341210125







εαλισμός γιατί βαριέμαι τους λίγο ρομαντισμούς. Οι νύχτες του καναπέ τελειώνουν, θ' αρχίσουν οι άλλες οι πνιγμένες στον κόσμο. Για να διασχίσω το διάδρομο μέχρι την τουαλέτα θα σέρνω τους ώμους μου πάνω σε ανθρώπους, θα σιχαίνομαι, θα λεω συγνώμη σχεδόν από μέσα μου, θα θέλω να κλωτσήσω το κάθε μπούτι που εξέχει και μου κλείνει το δρόμο, θα μπαίνω βιαστικά στην τουαλέτα, θα κατεβάζω το βρακί μέχρι τα γόνατα ίσως και λίγο πιό κάτω, θα λυγίζω τα πόδια προσέχοντας μην ακουμπήσω το βρωμολεκάνη που την ακούμπησαν τα μπούτια που μου κλείνουν το δρόμο, θα νοιώσω την υπερηδονή του πρώτου δευτερολέπτου που ξεκινάς να κατουράς που συνήθως ταιριάζει με μια ανάσα, παρακαλώντας να μην περιμένει καμία απ 'έξω, θα σκουπιστώ, θα μισοσηκώσω το βρακί θ' ανοίξω  την πόρτα κι ακόμα κι αν κάποια είναι 'κει θα της πω σόρη ένα λεπτό θα βρέξω το αριστερό μου χέρι και θα ξαναμπώ μέσα, και θα το βάλω μέσα στο βρακί μου να ξανασκουπιστώ με λίγο νερό, είναι το κόλλημα με το νερό, πρέπει μετά το κατούρημα να πέσει πάντα νερό, πρέπει για κάποιο λόγο που δε γνωρίζω ακόμα το μουνί να είναι πάντα καθαρό, το πιό καθαρό. Σαν το μυαλό, ανοιχτό και καθαρό, να ξέρει τι δε θέλει κι άσε τους άλλους να ψάχνουν να βρουν τί θέλουν αφού δεν έχουν καταλάβει πόσο σημαντικότερο είναι το αντίθετο. Πέρασε όλη η νύχτα χωρίς να κοιμηθώ, στις οκτώ έφαγα ένα βραστό αυγό, θα μπορούσα να τρέφομαι με αυγά μέχρι να πεθάνω, λατρεύω τ' αυγά τόσο πόλύ όσο και τα εργοστάσια  τους φάρους τη σκουριά  και την κοιλιά μου με μια λατρεία ανεξήγητη και τεράστια σαν την αυστραλία, κι από τότε που έμαθα οτι αρρωσταίνει ο αφαλός τρόμαξα και κάθε νύχτα τον χαϊδεύω, ακουμπάω τα δάχτυλά μου στα ράμματα, όλο το 2013 κοιμάμαι ανάσκελα, με το χέρι μου μόνιμα στην κοιλιά μου, το κρεβάτι είναι μεγάλο, τα πόδια δε φτάνουν να βγουν δεξιά κι αριστερά, λούζομαι στις δύο το πρωί, ξυρίζω προσεκτικά τα πόδια μου, δε σκουπίζομαι, στάζω μέσα στο σπίτι, στάζουν τα μαλλιά μου, τα δάχτυλά μου, περπατάω αργά να μη γλιστρήσω, φοράω το βρακί μου κι ένα φουστάνι χωρίς τιράντες, κόβω τα νύχια μου μέχρι εκεί που σχεδόν πονάνε, τα μαλλιά μου στεγνώνουν γρήγορα, ξαπλώνω στο μαξιλάρι και νοιώθω το κεφάλι μου δροσερο μέσα βαθειά, εκεί στα σημεία που σκέφτομαι είναι όλα δροσερά, σχεδόν κρύα, σκέφτομαι όσο πιο πολύ μπορώ να κοιμηθώ έτσι μακρυά από τη ζέστη που κάνει όταν δε μπορώ να σκεφτώ, όταν είμαι άλουστη, η κοιλιά μου πονάει, έχει πρηστεί σα να ετοιμάζονται όλα τα ηφαίστεια της αυστραλίας να κάνουν ένα μπουμ,η