железница

καιρός που αυτές οι ώρες είχαν δικαιολογίες πέρασε, διάβαζα όλη νύχτα Tussel και  Vivancos  στις οχτώ το πρωί τα μάτια μου δε χωρούσαν μέσα στα μάτια μου και δε μπορούσαν να κλείσουν. Τέλος οι εργασίες, το μπλέ γυαλίζει πιό πολύ απ'όσο αντέχω να γυαλίζω, χτες κατάφερα να κοιμηθώ τόσο νωρίς που κάθε μια ώρα ξυπνούσα μήπως να το ξανασκεφτώ, έχω έναν τρόμο όταν κοιμάμαι νωρίς, ποιός ξέρει τί μπορεί να χάσω. Μετράω 19 μέρες για να χαρούν τα μάτια μου, θα τα βάψω για να χαρούν διπλά, παρακαλάω να φύγει ο ήλιος στις 30 αυγούστου γιατί το θέλω εγώ το τοπίο και οι δυό μας δε χωράμε, δε χωρούσαμε ποτέ, ούτε καν τότε στα 11 με το λαχανί μαγιώ και τις ασορτή παντόφλες και το λαστιχάκι που τσίτωνε τα μαλλιά μου τόσο πολύ που άφηνε  στους κροτάφους  σπασμένες μικρές άγριες τρίχες, τόσα χρόνια θυμάμαι να πονάει το κεφάλι μου απο το σφίξιμο, ερχόταν η μαμά και μου 'λεγε χαλάρωσέ το λίγο, έλεγα όχι με πείσμα κι η μαμά με φώναζε σοράγια κι εγώ δεν ήξερα ποιά είναι αυτή, ακόμα με λέει έτσι όταν με βλέπει φτιαγμένη γυναίκα, μ' αρέσει να με λέει έτσι, είναι ο τρόπος της να μου πει πως με βρίσκει όμορφη, ποτέ δε θα τολμούσε να πει τη λέξη όμορφη, κι έτσι την αντικατέστησε όπως κάνει με πολλές λέξεις που δε μπορεί να πει, δεν την καταλαβαίνω γιατί εγώ τρέχω άιμα μέχρι να βρω την ακριβή λέξη που θέλω να πω κι αν δεν τη βρίσκω ή δεν την ξέρω ( ακόμα χειρότερα και ντροπή μου) θλίβομαι και θυμώνω αλλά έχω και την ασθένεια αυτή απο παλιά να μην πιέζω κάποιον να γίνει κάτι που δεν είναι. Είναι το πιό μάταιο που ξέρω άσε που αν ποτέ γίνει σε κάνεναν δεν αρέσει και ναι σιγά να μη μ' άρεσε αν η μαμά άρχιζε να μιλάει με τις κανονικές σημασίες και τις κανονικές λέξεις και τις κανονικές γλύκες και τις κανονικές αγάπες. Θυμάμαι πάντα τ' απογέυματα του καταχειμώνα λίγο πριν σταματήσει το σχολείο για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, έρχονταν οι μαμάδες ή οι μπαμπάδες να παραλάβουν τους βαθμούς τις έβλεπα ν' αγκαλιάζουν τα παιδιά και να τους λένε λόγια χαράς, να δίνουν φιλιά, να μιλάνε δυνατά, μπράβο καμάρι μου, μπράβο συγχαρητήρια, κι ύστερα ν'αρχίζουν τα επίθετα, κούκλα μου εσύ, και τα ουσιαστικά φεγγάρι μου, ζωγραφιά μου, κι άλλα πολλά πολλά γλυκουλινίστικα. Ερχόταν η μαμά πάντα βιαστική, οι δάσκαλοι άρχιζαν τα πένια για μένα, της έλεγαν πως είμαι πολύ έξυπνη με πολλά ταλέντα, πως είμαι ήσυχη, πως μαθαίνω έυκολα κι εκείνη τους έλεγε ευχαριστώ, κι ύστερα έλεγε σε μένα πάμε σοράγια, και βγαίναμε κι ούτε αγκαλιά ούτε φιλί, καμιά φορά έλεγε με μια δόση ειρωνίας μπράβο τσακάλι μου ή μπράβο ξεφτέρι μου, κι εκεί τελείωνε, το πολύ πολύ να το ξανάλεγε στο σπίτι απευθυνόμενη στο μπαμπά αυτή τη φορά, τσακάλι η κόρη σου και τέλος. Αυτή η ανημποριά έκφρασης της μαμάς μάλλον μ' έκανε έτσι κι εμένα, και δε μπορώ με τις δημόσιες εκδηλώσεις. Μπορεί γι' αυτό να μη μ' αρέσει κάθε τι που θέλει να κάνει εντύπωση, γι 'αυτό δε μ 'άρεσε ποτέ να με φιλάνε στο δρόμο ή σε μέρη με άλλους ανθρώπους, και γι αυτό μου 'ρχεται να ξεράσω όταν βλέπω ζευγάρια να χαϊδολογιούνται μέσα στον κόσμο ή μανάδες με τις κόρες και τους γιούς να παίζουν και να κάνουν αγάπες. Η μαμά μου έμαθε άθελά της οτι όλα τα σημαντικά είναι απο μέσα, και δε χρειάζεται να θέλεις να τα μοστράρεις. Η stolichnaya είναι στην κατάψυξη μαζί με τον κιμά και τα παγάκια και το μαϊντανό κι ένα παγωτό που θα πάει αφάγωτο, σαν το προηγούμενο που πήγε αφάγωτο, κατουριέμαι και δεν πάω να κατουρήσω κάνε μαλακίες κάνε μωρή σοράγια, είμαι κοντά σε αυτό που θέλω, θα μείνω λίγο ακόμα θα μείνω, οι ρώγες μου πονάνε τόσο πολύ που αδυνατώ να τις ακουμπήσω, ακούω με ακουστικά μερικά πνευστά, άνθρωποι ανασαίνουν μέσα στο αυτί μου, κι εγώ θέλω.Ο αύγουστος δεν είναι όπως τον περίμενα, ούτε γω μάλλον είμαι όπως με περίμενε, σε 19 σε 19, θα σέρνομαι χαράματα στα σύνορα σε 19, τι κατάλαβα που ξύπνησα τόσο πρωί, κέρδισα λίγη καφεΐνη παραπάνω, οι γάμπες μου είναι σκληρές, ξεσυνήθισαν να είναι δικές μου, ξεσυνήθισα κι εγώ να φοράω παπούτσια, βγαίνω λίγο από το σπίτι, κλαίω για τους γνωστούς λόγους, δε δείχνω τίποτα σε κανέναν, κακό να μη θέλεις παρηγοριά κακό κακό, μ' αρέσει να γελάω με ασήμαντα έξυπνα πράγματα, χτες βράδυ γέλασα τόσο που κοιμήθηκα απο νωρίς, σηκώθηκα με μια τεράστια περηφάνια κι άνοιξα το παντζούρι με θόρυβο να έτσι, το έσπρωξα με το δάχτυλο κι εκείνο σύρθηκε πάνω στο αλουμίνιο γρρρρρρ, δεν έβαλα πολύ δύναμη γιατί τότε βρίσκει και ξαναγυρνάει πίσω στο δάχτυλο, έχω μάθει πόση ακριβώς δύναμη θέλει για να το σπρώξω και να μην επιστρέψει. Με τους ανθρώπους δεν είναι ποτέ το ίδιο, επιστρέφουν με όση δύναμη κι αν τους σπρώξεις, έτσι χωρίς να θέλω βγάζω συμπέρασμα, τα παντζούρια είναι πιό αξιοπρεπή από τους ανθρώπους. Πρέπει να μοιραστώ τη λατρεία μου για τις σύνθετες λέξεις, εκείνες που εξαρτώνται η μία από την άλλη και που για χάρη του νοήματος κάποια από τις δύο  δέχεται να της κόψουν ένα γράμμα ή να της το αλλάξουν, πόσες θυσίες κάνουν οι λέξεις, πόσο μπορεί να τις αγαπάω πόσο θα τις αγαπάω, πόσο θέλω να τις ξέρω όλες, τόσο που τ' αγαπημένα μου βιβλία ήταν πάντα τα λεξικά, εκείνο το τεράστιο των αρχαίων εκατό κιλά πράμα, χωνόμουν ολόκληρη μέσα, όπως μπορώ τώρα να χωθώ στο τάπερ της μαμάς με τα σταφύλια, αυτές οι ρώγες δεν πονάνε μπορώ να τις φάω.  Πίνω  stolichnaya σε ποτήρι absolut που με κάποιο τρόπο θα το 'φερε εδώ η μαμά σε ανύποπτο χρόνο και θα το μπούτσωσε στα πίσω του ντουλαπιού. Πίνω αυτό που θέλω εκεί που δε θέλω, δε γίνεται να έχω ο,τι θέλω αλλά αυτό με κάνει να θέλω να κλάψω, όχι πολύ δυο φορές να θολώσουν τα μάτια μου θέλω, δυο φορές το καθένα να στάξει, δυο αλμυρές σταγόνες από τα δεξιά του άνω χείλους, δύο κι από τ' αριστερά, αυτό έτσι γιατί μ' αρέσει η συμμετρία, μόνο γι' αυτό. Δεν έχω κουράγιο για ξυσίματα, στοκαρίσματα κι αστάρια και βαψίματα. Μια κίτρινη ταπετσαρία με μωβ λουλούδια και