9.45

Лάει καιρός αρκετά πολύς που θέλω να πω για τα όχι και τα ναι.  Για τα όχι πιό πολύ γιατί τα λέω πιό συχνά ακόμα κι όταν είναι να πέσουν να με πλακώσουν. Είναι κάπως καθαρά, σχεδόν ξεκάθαρα. Πέφτουν κάτι τεράστια βάσανα πάνω στο κεφάλι μου εε θα το πω, αποφάσεις ναι, να πάω να μην πάω, πρέπει όλα να έχουν ένα νόημα. για μένα πρέπει να έχουν δυό και βάλε νοήματα για να πάρω απόφαση να πω ναι. Ο καιρός εκεί είναι  όπως αγαπώ τους καιρούς, κρύος, υγρός και γκρίζος, οι άνθρωποι κρύοι με κρυφή ζέστη στις τσέπες, υγροί και γκρίζοι. Δε θέλω να μιλάω πολύ. Μόνο να φλυαρώ όταν με πιάνει η φλυαρίτιδα, να τέτοιες ώρες συνήθως με πιάνει. Ας μη μου μιλούσε κανείς, ας μην πονούσε το κεφάλι μου, ας μην έπρεπε ν' αποφασίσω. Οι άνθρωποι κάνουν ερωτήσεις και νομίζουν πως θα ξαφνιαστώ. Δεν ξαφνιάζομαι ποτέ, τί κακό. Τόσο κακό που από την ανάγκη μου να ξαφνιαστώ κάνω πως ξαφνιάζομαι, είμαστε όλοι ευχαριστημένοι τότε. Καπνίζω τόσο πολύ τις νύχτες, τόσο πολύ που πονάνε τα χείλη μου, δοκίμασα να μη γράψω μια βδομάδα να δω πώς είναι, όχι δεν περνάει ο καιρός αν δε γράφεις, δεν περνάνε ούτε οι πόνοι. Ημιακουμπάω στο στενό κάσωμα της πόρτας στο σαλόνι, πόσο το στένεψες μπαμπά, κουτουλάμε όλοι οικογενειακώς, ξεπαστρεύουμε τους αγκώνες μας, αφήνουμε κύτταρα και dna, το αριστερό μου γόνατο με σουβλίζει, κι η σιωπή το ίδιο μου κάνει, κοιμάμαι και ξυπνάω σε στεναχωρημένο σεντόνι, σκεπάζομαι με ένα τόσο δα λεπτό κουβερτάκι από 'κείνα που προορίζονται να σκεπάζουν μόνο τα πόδια το χειμώνα, αν τεντωθώ τεντωμένα, τα πόδια μου εξέχουν, δεν τεντώνομαι, κρατιέμαι ακόμα, κοιμάμαι σε ημιχειμωνιάτικες στάσεις, το μαξιλάρι στεναχωρημένο κι αυτό και λίγο μουτζουρωμένο από προχτές που δεν ξεβάφτηκα μπλιαχ, και ξύπνησα με τέσσερα μάτια, κόκκινα και τα τέσσερα, τότε ήταν που έδωσα υπόσχεση ποτέ ξανά είπα, τόσες υποσχέσεις, ούτε μία δεν κράτησα, καλά έκανα και ποτέ δεν τις χώνευα.  Επιστρέφω αργά στο σπίτι, ξεκινάω αμέσως να ξεντύνομαι, σχεδόν ξεντύνομαι από την αυλή, βγάζω τα σκουλαρίκια μου, τα παρατάω ό,που βρω, βγάζω το φουστάνι πάντα προς τα κάτω, κατουράω, πλένω τα χέρια μου κι ύστερα αρχίζει η νύχτα που κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει. Η διάρκειά της εξαρτάται από τη στεναχώρια συνήθως, το στομάχι μου όλη μέρα μου μιλάει, σκάσε λέω σκάσε ξέρω τί θέλεις, δεν έχω χρόνο, δεν είχα ποτέ χρόνο, χώνω ακουστικά στ' αυτιά μου κι ακούω τα σίγμα των ανθρώπων. μερικά είναι βαρετά, δεν κρύβουν τίποτα, είναι και μερικά άλλα που τα λεώ από μέσα μου, που όλη μέρα κάνουν σσσσσσ στο κεφάλι μου, το πώς θ' ακουστεί ένα σίγμα εξαρτάται απο χίλια δυό πράγματα, από το πώς κλείνουν τα χείλη, πόσο στενή είναι η γλώσσα, καμιά φορά ένα μικρό στραβό δόντι μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά, ένα δόντι που εξέχει και χαλάει όλη την υπόλοιπη σειρά σα να μην το'θελε κανένα άλλο δόντι δίπλα του, σα να το κάνανε πέρα ε να κι αυτό εκδικείται με γλυκό τρόπο, ναι για το δόντι σου λέω που εξέχει και παλιά που με φιλούσες μ' έκοβε θυμάσαι πώς παραπονιόμουν, ε μάθε πως εγώ αυτό το δόντι μάλλον δε θα το ξεπεράσω ποτέ αλλά δε μπορώ και να του λέω όλο ναι, πρέπει να με καταλάβεις, πρέπει κάποτε να καταλάβεις πως είμαι πιο ασφαλής όταν λέω όχι, είσαι κι εσύ έτσι, δε φοβάμαι χαζέ, κατακόψε με αν θέλεις αλλά  πάλι εσύ θα μαζεύεις αίματα μετά κι εγώ θα νοιώθω άσχημα που λέρωσα και που σε στέλνω ολόκληρο μαντράχαλο για σερβιέτες στα σούπερμάρκετ όλου του κόσμου. Ωχ ας μη λέμε για ατλαντικούς δε μπορώ άλλο με τους ατλαντικούς φτάνει λες και δεν ξέρεις ποιά είμαι, ε αν κάποιος μπορεί να μιλήσει γι' αυτόν το γαμωκεανό τότε αυτή είμαι εγώ, είμαι η μόνη που μπορώ και να τον πνίξω ακόμα, ο ατλαντικός υπάρχει για να με κάνει να πιστέψω οτι δεν υπάρχει τίποτα, στάσου να στο πω πιο σωστά. Ο ατλαντικός είναι εκείνος που με έκανε να τα ξεπιστέψω όλα, είναι αυτός που έκανε τον κόσμο να νομίζει πως πέρα απ' αυτόν  είναι το τέλος αλλά όχι δεν ήταν, είχε κι άλλο, πάντα θα έχει κι άλλο κατάλαβες τώρα ε, τ' αγόρια υπάρχουν για να κάνουν τα κορίτσια να πιστέψουν στους έρωτες, τους γράφουν λόγια ερωτικά κι εκείνα λιώνουν και λένε ναι ναι ναι αψηφώντας τος νόμους της καθημερινότητας, τί χαζά τί χαζά πόσο χαζά.
You do a great job as a muse
I'm all lost and confused
unsure of what to do
clawing for clues

And I will send my soul out to you
over mountains and through woods
I'd crawl to you
just to catch a glimpse of you

And should you hear a creaking from the floor
see a movement of the door
you know the score
I'm closer than you thought

And if you think I'm howling at the moon
know I'm howling for you
It's all that I can do
just to spit and scream for yo
εγώ πιό χαζή κι απ' τα χαζά λέω όχι.