σίτα είναι χαλασμένη κι ανεβαίνει κάτι χιλιοστά του χιλιοστού κάθε τόσο κι ακούγεται ένα ανεπαίσθητο κκκκκκ μέσα στο σπίτι, δεν είναι τυχαίο που ακούγεται κκκκκκ, τίποτα τυχαίο, αν γίνει διαγωνισμός αιματηρού αίματος βγαίνω πρώτη, γαμιέσαι άυγουστε, μήνα της μετάγγισης γαμιέσαι μαζί με το δεύτερο δεκαπενθήμερό σου, βάλτο στον κώλο σου μαζί με την ομπρέλα της θάλασσας δώδεκα ευρώ, πέρα στην ερημιά, σε μέρη που λίγοι ξέρουν ν'αγαπάνε, λίγοι πηγαίνουν, καλύτερα γιατί κανέναν δεν ήθελα να δω, ένα ποτηροτρύπανο μου κάνει γργργργγρ κάτω από τον αφαλό, δυσκολεύομαι ν'αναπνεύσω, θα μου λείψουν τα χειμωνιάτικα πρωινά στο παναγία, στις εξίμιση  στον περιφερειακό με λίγη βροχή που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, παρκάρω απο κάτω εκεί δίπλα στη βρωμοθάλασσα, μπαίνω μέσα και πάω κατευθείαν εκεί που ξέρω, κάνω αυτό που ξέρω και φεύγοντας παίρνω καφέ από το κυλικείο του νοσοκομείου, από τον παραλίγο καραφλό κύριο που τον κάνει πάντα ωραίο, βγαίνω έξω κι είναι χειμώνας, αυτοί οι χειμώνες στη βρωμοθάλασσα της κρήνης δεν αλλάζουν, κρυώνω, κάθομαι στο αυτοκίνητο με κατεβασμένο παράθυρο και ζακέτα και καπνίζω, πίνω, ακούω τρίτο, επιστρέφω σπίτι κι είναι ακόμη εννιά. Δεν έχω συνηθίσει να είμαι ξύπνια στις εννιά και δεν ξέρω τί να κάνω. Είναι δύσκολη ώρα, την έχω ζήσει τόσο λίγο, κάβλες δεν έχω, βλακεία ν' αυνανίζεσαι εννιά το πρωί,ανοίγω την τηλεόραση, χαζέυω, δεν κουνιέμαι, νυστάζω, πώς να μη νυστάζω, σε διαγωνισμό άυπνης αυπνίας πάλι πρώτη θα έβγαινα, θα με χειροκροτούσαν όλοι, απλώνω το πόδι μου και χαϊδεύω τη ζαΐρα με τα δάχτυλα στην κοιλιά, κι όταν σταματάω ανταποδίδει με μερικά γλυψίματα, μου γλείφει τα πόδια, γαργαλιέμαι, σταματάει και ξαναπαίρνω σειρά κι όταν σταματάω αρχίζει τα γλυψίματα, το κάνουμε τόση ώρα αυτό μέχρι να αισθανθούμε πως είμαστε πάτσι αν και συνήθως κουράζεται πρώτη, εγώ έχω αντοχές στα χάδια, ο μπαμπάς λέει τόσες ιστορίες που μου τρυπάνε τον εγκέφαλο, ήπια όλα τα νερά του κόσμου, κατούρησα πάνω απο έξι φορές, έχω αστραφτερό νεφρουλάκο τώρα, έτοιμος για πόζα και φωτογραφία και μετά έτοιμος γι' αγγελία, πωλείται αστραφτερός νεφρός κωλοφτιαγμένος με κατουροτομή και δυνατότητα αναβάθμισης, χαζά χαζά, σάχλες πόσες σάχλες θα γράψεις ακόμα χαζή χαζή, οι γονείς μου γερνάνε, εγώ βγάζω άσπρες τρίχες, αστείες είναι, αν τις δεις απο κοντά δεν είναι άσπρες, είναι διάφανες, σα διάφανες, βλέπω από μέσα τους, με βλέπω, είμαι νέα, το δέρμα μου είναι ολόφρεσκο, ζεστό, με πολλά χρώματα, δώσε μια ομπρέλα δώδεκα ευρώ και