γαλάζιες πεταλούδες θα με σώσει, βίδωνε ξεβίδωνε ράφια αλλά αυτό το αντέχω πιο πολύ, θα με μπερδεύει, θα με κουράζει μέχρι να τη συνηθίσω, αλλά όταν τη συνηθίσω θα την αγαπήσω τόσο πολύ γιατί έτσι κάνω με ό,τι συνηθίζω, είναι αυτό που ολοι ονομάζουν κακό. Εγώ το λέω καλό, οι λέξεις καλό και κακό είναι τόσο ανούσιες και παιδικές και δεν έχουν νόημα αλλά τις έχουν τόσο συνηθίσει όλοι που κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να σταματήσει να τις χρησιμοποιεί. Η ταπετσαρία είναι κίτρινη, έχει καφέ κλαδιά με άσπρα φύλλα και μωβ ή περίπου μωβ λουλούδια και κάπου σκόρπιες μερικές γαλάζιες και μωβ πεταλούδες, είναι ο,τι ακριβώς χρειάζομαι για να μη με παίρνουν τα κλάματα μέσα στο σπίτι και με λυπάμαι, τη διάλεξα με τέσσερα μάτια και δε θα με προδώσει. Το σώμα μου αρχίζει να με κάνει να πιστεύω πως όλοι οι πόνοι που νοιώθω έρχονται απ' το κεφάλι, επιμένω όμως οτι πονάει το στομάχι μου ψηλά πολύ ψηλά σχεδόν στο κέντρο κάτω ακριβώς από το στήθος, εκεί είναι σα να με σφίγγει κάποιος πολύ κακό( ωχ να το είπα) συναίσθημα, άβολο με κάνει να ανασαίνω λάθος, η κοιλιά μου πονάει από τον αφαλό και κάτω, νοιώθω ανθυγιεινή (ανθυγιεινός, -ή, -ό: που είναι αντίθετος με τους κανόνες της υγιεινής που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην υγεία) ναι μπορώ. Κάνω θόρυβο από τη μέση και κάτω, σχεδόν έχω φωνή κάτω από τον αφαλό, κοιμάμαι μπουκωμένη από τον ανεμιστήρα, σήμερα η βροχή είχε και αέρα μαζί κι έκανε ββββββουυυυ και ταίριαζε αυτός ο ήχος με την ταπετσαρία που το χειμώνα θα νοιώθει χαζή με τις χρωματιστές πεταλούδες της αλλά έχω τρόπο να την κάνω να νοιώσει όμορφα, ξέρω να το κάνω αυτό, ξέρω. Το σπίτι είναι τόσο παλιό που είναι αδύνατον να του επισκευάσεις ένα σημείο χωρίς να ρημάξεις ένα άλλο. Δυό τρύπες στον τοίχο και δυό απο πρίν κι οι ρωγμές από το σεισμό που έγινε επειδή γεννήθηκα, το κάνουν ανήμπορο να γίνει καινούργιο, πάντα θα ερειπιώνεται σε σημεία γιατί έτσι έχει μάθει και δε θέλω να το δω ποτέ καινούργιο και στεγανό,θα είναι τόσο ξένο και τρομακτικό σα να μου λέει η μαμά οτι είμαι όμορφη. Χαϊδεύω τη ζαΐρα, καίει, κοιμάται κι εύχεται να μη βρέξει, πρέπει να μαγειρέψω τώρα, να είμαι σίγουρη οτι ο μπαμπάς δε θα μείνει νηστικός αύριο, ο μπαμπάς δεν τρώει αρακά, πάω να του ετοιμάσω τα κανελόνια γι' αύριο να φάει όχι πολύ γιατί θα κοιτάει η μαμά και το βράδυ θα ξαναπεράσει από το σπίτι για καφέ και θα του πω έχει κι άλλο φαγητό θέλεις, θα πει ναι και θα φάει μέχρι να σκάσει και στον ύπνο του θα πονάει το στομάχι του όχι όπως το δικό μου εκείνο θα πονάει κανονικά από έξωτερικούς παράγοντες, θα πει πως την έβγαλε με ζαντάκ γιατί καιγόταν το στομάχι του, ζαντ'αρκ του λέω είναι αφού καίγεται, γι' αυτό λέγεται έτσι, λίγο αν επιμείνω θα με πιστέψει, το πρωί θα υποσχεθεί πως τέρμα τέρμα δεν ξανατρώει βράδυ αλλά σιγά μην το τηρήσει. Τι μπαμπάς παιδάκι. Μυρίζουν τα κρεμμύδια ο κιμάς με χρειάζεται. Κι ο μπαμπάς.