45111

Το φως πρέπει να είναι ελεγχόμενο. Μόνο έτσι το αντέχω. Τα παλιά μου σπίτια είχαν πολύ, άπειρο φως. Με τύφλωνε από το πρωί, ήταν σπίτια που χωρίς πατζούρι ήταν ικανά να σε κάνουν να πεθάνεις μέσα στο φως. Το σπίτι Peterburg με το φως να εισβλάλλει φασιστικά μέσα, να περνάει από τα μάτια, να πηγαίνει στον εγκέφαλο, στον αυχένα , τρίτος όροφος κι απο πάνω μόνο ο ουρανός με τον ήλιο του, αν ξεχάσεις απο το βράδυ να κλείσεις το πατζούρι τη γάμησες. Το σπίτι που κι όταν είχε σύννεφα, εκείνο λουζόταν στο φως. Εκείνους τους χειμώνες στο σπίτι Petersburg έπρεπε να ξυπνάω στις έξιπαράδέκα. Ήταν νύχτα, κι ώσπου να ντυθώ να πάρω φάρμακα κάπως ξημέρωνε, αλλά το φως του χειμώνα είναι ωραίο όπως τα όλα του χειμώνα , δε σε τυφλώνει, σε κάνει να σκέφτεσαι μόνο. Έμειναν ανοιχτά όλο το χειμώνα τα ρώσσικά πατζούρια, και ήρθε το καλοκαίρι κι έπρεπε να είναι όλα ανοιχτά να παίρνει αέρα το σπίτι, και ναι τότε άρχιζε το μαρτύριο του πρωινού, στις έξι το πρωί  τίγκα ο ήλιος μέσα στα μάτια, η ζέστη πάνω στο δέρμα, να το κάνει γλιστερό, βλάκα ιδρώτα, άχρηστη έκκριση, φέρε πίσω τα ύγρά μου, οι άνθρωποι πρέπει μόνο από ένα μέρος να βγάζουν υγρά, ξύπνημα με ιδρώτα στο λαιμό, τίποτα χειρότερο, με τα μαλλιά να έχουν κολλήσει, να έχουν τυλιχτεί γύρω-γύρω, με όλα νεκρά, μόνο τον ανεμιστήρα να συνεχίζει ακούραστος να δουλεύει, να με υπηρετεί, τον αγαπάω τόσο τον ανεμιστήρα μαλακισμένα κλιματιστικά ψοφήστε. Μετά τη Ρωσία μετακόμισα πολύ μακρυά, στο άλλο σπίτι της Κυψέλης εκεί στο αγαπημένο σπίτι του Ζοζέ, δίπλα στο πάρκο, εκεί το φως έγινε λίγο καλύτερο, δεν με τύφλωνε αλλά ούτε με έκανε να σκέφτομαι. Ήταν οι απέναντι πράσινες ξεσκισμένες τέντες που προστάτευαν και το δικό μου μπαλκόνι, τις συννεφιασμένες μέρες εκείνο το σπίτι είχε ένα υπέροχο φως , απο κείνα που σε κάνουν να θέλεις να κάνεις πολλά πράγματα και δεν προλαβαίνεις να τα κάνεις. Μαγείρευα στην κουζίνα με το πατζούρι μισοκατεβασμένο, έμπαινε μια αχτίδα μόνο, ίσα ίσα την έβλεπα να πέφτει στο δεξιό μου μηρό και λίγο στον αστράγαλο, τόσο που να κάνει την τομή να μοιάζει τρομακτική και μεγάλη και κόκκινη, όλο έσκυβα, ξεγελιόμουν, νόμιζα πως κάτι έχει πέσει εκεί πάνω, έσκυβα να δω λίγη σάλτσα, όχι ήταν η τομή, η σαρανταποδαρούσα τομή πάνω στο σαρανταπόδι μου, γύριζα αριστερά το κεφάλι , στην είσοδο της πόρτας ο Ζοζέ ξάπλωνε πεθαμένος από τη ζέστη με τα μάτια μισάνοιχτα, κι όποτε τον κοιτούσα έκανε ένα καθυστερημένο κούνημα με την ουρά του, ήξερε πως σε λίγο θα φάει και θα πάει στο πάρκο με τα χίλια φώτα, τους χίλιους ήλιους και τα χίλια εμπόδιά του. Αυτό το σπίτι της Κυψέλης, η μεγάλη αγάπη αυτή που μέχρι το Φεβρουάριο μου μάθαινε το πώς να ελέγχω το φως, τώρα περιμένει κάποιον να το κατοικήσει αφού εγώ το εγκατέλειψα όταν όλα με εγκατέλειψαν, χέρια πόδια κοιλιές μήτρες νεφροί χοληδόχοι παγκρέατα και τ' αρχίδια του κόσμου,  για να έρθω στο πάντα σκοτεινό σπίτι της Πολίχνης. Αυτο το παντοτινό αγαπημένο σκοτεινό σπίτι, η ασφάλεια προσωποποιημένη. Δεν κινδυνεύεις απο φως εκεί, σχεδόν ούτε απο ζέστη, είναι ήσυχο όταν θέλουν οι άλλοι, και σκοτεινό, τόσο σκοτεινό με στρογγυλά δωμάτια, σπίτι για χειμώνα αλλά και λίγο καλοκαίρι, σπίτι για μένα, που δεν το νοιάζει το κρύο και που κάνει τα πάντα για να σε κάνει να περάσεις ανώδυνο καλοκαίρι, που είναι γεμάτο κρυψώνες, που δεν έχει κατσαρίδες, που σε αφήνει να κοιμάσαι όσο θέλεις, που δε θέλει