εξαφάνισε τους ανθρώπους, να πάω εκεί σε μια ερημιά, να ξαπλώνω κάτω από τα δώδεκα ευρώ να συμπληρώνω χρώματα, να βλέπω κινούμενα σχέδια με κλειστά μάτια στραμμένα στον ήλιο κι ύστερα να έχω γραμμές και σημάδια λευκά, μπερδεμένα, τα γόνατα είναι πάντα πιο μαύρα, πάλι κατουριέμαι,κάθομαι στη λεκάνη, έχω λίγο αίμα, αστείο πράγμα το μουνί, ένα σημείο καλά κρυμμένο που κάθε τόσο στάζει αίμα, τόσος χαμός για ένα τέτοιο σημείο, θέλω να βγάλω μια φωτογραφία, να την έχω να τη στέλνω σε κάθε πεινασμένο με δίχρωμο πουκάμισο που χάνει κάθε αξιοπρέπεια προκειμένου να γαμήσει ένα μουνί, να του πω ναααα μαλάκα, γι' αυτό το αίμα κάνεις έτσι, γι' αυτό το αίμα ξεφτυλίζεσαι, για ένα κρυμμένο κρέας που αιμορραγεί,το ξανασκέφτομαι, όχι το δικό μου δεν είναι αυτό, είναι χώρα, ήπειρος, ζει κάτω απο την αυστραλία κι αγαπάει έναν γιατρό που είναι μακρυά. Μόνο αυτόν θέλει και θα ταξιδέψει χιλιόμετρα γιατί μόνο αυτός αξίζει να πονέσει το κρέας με τα αίματα και θα νοιώθει περήφανος και θα μου κλείνει ραντεβού ό,τι ώρα θέλω σαν τον άλλον τότε που ζούσα αλλού και του τηλεφωνούσα κάθε που θα ερχόμουν στη θεσσαλονίκη κι εκείνος έλεγε να σου συστήσω κάποιο συνάδελφο εκεί που είσαι να μην έρχεσαι πεντακόσσια χιλιόμετρα μέχρι εδώ, κι εγώ επέμενα όχι εσένα θέλω και τέλος, μόνο εσύ με κάνεις καλά κι ας φωνάζεις κι ας με μαλώνεις, και κάθε φορά που μιλούσαμε, ο,τι ώρα ήθελα ο,τι μέρα ήθελα ό,τι δεκαπενταύγουστο, όχι χριστούγεννο ποτέ δεν είπε όχι, έτσι και τώρα θα κάνω τα ίδια χιλιόμετρα προς τα κάτω για τον άλλο αγαπημένο μου που με κάνει να μη φοβάμαι, θα ξύσει αυτό που πρέπει να ξύσει και σε μια βδομάδα θα πει τα μαντάτα της κακοήθειας από το τηλέφωνο με γλυκιά φωνή που θα με κάνει να μη φοβάμαι, κρίμα που δε θα μπορώ να τον κοιτάξω και να του πω ευχαριστώ και να του χαμογελάσω, θα το φυλάξω το χαμόγελο όπως και να 'χει, και θα χωθώ στα χωράφια με τις ελιές, θα στήσω ένα ψεύτικο πάνινο σπίτι για μερικές μέρες που αντί για κλειδί έχει φερμουάρ, δε θα κοιτάζω ανθρώπους, θα προσπαθήσω ν' αδειάσω τα μάτια μου από κόσμο να κάνω χώρο για το χειμώνα που θέλω δε θέλω θα βλέπω ανθρώπους και μπούτια και πουκάμισα και τσιγάρα slim τα πιό σιχαμένα όλου του κόσμου και αηφόνια, και θα κάνω υπομονή θα κλείνω τα μάτια, θα στρέφω το κεφάλι στα τεράστια φώτα που με καίνε απ' απέναντι αλλά ούτε ένα σχέδιο δε θα βλέπω, μόνο μπούτια και  slim και πουκάμισα, έβαψα τα νύχια μου ένα χρώμα που θα μπορούσε να λέγεται καλοκαιρινή κιτσιά, έρραψα και μαγιώ. Το μαγιώ τελειώνει σε -ω. Ρήμα θα είναι.