να πονάνε, θα βρω τρόπο να επιστρέψω γρήγορα σπίτι, δεν έχω κουράγιο να ξανανέβω. Στην ησυχία και το κρύο του δωματίου μου, ξαπλώνω ανάσκελα, και σκέφτομαι πως θέλω να περπατήσεις εκεί, να κατηφορίσεις τη δική μου rua maria pia, αυτήν από τις μασχάλες μου μέχρι τους γάμπες μου, να την περπατήσεις με τα στεγνά σου χέρια και τη νάυλον γλώσσα σου και να μην είσαι αποκαμωμένος σαν εμένα που κώλωσα να ξανανέβω. Εσύ ν' ανεβοκατεβαίνεις μέχρι να χτυπάει η καρδιά σου από τον ώμο σου, να πουν και για σένα, κωλόφαρδος, από χύσιμο κι αυτός.