κλιματιστικό και που έκανα το όνειρό του πραγματικότητα και του έβαλα έναν ανεμιστήρα οροφής , ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια με τις ανύπαρκτες πρίζες και χώρισα το διακόπτη στα δύο κι έχει έναν δικό του τρόπο να ανάβει όταν σβήνει το φως και που ποτέ κανείς δεν θα το καταλάβει,  ούτε 'γω θα το καταλάβω, ίσα που φτάνω τα κορδονάκια του  όταν ανέβω πάνω στο κρεβάτι γήπεδο, που χρειάστηκαν χρόνια να το χύσω απο πάνω ως κάτω. Εκείνο το μέσα δωμάτιο το κατασκότεινο, δωμάτιο του ύπνου, θωρακισμένο απο παντού, σου προσφέρει τον ύπνο που δικαιούται ο κάθε κανονικός άνθρωπος. Το αυτοκαταστροφικό σπίτι που αυτοκτονεί σιγά -σιγά, γωνιά-γωνιά, αυτοκτονούν οι σοβάδες κι οι στόκοι και τα πλακάκια του μπάνιου, όλα μέσα στο σκοτάδι. Το σπίτι που ζει για τις Κυριακές του χειμώνα και με κάνει να ζω κι εγώ για τις Κυριακές του χειμώνα μέσα σ' αυτό. Όλοι εκείνοι που με νοιάζουν θέλω να περάσουν μια Κυριακή του χειμώνα εκει μέσα.  Θυμάμαι εκείνο το χειμώνα πριν μερικά χρόνια, με τις κάλτσες μέχρι το γόνατο κι απο πάνω τα μπούτια παγωμένα, και τους καφέδες σε γιγάντιο φλιτζάνι, με ραδιόφωνο και βιομηχανικά τσιγάρα. Θυμάμαι τις Κυριακές εκείνου του χειμώνα, ξυπνούσα κοντά στις εντεκάμιση και ήμουν μόνη. Μόνη εγώ και το σπίτι, οι δυό μας, όλη μέρα δικιά μου, να κάνω ό,τι θέλω, σχέδια για τις επόμενες δέκα ώρες, γραψίματα, ταινίες, χυσίματα πρώτου βαθμού, μα και να μην έκανα εγώ, έκανε το σπίτι για μένα. Με οδηγούσε εκείνο ανάλογα με το λιγοστό φως κάθε φορά. Πάντα κάβλωνα γύρω στις τέσσερις που σκοτείνιαζε λίγο ακόμα, κι αμέσως μετά το σπίτι με έκανε να πεινάω, έκλεβα φαγητό από τη μαμά ή μαγείρευα κάτι πολύ ατομικό, το σπίτι διάλεγε τη μουσική που θα βάλω, την ταινία που θα δω και στις έντεκα το βράδυ με ξανακάβλωνε. Έτσι, το σπίτι έκανε κάθε μέρα ο,τι μπορούσε για να μοιάζει με Κυριακή γιατί κι εκείνο με ήθελε όσο εγώ. Το ' ξερε οτι ποτέ δεν θα το εγκαταλείψω Κυριακή. Κι όταν ερχόταν η πραγματική Κυριακή δε χρειαζόσουν ημερολόγιο. Ούτε τώρα χρειάζεσαι.  Το ξέρεις οτι είναι Κυριακή εκει μέσα. Στο λένε όλα, τόσο που τελικά έχω πιστέψει πως το σπίτι έχει μεγαλύτερη εμμονή με τις Κυριακές του χειμώνα απ' ότι εγώ. Ποτέ δε με πρόδωσε. Τόσα χρόνια ποτέ δε με πρόδωσε, ούτε μια φορά δε με έκανε να φοβηθώ το φως, κι όμως εγώ το εγκατέλειψα κι αυτό κάποτε, όπως συνηθίζω να κάνω με όλα, μα δε μου κράτησε καμιά κακία παρόλο που θυμάται. Ξέρω οτι θυμάται. Τα σπίτια είναι σαν τα ρουθούνια. Δεν ξεχνάνε ποτέ. Επέστρεψα, και για μια ακόμη φορά με προστατεύει απ' το αδιάκριτο φως του Ιουνίου του σιχαμένου κωλοιουλίου του ανιαρού αυγούστου του κομπλεξικού καθυστερημένου σεπτέμβρη, τους κρατάει μακρυά μου, όπως κάνει τις καθημερινές να περνάνε γρήγορα για να έρθουν οι Κυριακές.  Μου φυλάει τον αγαπημένο Νοέμβρη, οι τοίχοι του είναι ειδικοί για να ακούς πιάνο, οι πιο ειδικοί τοίχοι κι ας ρωτήσει όποιος θέλει τον Satie, τα πιάνα, οι Κυριακές του Νοέμβρη και του Φεβρουαρίου, όλος ο έρωτας μέσα σ' ένα σπίτι που θα το εγκαταλείψω πάλι μάλλον. Όχι επειδή θέλω φως. Όχι, όχι. Ίσα ίσα.  Επειδή έμαθα πως υπάρχουν κι άλλα μέρη στον πιο βορρά που μοιάζουν με το σπίτι και σε προστατεύουν από το φως και τη ζέστη. Γι' αυτό και μόνο. Εεεε ντάξει και γιατί ξέρω οτι το σπίτι θα είναι πάντα εκεί, ολόιδιο και κατασκότεινο να με πέριμένει όποια Κυριακή θελήσω να επιστρέψω.

Το φως μπαίνει ελεγχόμενα απο δω